Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 3ο








Εν τω μεταξύ, η θεία μου φρόντισε να με πάρουν στο μαγαζί με τα υφάσματα βοηθό στην αποθήκη και στις παραγγελίες, ώστε να μπορώ να βγάζω κάποια χρήματα. Παράλληλα ετοίμαζε την Κατίνα για το γάμο και της έδειχνε τα μυστικά του νοικοκυριού. Αχώριστες είχαν γίνει. Η θεία πάντα ήθελε μια κόρη, μα τρία παιδιά που έκανε ήταν αγόρια.

Λίγες μέρες πριν το γάμο, έφτασε η μάνα μου. Η συγκίνηση που ένιωσα όταν την είδα δεν περιγράφεται. Ριχτήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλαίγαμε. «Αγόρι μου!» εκείνη, «Σχώρα με, μάνα!» εγώ. «Ο Θέος σε φύλαξε γιόκα μου» εκείνη «Πόσο μου έλειψε η αγκαλιά σου» εγώ. Ούτε ξέρω πόση ώρα πέρασε, μέχρι να αποχωριστώ τον κόρφο της και να της συστήσω την Κατίνα. «Έλα κόρη μου», της είπε κι άνοιξε τα χέρια της. Η Κατίνα χαμογελούσε και πάλι, αλλά διαφορετικά αυτή τη φορά. Η μελαγχολία ήταν ακόμα εκεί, στο βλέμμα, στις κινήσεις της, μα έμοιαζε κάπως ανακουφισμένη, απολάμβανε τη ζεστασιά του νέου της σπιτικού, βρήκε μια καινούργια οικογένεια. Όχι φυσικά πως θα μπορούσε κανείς να αντικαταστήσει τους δικούς της, αλλά είχε βρει μια σιγουριά, μια ασφάλεια, ένα λιμάνι. 

Με τη δουλειά και τις ετοιμασίες, οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα κι οι νύχτες πολύ βασανιστικά. Όσο σκεφτόμουν πως σύντομα θα την είχα δίπλα μου, στο κρεβάτι μου, στην αγκαλιά μου κάθε βράδυ για την υπόλοιπη ζωή μου, ο πόθος μου φούντωνε, γινόταν ανυπόφορος. Η φωτογραφία που σου έδειξα είναι από το γάμο μας. Μόλις την είδα να προβάλει μέσα στο ολόλευκο φουστάνι της, με τα μαλλιά της ψηλά και ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα στο χέρι, κόντεψα να λιποθυμήσω. Εγώ, που δεν είχα ταραχτεί μπροστά σε μεγάλους καπεταναίους, που δεν είχα διστάσει ούτε τον ίδιο το θάνατο να αντιμετωπίσω, ήμουν σαν ένα αδύναμο σπουργίτι μπροστά σ’ αυτήν τη γυναίκα που μου άλλαξε τη ζωή, που έγινε η ζωή μου. 

Το προηγούμενο βράδυ το είχα περάσει αναλογιζόμενος ακριβώς αυτό. Πόσο άλλαξα σαν άνθρωπος από τότε που γνώρισα την Κατίνα, πού θα ήμουν τώρα αν δεν την είχα γνωρίσει. Πιθανότατα θα συνέχιζα να ζω μόνος, στο αντάρτικο και να ακολουθώ τη γραμμή του κινήματος χωρίς δεύτερη σκέψη. Πριν από λίγο καιρό ο γάμος δεν υπήρχε καν στα μακρινά μου σχέδια, ούτε σαν θεσμό τον πίστευα. Έβλεπα παντού εχθρούς, τσιράκια του συστήματος, ήμουν έτοιμος για κάθε βιαιοπραγία, ο,τιδήποτε για τον αγώνα. Ιδανικά βέβαια δεν άλλαξα, όχι καθόλου, ακόμα πίστευα πως ο κομουνισμός είναι η καλύτερη ιδεολογία, άρχισα όμως να αμφισβητώ τον τρόπο που τον εφαρμόζαμε. Απλά ένιωθα πως βρήκα στη ζωή μου ένα σκοπό αλλιώτικο, ανώτερο, να κάνω έναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Έναν άνθρωπο αληθινό, που ξέρει να αγαπάει και να δέχεται και να συγχωρεί και να υπομένει. Πόσο τυχερός ένιωθα! Θυμήθηκα τη μάνα μου που πάντα έλεγε πως ο Θεός μας στέλνει πάντα ένα σημάδι, όταν πάμε να χάσουμε το δρόμο μας. Δεν πίστευα στο Θεό πριν, αλλά τώρα τον ευγνωμονούσα για το δικό μου σημάδι, τον άγγελο που έστειλε στο δρόμο μου, χαιρόμουν που η ένωσή μας θα γινόταν με τη δική Του ευλογία. 

Η Κατίνα δίπλα μου χαμογελούσε. Εγώ ήξερα πόσο πονούσε μέσα της, πόσο θα ήθελε να είναι ο πατέρας της και όχι ο θείος μου που θα την παρέδιδε, η μάνα της και όχι η δική μου που θα τη στόλιζε νύφη, ήξερα πόσο της έλειπε η οικογένειά της. Όμως, όπως πάντα, κατάφερε να ντύσει τη λύπη της με το πιο όμορφο, το πιο λαμπερό της χαμόγελο, να την αφήσει στην άκρη και να νιώσει την ευτυχία που παντρευόταν τον άντρα που αγαπούσε. Το μυστήριο τελείωσε, το τραπέζι επίσης- γλέντια και χορούς δεν είχε από σεβασμό στο πένθος της Κατίνας- κι ήρθε επιτέλους η ώρα να μείνουμε μόνοι οι δυο μας. Πίστευα πως θα ένιωθα μεγάλη νευρικότητα και τρομερό άγχος, μα στην πραγματικότητα δεν έγινε καθόλου έτσι. Αντίθετα, η ένωσή μας έγινε σαν κάτι το απόλυτα φυσιολογικό, το απόλυτα γνώριμο και οικείο, λες και τα σώματά μας είχαν πλαστεί το ένα για το άλλο. Αγόρι μου, δεν ξέρω αν έχεις ερωτευτεί ή αγαπήσει ποτέ πραγματικά και μπορείς να με καταλάβεις. Με όσες γυναίκες κι αν είχα πάει ως τότε, πληρωμένες, συντρόφισσες , ακόμα και αιχμάλωτες που μου είχαν δοθεί μήπως και τις αφήσω να φύγουν, ποτέ, ποτέ δεν ένιωσα την ικανοποίηση που βίωνα με την Κατίνα μου. Ένιωθα ευλογία κάθε φορά που γινόμασταν ένα, κάθε φορά για όλα τα χρόνια που ζήσαμε μαζί. Σου εύχομαι αλήθεια να το βρεις αυτό κάποτε στη ζωή σου.

Ο χρόνος κυλούσε ήρεμα στην Κωνσταντινούπολη. Η δουλειά πήγαινε καλά, τα οικονομικά μας είχαν βελτιωθεί αισθητά και η συμβίωσή μας ήταν απόλυτα αρμονική. Εγώ συνέχιζα κάθε βράδυ να ευχαριστώ το Θεό, μάλιστα ορκίστηκα να βρω τρόπο να εξιλεωθώ για όλα μου τα κρίματα. Μόνο ένα σύννεφο είχε εμφανιστεί και έριχνε απειλητικές ματιές στην ευτυχία μας. Ήμασταν σχεδόν τέσσερα χρόνια παντρεμένοι και η Κατίνα ήθελε απεγνωσμένα ένα μωρό, που όμως δεν ερχόταν. Εμένα δεν με πείραζε καθόλου για να είμαι ειλικρινής, κατά βάθος δεν ήθελα να μοιραστώ την αγάπη και τη φροντίδα της, τα χάδια της και τα φιλιά της με κανέναν άλλο. Ήθελα να είμαι η μοναδική της προτεραιότητα, να έχω την πρώτη θέση στην καρδιά της. Εκείνη όμως μου μαράζωνε, κάθε μήνα όταν έβλεπε πως και πάλι δεν τα είχαμε καταφέρει, έκλαιγε σιωπηλά, κατηγορούσε τον εαυτό της κι αυτό με τσάκιζε, δεν άντεχα να τη βλέπω έτσι. Κατά βάθος πίστευα ότι εγώ έφταιγα, ότι αυτό τον τρόπο είχε επιλέξει ο Θεός για να με τιμωρήσει για όλα μου τα λάθη. Δεν ήξερα τι να κάνω. Αν έβρισκα τον αδερφό της, τον Ανέστη, ίσως ξανάφερνα στα χείλη της το γέλιο, μα πώς, δεν είχα ιδέα που να ψάξω. Δεν είχα ξεχάσει τον όρκο που της έδωσα, μα για ακόμα μια φορά, αποδεικνυόμουν ανάξιός της, ανάξιος να κρατήσω το λόγο μου.

Η ζωή μας προχωρούσε και είχαμε αισίως φτάσει στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο Εμφύλιος είχε τελειώσει, αλλά ο κομουνισμός διωκόταν μετά μανίας ακόμα στην πατρίδα. Υπήρχαν λίστες καταζητούμενων για εγκλήματα κομουνιστών, οι οποίοι πολύ συχνά καταδικάζονταν σε θάνατο, εκτός αν υπέγραφαν τη λεγόμενη «δήλωση», ένα χαρτί που τους υποχρέωνε να απαρνηθούν την ιδεολογία τους και να ισχυριστούν ούτε λίγο ούτε πολύ πως λειτούργησαν κομουνιστικά λόγω προσωρινής παραφροσύνης. Ήμουν σίγουρος ότι το δικό μου όνομα θα φιγουράριζε από τα πρώτα στις λίστες, δεν ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα, άλλωστε δεν είχα και λόγο να το κάνω. Είχα τα πάντα ακριβώς εκεί που ήμουν, την Κατίνα μου, μια οικογένεια, ένα αληθινό σπιτικό, μα πάνω από όλα, ένα καθαρό κούτελο. Στην Πόλη κανείς δεν ήξερε το παρελθόν μου, δεν είχα να απολογηθώ ή να φοβάμαι για τίποτα. Όμως, η μοίρα δεν συμβαδίζει ποτέ με τα ανθρώπινα σχέδια... 

Από τα τέλη του Αυγούστου του 1955 επικρατούσε αναστάτωση. Οι Τούρκοι έδειχναν εχθρικές διαθέσεις προς τους Έλληνες της Πόλης, κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε. Στις 6 Σεπτεμβρίου ήμουν όπως πάντα στο μαγαζί και τελείωνα με τη συσκευασία κάποιων δεμάτων. Ξαφνικά, από το πουθενά, ορδές μαινόμενων Τούρκων άρχισαν να τρέχουν στους δρόμους και τα στενά, να μπαίνουν στα μαγαζιά και να σπάνε βιτρίνες, πάγκους, εμπορεύματα, τα πάντα. Γρονθοκοπούσαν όποιον έμπαινε εμπόδιο στο δρόμο τους και ούρλιαζαν «θάνατος στους Γκιαούρηδες!». Ο αέρας είχε γεμίσει με τη μυρωδιά της αδρεναλίνης και του μίσους, φωνές Τούρκων αναμειγνύονταν με φωνές Ελλήνων, πολλές γυναίκες ούρλιαζαν, είχα χρόνια να συναντήσω κάτι παρόμοιο. 

Μόλις συνειδητοποίησα τι συνέβαινε, το μυαλό μου έτρεξε στην Κατίνα. Μου είχε πει το πρωί ότι θα έβγαινε να κάνει ψώνια και μάλιστα μόνη της, καθώς η θεία Αργυρώ έλειπε εδώ και δύο μέρες, είχε πάει να επισκεφτεί τον ένα της γιο που ζούσε με την οικογένειά του στην Άγκυρα. Η σκέψη και μόνο ότι μπορεί να βρισκόταν μόνη της κάπου μέσα σ’ αυτήν την κόλαση έκανε το μυαλό μου να σαλέψει. Βγήκα αλλόφρων από το μαγαζί, ούτε καν έκανα τον κόπο να κλειδώσω, θα ήταν μάταιο εξάλλου. Άρχισα να τρέχω μέσα στους δρόμους και να φωνάζω το όνομά της απελπισμένα. Πέρασα από όλα τα μαγαζιά που ήξερα πως της άρεσε να επισκέπτεται, πουθενά δεν τη βρήκα. Γύρω μου ο κόσμος κατέρρεε, έβλεπα ανθρώπους να παλεύουν να σώσουν τις περιουσίες μα και τις ζωές τους, άκουγα φωνές γυναικών να παρακαλάνε για έλεος, εγώ όμως δεν έβλεπα τίποτα, το βλέμμα μου έψαχνε μόνο εκείνη. Και την είδα ξαφνικά. Ανατρίχιασα στην εικόνα της. Γυρισμένη με το πρόσωπο σε ένα τοίχο, πίσω της ένας Τούρκος, με το ένα του χέρι την είχε ακινητοποιήσει, τραβώντας την από τα μαλλιά και με το άλλο προσπαθούσε να ανεβάσει το φουστάνι της, εκείνη πάλευε ούρλιαζε. Όλα κοκκίνισαν, δεν θυμάμαι και πολλά από εκείνη τη στιγμή, μόνο τα χέρια μου να αρπάζουν το κεφάλι του και να το χτυπάνε με δύναμη στον τοίχο ξανά και ξανά, το στόμα μου να λέει ακατάληπτες βρισιές, την Κατίνα να μου φωνάζει «Μη Στέλιο, φτάνει!» και αίμα, αίμα να πετάγεται παντού! Όταν τελείωσα, ήμουν σε κατάσταση αμόκ, ο Τούρκος ήταν πεσμένος στο πεζοδρόμιο, δεν ξέρω αν ανέπνεε, πάντως το κρανίο του ήταν σχεδόν πολτοποιημένο. 

Άρπαξα το χέρι της Κατίνας που κοιτούσε σοκαρισμένη κι αρχίσαμε να τρέχουμε προς το σπίτι. Φτάσαμε μετά κόπων και βασάνων και σφαλίσαμε πίσω μας την πόρτα. Τώρα δεν έμενε παρά να περιμένουμε μέχρι όλα να τελειώσουν και να μετρήσουμε τις απώλειές μας. Ο θείος μου και τα δύο από τα ξαδέρφια μου δεν ήταν στο σπίτι. Καθίσαμε στο σαλόνι, μαζί με τις γυναίκες τους και τις υπηρέτριες και το μόλις 6 μηνών βρέφος του ενός και περιμέναμε σιωπηλά. Ο φόβος και η αγωνία μας κατέκλυζαν αλλά δεν δείχναμε τίποτα, προσπαθούσαμε να δώσουμε ο ένας στον άλλο θάρρος. Δύο μέρες κράτησε το πογκρόμ. Κατά διαστήματα, έφτανε και κάποιος στο σπίτι, ευτυχώς μόνο με αμυχές και ελαφριά τραύματα. Η Κατίνα δεν έβγαλε μιλιά όλο το διάστημα. Όποτε χρειαζόταν κάποιος φροντίδα έτρεχε να βοηθήσει, τις υπόλοιπες ώρες ήταν κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, αλλά ούτε ακούστηκε η φωνή της, ούτε πρόβαλε το γλυκό της χαμόγελο να μου δώσει δύναμη και παρηγοριά. 

Μετά τη λήξη των επεισοδίων, κατεβήκαμε στο μαγαζί να επιθεωρήσουμε την κατάσταση. Η ζημιά ήταν ανυπολόγιστη. Όλα τα έπιπλα, τα ράφια, οι βιτρίνες σπασμένα, όσο εμπόρευμα δεν είχε κλαπεί είχαν φροντίσει να το σκίσουν, να το καταστρέψουν. Ο θείος και τα ξαδέρφια μου απαρηγόρητοι. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι το ίδιο βράδυ μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Μπήκα στο δωμάτιό μας και βρήκα την Κατίνα μου να κλαίει με λυγμούς. Έτρεξα στο πλευρό της. «Τι συμβαίνει κοριτσάκι μου; Είσαι ακόμα τρομαγμένη; Έλα εδώ… Όσο ζω εγώ κανείς δεν θα σε πειράξει, κανείς ακούς;», της είπα αλαφιασμένος. Με κοίταξε στα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Στέλλιο θέλω να φύγουμε». «Τι εννοείς να φύγουμε, πού να πάμε;» «Πίσω στην πατρίδα...» «Τι πράγμα;;; Πώς σου ήρθε τώρα αυτό» πετάχτηκα όρθιος. «Εντάξει, καταλαβαίνω ότι τρόμαξες, αλλά τελείωσε τώρα! Ε όχι και να φύγουμε!» Ξαναπήρε μια βαθιά ανάσα «Στέλλιο, σοβαρά σου μιλάω. Θέλω να γυρίσουμε σπίτι μας». «Εδώ είναι το σπίτι μας!!!» της φώναξα. «Κατίνα σύνελθε! Εδώ έχουμε χτίσει μια ζωή, δεν θα την πετάξουμε επειδή είχαμε μερικές φασαρίες!» «Δεν έχει σχέση με αυτό», με ξάφνιασε. «Μου λείπει η πατρίδα, μου λείπει το χωριό, το σπίτι μου. Η οικογένειά σου μου έχει φερθεί υπέροχα και τους αγαπάω σαν δικούς μου ανθρώπους, μα στην Κωνσταντινούπολη πάντα θα νιώθω ξένη… σε παρακαλώ…», με κοίταξε ικετευτικά. «Κατίνα σε λατρεύω και το ξέρεις, μα αυτή τη χάρη δεν θα στην κάνω! Εφτά χρόνια παλεύουμε και τώρα χωρίς λόγο θες να τα τινάξουμε όλα στον αέρα;» «Όχι και χωρίς λόγο! Στέλλιο, ξέχασες την υπόσχεση που μου έδωσες;» Το αίμα μου πάγωσε. «Μου υποσχέθηκες πως ό,τι κι αν γίνει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα γυρίσουμε πίσω και θα βρούμε τον αδερφό μου. Έκανα εφτά χρόνια υπομονή, τώρα θέλω να εκπληρώσεις τον όρκο σου! Εκτός κι αν…» «Εκτός κι αν τι;» τη ρώτησα. « Εκτός κι αν ήταν μόνο λόγια, ψεύτικα λόγια για να με πείσεις να φύγουμε. Εκτός κι αν … ω Θεέ μου! Είναι νεκρός έτσι; Είναι νεκρός και μου το έχεις κρύψει, αυτό είναι, αυτό…» «Όχι βέβαια!» τη διέκοψα πριν πάθει νευρική κρίση. «Ήταν ζωντανός όταν φύγαμε, είμαι σίγουρος, πίστεψέ με…» Αναστέναξα. Ήξερα πως κάποια στιγμή θα ερχόταν η μέρα αυτή, ήταν αναπόφευκτο. «Εντάξει Κατίνα. Κέρδισες. Θα φύγουμε… όμως όχι αμέσως. Πρώτα θα βοηθήσω το θείο να ξαναστήσει το μαγαζί που σχεδόν καταστράφηκε. Εκείνος στη δύσκολη στιγμή μας περιέθαλψε και μας στάθηκε σαν πατέρας, δεν τον εγκαταλείπω τώρα στην ανάγκη! Μόλις ορθοποδήσει και βεβαιωθώ πως δεν με χρειάζεται θα φύγουμε..» είπα με παραίτηση. Ήξερα πως για μένα θα ήταν πολύ επικίνδυνη μια επιστροφή στην Ελλάδα εκείνη τη στιγμή, ήταν σαν να παίζω τη ζωή μου κορώνα γράμματα, αλλά δεν ήθελα να της το πω, δεν ήθελα να τη φορτώσω με ένα τέτοιο βάρος. Στο κάτω κάτω οι δικές μου επιλογές με είχαν φέρει σε αυτό το σημείο. Στο κάτω κάτω της το χρώσταγα…

9 σχόλια:

  1. "ο Θεός μας στέλνει πάντα ένα σημάδι, όταν πάμε να χάσουμε το δρόμο μας"..έχεις απόλυτο δίκιο.. Στο μεταξύ, ξαναδιαβάζω για εκείνα τα γεγονότα και τρελαίνομαι... Είχα διαβάσει κι άλλο ένα βιβλίο που τα περιέγραφε κι έκλαιγα με μαύρο δάκρυ.. Πάμε για τη συνέχεια; Σε φιλώ και καλό μεσημεράκι :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αστα να πανε! Ειναι να μην κλαις;;; Σε ευχαριστω πολυ πολυ! Φυσικα θα παμε για τη συνεχεια, κατα την Παρασκευη υπολογιζω! Φιλακια!

      Διαγραφή
    2. δεν περίμενα αυτή τη συνέχεια, αλλα θα περιμένω με αγωνία το επόμενο!
      φιλιααααααααααα
      ΉΤΑΝ να μην σε βρώ! τώρα....θα υποστείς την παρουσία μου!!!!!
      φιλιαααααααααα

      Διαγραφή
    3. Η πλοκή με τις ιστορικές αναφορές που σημάδεψαν την Ελλάδα, κάνει την αφήγησή σου ολοζώντανη και αγωνιώδη. Σαν ένα μικρό ιστορικό μυθιστόρημα. Υπέροχη δουλειά Χριστίνα!...
      Αναμένω κι εγώ την εξέλιξη...

      Διαγραφή
    4. @κερινα ποιηματα
      Χαρα μου να τα λεμε και σε ευχαριστω παρα παρα πολυ!

      Διαγραφή
    5. @μαρια κανελλακη
      Μαριω μου σε ευχαριστω για τα καλα σου λογια! Ισως καποτε το αναπτυξω οντως σε μυθιστορημα, γιατι τωρα ειναι πολυ μικρο, μαλλον διηγημα και δεν εχει τις λεπτομερειες που θα ηθελα. Προσεχως ερχονται κι αλλα ζορια!
      Φιλια!

      Διαγραφή
  2. Μην επαναλαμβάνομαι...
    Πάω στην επόμενη συνέχεια! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τι λιτή και συνάμα περιγραφική γραφή! Πόσα ανάμεικτα συναισθήματα! Συνεχίζω με αγωνία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή