Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

ΛΙΓΗ ΣΤΑΧΤΗ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ - 2




Για το πρωτο μερος πατηστε εδω: http://butterflysstories.blogspot.gr/2014/06/blog-post.html



-Άκου Νεκταρία. Σε ξέρω από παιδί. Με συγχωρείς λοιπόν για το θάρρος, μα πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Δεν νομίζεις ότι πρέπει να συνέλθεις;
Στη αρχή απέμεινε να τον κοιτά παραξενεμένη. Έπειτα τα σμαραγδένια μάτια της σκούρυναν, πλημμύρισαν με θυμό. Σήκωσε το χέρι της και τον χαστούκισε.
-Πώς τολμάς; Έχασα μάνα κι αδελφό σε λίγους μήνες! Η ζωή μου κατέρρευσε! Δεν έχω τίποτα πια! Κι εσύ μου λες να συνέλθω; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Είπε και σήκωσε ξανά το χέρι της, μα αυτή τη φορά ο Φώτης το άρπαξε και τη σταμάτησε.
-Εγώ ποιος είμαι; Σε μένα μιλάς έτσι Νεκταρία; Ξεχνάς πως μεγαλώσαμε μαζί;
 Ήταν εκτός εαυτού.
-Με συγχωρείς… είπε μετανιωμένη.
-Εμένα με συγχωρείς… Δεν ήθελα να σε πιέσω. Όμως Νεκταρία… κοίτα γύρω σου. Ο αδερφός σου έφυγε, η μάνα σου έφυγε, ο πατέρας σου είναι ένα ράκος, μην περιμένεις να δουλέψει πια, τουλάχιστον για καιρό. Κι εγώ… εγώ δεν μπορώ μονάχος μου να τα κουμαντάρω όλα αυτά. Πρέπει να με βοηθήσεις. Κρίμα είναι όλα αυτά που με τόσο κόπο έφτιαξε η οικογένειά σου να χαθούν. Κι έπειτα… Πώς θα ζήσετε; Έχεις ευθύνες πια Νεκταρία, εσύ απέμεινες μόνο… Εσύ κι εγώ…
Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν. Είχε τόσο απορροφηθεί στον πόνο της που δεν έβλεπε τίποτα άλλο. Στη μάνα της δεν στάθηκε σαν καλή κόρη όταν έφυγε το παιδί και τώρα είχε αφήσει και τον πατέρα της μόνο να παλεύει με τις τύψεις του. Κι οι δυο οι θάνατοι στα χέρια του ήταν έλεγε. Δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του, έτσι έλεγε. Κι εκείνη… μια αγκαλιά παρηγοριάς δεν τον είχε πάρει. Το βιος τους το άφηνε να ρημάξει.
-Έχεις δίκιο Φώτη. Εσύ κι εγώ. Μαζί θα δουλέψουμε.
Το είπε και το έκανε. Σαν σκυλί δούλευε. Δεν λογάριαζε κούραση, δεν λογάριαζε κρύο μήτε ζέστη. Έγινε εκείνη ο άντρας του σπιτιού και πάλευε να τα φέρει βόλτα. Αποδοτική η καλλιέργεια καπνού μα ήθελε δουλειά σκληρή και μπόλικη. Κι είχε και το σπίτι να νοικοκυρεύει. Ο κύρης της κάθε μέρα χανόταν όλο και πιο πολύ, ήταν αδύναμος να κάνει το παραμικρό. Η Νεκταρία κάθε βράδυ γύριζε από τα χωράφια κατάκοπη κι αντί να ξεκουραστεί έβαζε το τσουκάλι στη φωτιά να μαγειρέψει, έπλενε και συγύριζε κι όταν πια είχε αποκάμει γονάτιζε μπροστά στο τζάκι, στα πόδια του πατέρα της, που εκεί ξημεροβραδιαζόταν σε μια παλιά κουνιστή πολυθρόνα, κι έπιανε να του ψιθυρίζει ιστορίες και θρύλους. Βάλσαμο ήταν οι ώρες αυτές και για τους δυο, πατέρα και κόρη. Ο κυρ- Θόδωρος άφηνε το μυαλό του να χαθεί στα παραμύθια της Νεκταρίας κι ήταν οι μόνες στιγμές μέσα στη μέρα που δεν έκλαιγε και δεν σιχτίριζε τον εαυτό του και τη μαύρη του τη μοίρα. Η Νεκταρία από την άλλη ένιωθε λες κι είχε πάλι απέναντί της το Μύρωνα, όπως όταν ήταν παιδί και τον νανούριζε με τραγούδια και μύθους.
Ο Φώτης την καμάρωνε. Ήξερε πως ήταν γερό σκαρί μα τέτοια δύναμη ψυχής δεν την φανταζόταν. Τη θαύμαζε και την αγαπούσε. Πάντα την αγαπούσε, μα δεν είχε βρει το θάρρος να της μιλήσει.
Πέρασε ο καιρός, ήρθε ξανά χειμώνας κι έπειτα άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και πάλι ο χειμώνας. Ο κυρ- Θόδωρος χειροτέρευε διαρκώς, έχανε κάθε μέρα τα λογικά του. Ούτε τα παραμύθια της κόρης του τον παρηγορούσαν πια κι είχαν τα μάτια του μια λάμψη παράξενη, τρομακτική. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Νεκταρία είχε εκμυστηρευτεί στο Φώτη πως φοβόταν μήπως κάνει καμιά τρέλα. Εκείνος την καθησύχαζε μα μέσα του ένιωθε τον ίδιο φόβο. Το κακό δεν άργησε να γίνει.
Ήταν απόγευμα, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του Φλεβάρη. Ο Φώτης κι η Νεκταρία μιλούσαν με τους εργάτες καθώς ήταν η εποχή της σποράς κι όλα ήταν έτοιμα για μια νέα σοδιά. Ξαφνικά, είδαν καπνό να ανεβαίνει στον ουρανό, μαύρο πυκνό καπνό. Κοίταξαν παραξενεμένοι να δουν από πού ερχόταν.
-Νεκταρία! Γρήγορα! Νομίζω έρχεται από το σπίτι σου!
Τρέξαν όλοι μαζί, η Νεκταρία, ο Φώτης κι οι εργάτες. Το σπίτι ήταν τυλιγμένο στις φλόγες, η φωτιά είχε απλωθεί και τριγύρω στην αυλή, στον κήπο, οι πύρινες γλώσσες έγλυφαν τα πάντα… ακόμα κι εκείνη τη συκιά, τη συκιά του Μύρωνα. Σε μια γωνιά πήρε το μάτι της τον πατέρα της, πεσμένο στα γόνατα.
-Φώτη! Ο πατέρας!
Όρμησε μέσα από την αυλόπορτα ο Φώτης και μόλις που πρόλαβε να τον τραβήξει έξω σέρνοντας, πριν η τεράστια συκιά σωριαστεί και πλακώσει τη στέγη του σπιτιού. Λαχανιασμένη η Νεκταρία έτρεξε να τον αγκαλιάσει, δυο εργάτες έβρεξαν τα χείλη του με λίγο νερό.
-Τι έκανες πατέρα; Τι έκανες;
Η φωνή της δεν είχε θυμό, μόνο απόγνωση, τίποτα άλλο.
-Γιατί με τραβήξατε; Γιατί δεν με αφήσατε να καώ; Όλα να καούν! Δεν αξίζει να ζω πια, δεν μου αξίζει ζωή μετά από αυτά που έκανα. Αφήστε με… αφήστε με…
Αυτά είπε με πόνο ψυχής ο κυρ- Θόδωρος και σφάλισε τα χείλη του. Η Νεκταρία έμεινε στο πλευρό του και  χάιδευε τα κάτασπρα πλέον μαλλιά του. Στο μεταξύ είχαν μαζευτεί κι άλλοι από το χωριό και προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά. Άλλος με το λάστιχο, άλλος με κουρελούδες, ο καθένας έδινε τη μάχη του με το πύρινο τέρας, μπας και καταφέρουν να σώσουν κάτι. Δυο ώρες αργότερα όλα είχαν τελειώσει. Τίποτα δεν έμενε όρθιο. Μόνο μαυρίλα, μαυρίλα παντού.
Η Νεκταρία έστεκε ακίνητη, ανίκανη να αντιδράσει στην τελευταία αυτή συμφορά. Ένα αεράκι φύσηξε κι η στάχτη σηκώθηκε, στροβιλίστηκε κι ήρθε κι έκατσε πάνω στα μακριά της μαλλιά. Κοίταξε ένα γύρο κι άφησε έναν αναστεναγμό. Αυτό λοιπόν είχε μείνει απ’ τη ζωή της. Από την οικογένεια της, τους ανθρώπους της, το σπίτι που μεγάλωσε αυτό μονάχα πια της έμεινε… στάχτη, τίποτα άλλο… λίγη στάχτη στα μαλλιά της…
Ένιωσε το ζεστό άγγιγμα του Φώτη στον ώμο της. Σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της, έπιασε το πρόσωπό της κι έστρεψε το βλέμμα της λίγα μέτρα πιο κει, στα δεξιά τους.
-Κοίτα. Είναι ζωντανό.
Ένα μικρό κόκκινο τριαντάφυλλο. Ένας μικρός κόκκινος ήρωας, ολάνθιστος, σαν μια σταγόνα αίμα πάνω σε ολόμαυρο καμβά.
-Αφού τα κατάφερε αυτό να επιβιώσει, θα τα καταφέρουμε κι εμείς. ..της ψιθύρισε γλυκά.
-Πώς Φώτη; Πώς; Δεν έχω άλλη αντοχή. Ο Μύρωνας, η μάνα, ο πατέρας, το σπίτι… όλα χάθηκαν…
-Σςςς. Μαζί θα τα ξαναχτίσουμε. Μαζί θα φροντίσουμε τον πατέρα σου. Μαζί θα τα κάνουμε όλα, εγώ κι εσύ. Σήκωσε το πηγούνι της κι έφερε τα μάτια της ίσια μπροστά στα δικά του.
-Φώτη… εγώ… σταμάτησε. Θυμήθηκε τα λόγια του, εκείνο το ίδιο πρωινό. «Σ’ αγαπώ Νεκταρία. Πάντα σ’ αγαπούσα. Αν το θέλεις κι εσύ, απόψε κιόλας θα μιλήσω στον πατέρα σου. Κι άμα πει το ναι, παντρευόμαστε αμέσως». Αυτά της είχε πει κι ήταν στ’ αλήθεια τόσο ξαφνικό,  δεν του είχε απαντήσει, δεν ήξερε τι να πει. Ο Φώτης το σεβάστηκε και της έδωσε χρόνο να σκεφτεί και να αποφασίσει. Δεν μπορούσε, δεν άντεχε να κρύβει άλλο τα αισθήματά του.
Στάθηκε σιωπηλή και κοίταξε το νεαρό αυτό άντρα που άπλωνε στα πόδια της την αγάπη του. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, ήταν πάντα εκεί, κοντά της, ο δικός της φύλακας άγγελος. Κι έμοιαζε αλήθεια με άγγελο, έτσι όπως πέφταν οι ξανθές του μπούκλες γύρω από το πρόσωπό του. Ναι, την αγαπούσε, αυτό ήταν σίγουρο. Κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε πραγματικά. Η πρώτη φορά που κατάλαβε.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της κι άφησε ένα απαλό, ανεπαίσθητο φιλί στα χείλη του. Την ίδια στιγμή τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα.
-Ναι! Μαζί. Πάντα μαζί από εδώ και πέρα. Μαζί μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Το είπε και το πίστευε.
Πλησίασαν τον κυρ- Θόδωρο που είχε απομείνει σιωπηλός να κοιτάζει το κενό.
-Πάμε πατέρα. Τον σήκωσε με τη βοήθεια του Φώτη. Πάμε να ξεκουραστούμε. Έχουμε μια ζωή να ξαναχτίσουμε. Από αύριο…
Άφησαν πίσω τους το καμένο σπίτι, τη συκιά, τις κακές αναμνήσεις κι έφυγαν αγκαλιασμένοι οι τρεις τους, μια καινούργια οικογένεια. Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να δύει πάνω από τα χωράφια με το φρεσκοσπαρμένο καπνό.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

ΛΙΓΗ ΣΤΑΧΤΗ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ



-Εγώ θα πάω! Στύλωσε τα πόδια κάτω ο Μύρωνας κι άλλη μιλιά δεν έβγαλε εκείνο το βράδυ. Αύγουστος του 1952. Θα’ ταν δεν θα ‘ταν 14 χρονών, μα την απόφαση την είχε πάρει. Χαμένες οι απειλές του πατέρα, χαμένα και τα παρακάλια της μάνας.
-Πού θα πας παιδάκι μου; Πού θα ξενιτευτείς; Το κύμα κι η αρμύρα θα σε φάνε… και δώστου κλάμα η κυρά Ευτέρπη και να τα τάματα στην Παναγιά…
Του κάκου. Έτσι ήταν από παιδάκι, επίμονος κι αγύριστο κεφάλι. Τι κι αν ο πατέρας από αυτόν περίμενε να τον ξεκουράσει, μεγάλωσε πια πόσο να δουλεύει στα χωράφια, τι κι αν τα καπνά ήταν ανέκαθεν η δουλειά της οικογένειας, η σίγουρη, αυτή που ανέθρεψε 4 γενιές, αυτή που κι εκείνον τον είχε αναθρέψει… Αυτουνού η καρδιά χτυπούσε αλλιώτικα, αυτός γεννήθηκε θαλασσινός, η ανάσα του μύριζε αλάτι, η ψυχή του λαχταρούσε να ταξιδέψει, να χαθεί μέσα στο απέραντο του ωκεανού.
Το κακό είχε ξεκινήσει όταν ήταν μόλις 7 χρονών, ότι είχε μάθει να διαβάζει. Ο νονός του, που ήταν ο δάσκαλος του χωριού, του έκανε δώρο ένα βιβλίο, που είχε και λόγια μα και εικόνες. «Οδύσσεια» έγραφε ο τίτλος και τα ματάκια του έλαμψαν από χαρά μόλις το κράτησε στα χέρια του. Από τη μέρα εκείνη, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, κάτω από τη συκιά στην αυλή, αυτήν που είχε φυτέψει ο παππούς του τη μέρα που γεννήθηκε ο Μύρωνας, αγκαλιά με το νέο του θησαυρό, να διαβάζει και να βλέπει, να βλέπει και να διαβάζει, να ρουφάει αχόρταγα τις σελίδες. Μια μέρα είπε σοβαρά σοβαρά στον πατέρα του πως όταν μεγαλώσει θα γίνει ναυτικός. Έξαλλος ο κυρ- Θόδωρος, άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια του κι άρχισε να ουρλιάζει.
-Αυτό δεν θα το ξαναπείς ποτέ! ΠΟΤΕ! Το κατάλαβες; Εμείς είμαστε αγρότες, καπνά βγάζουμε εμείς όχι ψάρια! Κι αυτό εδώ που σου φουντώνει τα μυαλά, να το ξεχάσεις!
Και με μια κίνηση έκανε κομμάτια την « Οδύσσεια» μπροστά στα τρομαγμένα μάτια του Μύρωνα, που ξέσπασε σε κλάματα. Πολύ αργά… Η ζημιά είχε ήδη γίνει. Το βιβλίο το είχε μάθει απ’ έξω. Δεν χρειαζόταν να το διαβάσει ξανά. Έκλεινε τα μάτια και στη στιγμή βρισκόταν στο νησί τον Λαιστρυγόνων, άκουγε το τραγούδι των Σειρήνων ή πάλευε με τον Κύκλωπα Πολύφημο. Τα βράδια στον ύπνο του μεταμορφωνόταν ο ίδιος σε Οδυσσέα, σε αιώνιο και θαρραλέο περιπλανητή, τράβαγε με δύναμη το κουπί, σήκωνε τα πανιά κι αρμένιζε. Ούτε την οργή του Ποσειδώνα τη φοβόταν, ούτε τις Συμπληγάδες Πέτρες. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη και στα πέρατα του κόσμου θα πήγαινε, αρκεί να ταξιδεύει. Αρκεί να ακούει τη γλυκιά της φωνή, να την αγγίζει και να νιώθει το σύγκρυο σε όλο του το κορμί. Έρωτας η θάλασσα, του ‘καψε τα σωθικά και δεν θα ξεριζωνόταν από μέσα του μέχρι να τη δαμάσει και να δαμαστεί.
Κουβέντα δεν ξανάνοιξε για το θέμα αυτό με κανέναν. Μόνο η αδερφή του η Νεκταρία ήξερε για αυτά του τα όνειρα. Όχι δηλαδή πως της τα είχε πει, αλλά να… τον άκουγε συχνά τα βράδια να παραμιλάει. Όταν τον ρώτησε την ξόρκισε να μη μιλήσει ποτέ. Τον αγαπούσε πολύ, ποτέ δεν θα τον πρόδιδε. Ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερή του, μα πιο πολύ σαν μάνα του ήταν παρά σαν αδερφή. Λείπαν οι γονείς όλη μέρα στα χωράφια, αυτή τον έπλενε, αυτή τον τάιζε, τον κοίμιζε, όλα αυτή. Πώς θα μπορούσε να του αρνηθεί; Κι ας έτρεμε το φυλλοκάρδι της πως θα ερχόταν μια μέρα που θα άντρευε το αγοράκι της και τότε κανείς δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει…
Κι ήρθε αυτή η μέρα. Σαν βόμβα έπεσε στο σπίτι η είδηση. Ζητούσαν λέει νέους για μούτσους σε κάτι μεγάλα καράβια που γυρίζαν όλο τον κόσμο μεταφέροντας σιτηρά. Λίγα τα λεφτά, πολλοί οι κίνδυνοι, μα σίγουρη και μόνιμη δουλειά. Ο Μύρωνας είχε δηλώσει το όνομά του στη λίστα για να μπαρκάρει, αλλά ήταν ανήλικος, έπρεπε να υπογράψει ο κυρ- Θόδωρος , μα ούτε να το ακούσει! Να αφήσει το μοναχογιό του να θαλασσοδέρνεται; Να υπογράψει με το χέρι του την καταστροφή του; Δεν υπήρχε περίπτωση! Ανένδοτος! Μα ανένδοτος κι ο Μύρωνας. Έπαψε να τρώει, έπαψε να μιλάει, κλείστηκε μέρες στο δωμάτιό του, έρεψε, η σκιά του εαυτού του έγινε. Τα βράδια που πέφταν για ύπνο, η Νεκταρία τον αγκάλιαζε τρυφερά.
-Εγώ θα πάω Νεκταρία. Άμα δεν πάω θα πεθάνω!
-Και θα μ’ αφήσεις Μύρωνά μου; Εμένα, που είσαι η ζωή μου;
-Θα πεθάνω σου λέω! Να πεθάνω θες;
Αναστέναζε η Νεκταρία από τον καημό, αναστέναζε κι η μάνα που έβλεπε το παιδί της να λιώνει, αναστεναγμό τον αναστεναγμό, δεν άντεξε κι ο κυρ- Θόδωρος κι έβαλε τη τζίφρα του.
Φτερά στα πόδια φόρεσε ο Μύρωνας, να τρέξει να προλάβει, να δώσει το χαρτί της έγκρισης, αυτό που θα άνοιγε την πόρτα στον πόθο του.
Σαν έφτασε η μέρα να φύγει, μάνα και πατέρας τον φίλησαν σταυρωτά, του έδωσαν την ευχή τους κι ένα μικρό κομπόδεμα, μη και χρειαστεί κάτι εκεί που θα ‘ναι μακριά τους.
Η Νεκταρία τον κρατούσε σφιχτά στον κόρφο της κι έτρεχε ποτάμι το δάκρυ. Τον φιλούσε ξανά και ξανά κι όλο τον αγκάλιαζε. Του πέρασε στο λαιμό ένα μικρό σταυρό, τον βαφτιστικό της για να τον φυλάει.
-Πού πας αγοράκι μου; Που πάς θησαυρέ μου; Πού μ’ αφήνεις; Του ψιθύριζε όλο παράπονο. Πρόσεχε! Να μου υποσχεθείς πως θα προσέχεις… Αυτές ήταν οι τελευταίες της κουβέντες. Και δεν ήταν απλά η συμβουλή μιας ανήσυχης αδερφής. Είχε ένα κόμπο στο στομάχι, μια αίσθηση κακού που την πλησίαζε γοργά και αναπόφευκτα. Έδιωξε από το μυαλό της τις μαύρες σκέψεις και τον αποχαιρέτισε με ένα τελευταίο φιλί. Καθώς ξεμάκραινε, ο κόμπος στα σωθικά της γινόταν πιο έντονος.
 Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε. Μια βδομάδα μετά που έφυγε ο Μύρωνας, ήρθε και φώλιασε στην κουζίνα του σπιτιού ένα περιστέρι λευκό. Στεκόταν στο δοκάρι πάνω από την πόρτα και δεν κουνιόταν. Τρεις μέρες έμεινε εκεί, ώσπου ένα πρωί άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά. Η Νεκταρία το κοιτούσε έντρομη. «Θανατικό! Παναγιά μου, θανατικό μας πλησιάζει» σκεφτόταν κι έφτυνε τον κόρφο της, μα δεν τολμούσε να το ξεστομίσει. «Αν δεν το πω μπορεί να το ξορκίσω». Το ίδιο βράδυ είδε το πιο παράξενο όνειρο. Ήταν λέει καταμεσής των χωραφιών τους, μα ήταν στέρφα. Φορούσε ένα φουστάνι λευκό κι είχε λυτά τα καστανά μαλλιά της. Τα πράσινα μάτια της ήταν κλειστά κι αυτή στριφογυρνούσε, στροβιλιζόταν σε μια άγνωστη μελωδία που ακουγόταν μακρινή. Ξάφνου, τα χωράφια άρχισαν να γεμίζουν με νερό, ορμητικό νερό που γέμιζε τα πάντα γύρω της, την πλησίαζε σαν χείμαρρος, απειλώντας να την πνίξει. Και τότε το φόρεμα της έγινε μαύρο και τα χέρια της γέμισαν αίμα. Ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα κι άρχισε να ουρλιάζει το όνομα του αδερφού της. Την άλλη μέρα τους φέραν τα μαντάτα. Το καράβι είχε πέσει σε μεγάλη τρικυμία στα ανοιχτά, στο δρόμο προς την Ιταλία. Στην προσπάθειά του να κλείσει ένα από τα πανιά, τον χτύπησε το κατάρτι κι ο Μύρωνας βρέθηκε στη θάλασσα. Τα κύματα ήταν τεράστια, κανείς δεν πρόλαβε να τον βοηθήσει, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε χαθεί από τα μάτια τους, τον κατάπιε η θάλασσα.
-Παιδί μουυυυυ!!!!! Όοοχιιιι!  Ούρλιαξε η μάνα μόλις το άκουσε, έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της, κατέρρευσε σε μια πολυθρόνα κι άρχισε να χτυπάει το κεφάλι της με τα χέρια της και να κλαίει γοερά. Ο πατέρας έπιασε να βλαστημάει και να κατηγορεί τον εαυτό του που έβαλε την αναθεματισμένη υπογραφή και τώρα πάει το αγοράκι του, το μονάκριβό του.
Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Ποια κηδεία δηλαδή, ένα άδειο κουστούμι βάλανε στο φέρετρο, ούτε το κορμάκι του δεν είχανε να το θάψουν όπως του έπρεπε.
Η Νεκταρία δεν μίλησε ούτε έκλαψε. Ανέκφραστα κοιτούσε το κενό και μόνο πού και πού μουρμούραγε μέσα από τα δόντια της, σχεδόν ψιθυριστά.
-Φόνισσα. Μου τον πήρες φόνισσα. Πανάθεμά σε…
Αργότερα θυμόταν πως σκεφτόταν πόσο άδικο ήταν, πόσο σκληρή ήταν μαζί της η ζωή. Αλοίμονο, δεν φανταζόταν πόσο σκληρή ακόμα μπορούσε να γίνει…
Δεκαεννιά χρονών στα είκοσι, ένα δροσερό λουλούδι, έτοιμο να ανοίξει τα πέταλά του για να το μυρίσει ο έρωτας κι όμως αυτή μαράζωνε, μαραινόταν κάθε μέρα πιο πολύ. Η μάνα και ο πατέρας κάθε πρωί φεύγαν αχάραγα για τα χωράφια και γύριζαν το δείλι. Αυτή απέμενε μονάχη της στο άδειο σπίτι, ξάπλωνε στο κρεβάτι του Μύρωνα, αγκάλιαζε τα ρούχα του, λίγο να νιώσει τη μυρωδιά του. Ούτε ξεμύτιζε πια, ούτε στην πλατεία του χωριού δεν πήγαινε τις Κυριακές, έμοιαζε λες κι ο χρόνος να σταμάτησε σε κείνη την καταραμένη μέρα. Μα οι συμφορές της δεν είχαν τελειώσει…
Μεσημέρι ήταν κι είχε αποκοιμηθεί στο μαξιλάρι του αδερφού της που είχε μουσκέψει με τα δάκρυά της. Τον ύπνο της έκοψαν οι φωνές, δυνατές φωνές και χτυπήματα στην πόρτα. Άνοιξε ξαφνιασμένη κι είδε την κυρά Μαρία του φούρναρη αλαφιασμένη και κάτωχρη.
-Τρέχα Νεκταρία! Τρέχα στα χωράφια! Η μάνα σου!
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα της κι είχε ήδη φύγει. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά ήταν ήδη εκεί. Δεν άντεξε αυτό που αντίκρισε. Η μάνα της πεσμένη χάμω, από πάνω ο πατέρας να την κρατάει στα χέρια του, να υψώνει τα μάτια στο Θεό, να φωνάζει  «Γιατί;;;; Γιατί Θεέ μου; Γιατί δεν πήρες εμένα; Γιατί μου στέλνεις τόσο πόνο; Γιατίιιιι;;;», γύρω συγχωριανοί και… αίμα, αίμα παντού. Έκανε να τρέξει κοντά τους, μα ο Φώτης, ένας από τους εργάτες του κυρ- Θόδωρου μπήκε μπροστά και την εμπόδισε.
-Μην πάς Νεκταρία. Δεν θέλεις να το δεις αυτό.
-Άσε με! Ούρλιαζε και χτυπούσε χέρια και πόδια στον αέρα, καθώς ο Φώτης τη σήκωσε να την απομακρύνει.
-Δε σ’ αφήνω! Δεν θα πας!  Την αγκάλιασε σφιχτά και την άφησε να κλάψει, να ξεσπάσει…
Την κυρά Ευτέρπη την είχε βρει ο θάνατος εντελώς απρόσμενα και τόσο μα τόσο τραγικά! Χωμένη και σκυμμένη ήταν μέσα στα καπνά, ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε κάτω από τις ρόδες του τρακτέρ. Το τρακτέρ το οδηγούσε ο κυρ- Θόδωρος. Ένιωσε το τράνταγμα και σταμάτησε, έκανε πίσω… μα ήταν πια αργά…
Οι επόμενες μέρες κύλησαν χωρίς καλά καλά να το καταλάβει. Τα της κηδείας τα ανέλαβε όλα ο Φώτης. Ήταν ο επιστάτης στα χωράφια μα ακόμα παραπάνω ήταν ο πιο δικός τους άνθρωπος, σαν παιδί του τον είχε ο κυρ- Θόδωρος. Σαν φάντασμα του εαυτού της, σαν να παρακολουθούσε τη ζωή της από απόσταση, κινιόταν μηχανικά. Ο Φώτης της έδωσε λίγο χρόνο κι έπειτα πήγε ένα πρωί να τη βρει.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ - ΣΙΛΙΑ



Σίλια


Μόλις επέστρεψα από το μαιευτήριο στο ξενοδοχείο. Μεγάλο το ταξίδι αλλά δεν θα το έχανα για τίποτα στον κόσμο! Τι απίστευτη στιγμή! Ένα τόσο δα πλασματάκι, σαν ψεύτικο, μια μικρή πορσελάνη, εύθραυστη μα και ανθεκτική συνάμα.
Συγκινήθηκα πολύ... Η Σίλια, αγαπημένη φίλη, παιδική, αδερφική... Σήμερα έγινε μανούλα... Το άξιζε! Το κέρδισε! Κι οι δυο το κέρδισαν. Πώς την κοίταζε στα μάτια, πώς της χάιδευε τα μαλλιά! Όλος του ο κόσμος ένα της χαμόγελο! Πάντα ζήλευα την αγάπη αυτη! Με την καλή έννοια! Ευχόμουν να βρω κι εγώ κάτι τόσο δυνατό. Πίστευα ότι στο Μάνο τα βρήκα όλα... Γελάστηκα...Και το πλήρωσα...Ακόμα το πληρώνω...
Όμως αρκετά! Σήμερα είνα η μέρα της Σίλιας και του Γιώργου, η δική τους στιγμή.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ, εκείνο το πρωινό του Δεκέμβρη, τη φωνή της, τη δύναμη και την ευτυχία στα λόγια της.
"Έλλη, είμαι ερωτευμένη!" Από τον τόνο της και μόνο ήξερα πως ήταν πέρα για πέρα αλήθεια. Λίγες μέρες αργότερα, έλαβα και το γράμμα της.
"Ζούσα μόνη μου, παρέα με τα άδεια σακιά των ονείρων μου, τα παραγεμισμένα με άερα. Κι έστι άδεια όπως ήταν η ζωή μου, ήρθε και τη γέμισε, της έδωσε πνοή. Τρίτη βράδυ με πήρε αγκαλιά. Ακούμπησε τα χείλη του στα δικά μου. Ήταν τόσο ζεστά που τρόμαξα πως θα με κάψουν. Με άφησε στην πόρτα του σπιτιού μου. Μέσα σε λίγα λεπτά η απουσία του έγινε ασφυκτική. Τον πήρα τηλέφωνο, του είπα να έρθει πάλι κι εκείνος ήρθε αμέσως. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στη θάλασσα, περπατήσαμε χωρίς να μιλάμε, μόνο το φεγγάρι μας έκανε παρέα εκείνο το βράδυ. Με κοίταξε και μου είπε Σ' ΑΓΑΠΩ. Μόλις λίγες μέρες γνωριζόμασταν, μα κάτι βαθιά μέσα μου φώναζε πως έλεγε αλήθεια. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο να ζεσταθούμε. Μια νύχτα μόνο πώς χώρεσε ολόκληρη ζωή; Αποκοιμήθηκα στη ζεστή αγκαλιά του κι όταν ξημέρωσε ένιωσα πως είχα ξαναγεννηθεί εκεί, μαζί του, μέσα του. Σαν να τον ήξερα πάντα. Σαν να τον περίμενα πάντα... Μπορώ άραγε να πιστέψω και πάλι στον έρωτα;;;"
Μπόρεσε! Ευτυχώς, έκλεισε τα αυτιά της σε όλες τις φωνές, μέσα κι έξω από το κεφάλι της που της ζητούσαν να μην αφεθεί, να είναι καχύποπτη και τόλμησε να το ζήσει. Πίστεψε στον έρωτα και κέρδισε την αγάπη. Ένιωσε αυτή την αρχέγονη δίψα για ζωή κι αποφάσισε πως της άξιζε να γίνει ευτυχισμένη! Κι έγινε!
Από τότε αχώριστοι είναι. Στα εύκολα και στα ζόρια πάντα μαζί! Κι εγώ να καμαρώνω από μακριά. Μου είχε στοιχίσει πολύ που η Σίλια μετακόμισε σε ένα μακρινό μέρος. Πάντα είχα την τάση να την προστατεύω. Τώρα την προστατεύει ο Γιώργος κι εγώ είμαι ήσυχη. Η αγάπη τους είναι η καλύτερη ασπίδα! Κι ήρθε απόψε αυτό το αγγελούδι να την κάνει αθάνατη, αιώνια, να αφήσει το αποτύπωμά τους στα αστέρια!
Καλωσόρισες καρδούλα μου!

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ- 15


15.Σχέσεις Εμπιστοσύνης

Στο αεροδρομιο της Ξανθης ο κοσμος κινειτο νωχελικα. Ηταν χειμωνας και η κινηση ηταν μειωμενη. Ο Ιωσηφ μαζι με την Ελεανα ειχαν μολις φτασει. Σε ολη την πτηση ο αστυνομος ηταν σκεφτικος και αμιλητος. Αν και καιγοταν απο περιεργεια, η Ελεανα ηξερε οτι δεν ειχε νοημα να αποπειραθει να τον ρωτησει τι στο διαολο ειχε συμβει και γιατι την εσερνε στην αλλη ακρη της χωρας. Γνωρίζονταν και συνεργάζονταν πολλά χρόνια, είχε μάθει πια τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του κι ήξερε ότι αν δεν ήθελε δεν του έπαιρνες λέξη! Θα της μιλουσε αναγκαστικα καποια στιγμη συντομα.
Κατεβηκαν βιαστικα απο το αεροπλανο και επιβιβαστηκαν στο υπηρεσιακο αυτοκινητο που ηδη τους περιμενε. Ο Ιωσηφ εσπασε πρωτος τη σιωπη.
-Θα αναρωτιεσαι φυσικα περι τινος προκειται.
-....
-Λοιπον, μη με παρεις για τρελο, αλλα απο τοτε που ανακαλυψαμε το πτωμα του Γιωργου, εχω συνεχως την αισθηση οτι αυτη η δολοφονια εχει σχεση με ολη τη σειρα εγκληματων που εδω και μηνες παλευουμε να εξιχνιασουμε.
-Ναι, το έχουμε συζητήσει αυτό, άλλωστε κι εγώ την ίδια άποψη έχω.
-Θα θυμασαι φυσικα οτι ταυτοχρονα με το φονο του Γιωργου, εξαφανιστηκε απο προσωπου γης και η γυναικα του η Μαιρη, η ξαδερφη μου. Κι οτι εχω φαει τον κοσμο να τη βρω.
-Τα ξερω ολα αυτα Ιωσηφ, αλλα και παλι δεν καταλαβαινω. Εχεις πληροφοριες οτι βρισκεται στην Ξανθη; Αλλα και παλι, γιατι ολη αυτη η μυστικότητα;
-Σήμερα το πρωί, στα εισερχόμενα του υπολογιστή μου, βρήκα ένα μέηλ από τη Μαίρη. Το μήνυμα ήταν μόνο μια φωτογραφία, το σπίτι του κολλητού και κουμπάρου της στην Ξάνθη, του Χρήστου. Ξαφνικά, η οθόνη μου γέμισε με τη λέξη "ΒΟΗΘΕΙΑ".
-Απίστευτο! Λες να στο έστειλε εκείνη; Και γιατί τώρα;
-Δεν ξέρω... Είμαι βεβαιος πάντως ότι κινδυνεύει. 
-Μα αν όντως είναι εδώ και χρειάζεται βοήθεια, τότε ίσως θα έπρεπε να ζητήσουμε ενισχύσεις, μόνοι μας θα είναι επικίνδυνο, δεν ξέρουμε ούτε ποιους ούτε πόσους αντιμετωπίζουμε.
-Κοίτα Ελεάνα...Θα σου πω και κάτι ακόμα που δεν ξέρεις. Εδώ και καιρό, αισθάνομαι ότι με παρακολουθούν. Νιώθω πως μέσα στην ίδια μου την ομάδα κάτι δεν πάει καλά, μια αδιόρατη απειλή, σαν να υπάρχει ανάμεσά μας ένας... κατάσκοπος, ένας καταδότης. Τώρα τι καταδίδει και για ποιον δουλεύει δεν ξέρω να σου πω, όμως είμαι σίγουρος πως κάτι τέτοιο συμβαίνει. Μόνο εσένα εμπιστεύομαι. Είσαι για μένα πολλά παραπάνω από μια εξαίρετη συνεργάτης, είσαι μια αληθινή φίλη και η μόνη που μπορώ να στραφώ. Το ξέρω ότι σε σέρνω σε κάτι επικίνδυνο κι είναι πολύ εγωιστικό από μέρους μου. Αν θες, σταματάω αμεσως να κατέβεις.
Η Ελεάνα χαμογέλασε αινιγματικά...
-Εγώ μωρό μου, είμαι γεννημένη για τον κίνδυνο.
Ο Ιωσήφ ανταπόδωσε το χαμόγελο και της έπιασε συνομωτικά το χέρι. Συνέχισαν σιωπηλοί τη διαδρομή τους. Λίγα μόλις λεπτά αργότερα, το σπίτι του Χρήστου φάνηκε από μακριά. Μόλις πλησίασαν αρκετά, ο Ιωσήφ έσβησε τη μηχανή και έκρυψε πίσω από μερικά δέντρα το αυτοκίνητο. Βγήκαν και προχώρησαν με τα πόδια προς τον κήπο. Ξάφνου, ένας δυνατός κρότος κι όλο το σπίτι μαζί με τα περίχωρά του άρχισε να σείεται έντονα. Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω από τη σκεπή και μια δυνατή βροχή άρχισε να μαστιγώνει τα πάντα. Ένας απόκοσμος άνεμος φύσηξε, που όλο και δυνάμωνε, ώσπου εμφανίστηκε ένας μικρός ανεμοστρόβιλος που σάρωνε ό,τι στεκόταν στο πέρασμά του. Από την καμινάδα έβγαινε πυκνός μαύρος καπνός, όχι όμως σαν αυτόν που βγάζει το τζάκι, αλλά σαν κάτι να καίγεται. Μια μυρωδιά σαπίλας και καμμένης σάρκας γέμισε τα πνευμόνια τους και τους έκοψε την ανάσα. Το θέαμα ήταν απίστευτο, αδιανόητο για τη θνητή τους φύση. Έμοιαζε σαν εικόνα παρμένη από την Αποκάλυψη.Με πολύ κόπο κρατιόνταν όρθιοι ενάντια στο μανιασμένο αέρα.
-Ελεάνα γύρνα στο αυτοκίνητο και κάλεσε βοήθεια! Γρήγορα!
-Κι εσύ;
-Εγώ θα μπω μεσα! Φύγε, τρέχα! ΤΩΡΑ!

Η Ελεάνα έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι ο Ιωσήφ, αφού κοντοστάθηκε για μια στιγμή, προσπαθώντας να χωρέσει στο νου του όσα έβλεπε, έκανε το σταυρό του κι όρμησε αποφασιστικά προς τις σκάλες. Με κόπο, στηριζόμενος στην κουπαστή, κατόρθωσε να ανέβει και βρέθηκε μπροστά στην εξώπορτα. Την κλώτσησε δυνατά και βρέθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Όσα αντίκρισε να εκτυλίσσονται εκεί, μπροστά στα έκθαμβα μάτια του, δεν θα μπορούσε ποτέ να τα περιγράψει.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ- ΚΕΒΙΝ



15-10-2007
"Κεβιν"

Αγαπητο μου ημερολογιο,

Πανε 2 χρονια και κατι απο τοτε που εφυγε...Που να βρισκεται αραγε τωρα; Να ειναι καλα; Θυμαμαι ακομα την μερα που πρωτοσυναντηθηκαμε.
Ηταν καλοκαιρι, μια απο εκεινες τις μερες που δεν θες να πας για δουλεια για κανεναν λογο. Βαριομουν αφορητα, μου ειχε σπασει και ο Φωτης, ο συναδελφος στο εστιατοριο τα νευρα απο το πρωι, μολις που ειχα προλαβει να κανω μπανιο και να αλλαξω για την απογευματινη βαρδια και γενικα η διαθεση μου ηταν φριχτη! Στεκομουν στο ποστο μου, με το λευκο μου φορεματακι και το πιο ξενερωμενο υφος και περιμενα να περασει κανενας τουριστας για να φορεσω το ψευτικο χαμογελο και να τον προσκαλεσω στο εστιατοριο, διαφημιζοντας τα -ο Θεος να τα κανει- εκπληκτικα φαγητα μας! Μεταξυ μας αγαπητο ημερολογιο, το φαγητο ηταν μια αηδια!
Ανθρωπος δεν περναγε, δεν περναγε κι η ωρα. Ωσπου τον ειδα...ανεβαινε απο τη στροφη με ενα λευκο πουκαμισο και ενα μπλε τζινακι, μελαχροινος, ενας κουκλος! Περπατουσε μαζι με ενα φιλο του, ξανθουλη. Προσπαθησα να το παιξω ανεμελη, αλλα το βλεμμα μου με προδιδε. Δεν του διεφυγε...Με πλησιασε και με ρωτησε για το εστιατοριο...Χαμογελασα...καθολου ψευτικα! Πιασαμε την κουβεντα στα Αγγλικα. Μου ειπε πως ειχε ερθει για διακοπες με το φιλο του και εμενε δυο στενα κατω απο το εστιατοριο, αλλα δεν ειχε τυχει να το δει. Ηταν ηδη 1 μηνα σχεδον εκει και θα εφευγε σε 15 μερες...Γαμωτο!, σκεφτηκα...και δεν μπορουσε να περασει τοσο καιρο;
Θυμαμαι οτι δεν ανεβηκε πανω τελικα, αλλα μου ειπε πως θα ξαναγυρισει...πραγματικα, μετα απο λιγη ωρα ξαναηρθε...μου ειπε πως ηθελε παλι να δει το χαμογελο μου, γι' αυτο γυρισε. Κι εμεινε, εγινε πελατης του εστιατοριου...την ωρα που εφευγε, ζητησε να με ξαναδει, ζητησε το τηλεφωνο μου, δεν το εδωσα, πηρα το δικο του ξεροντας ηδη πως δεν θα τηλεφωνουσα...μου υποσχεθηκε πως θα ερθει να με βρει...του ειπα "εδω θα ειμαι"...
Αλλα εφυγα...Το μαγαζι δεν πηγαινε καλα, η συμφωνια μας ηταν μεχρι το τελος του μηνα και θα βλεπαμε...το ειχα ξεχασει. Κι εφυγα...
Οι μερες περνουσαν, σκεφτομουν το ομορφο μελαχροινο αγορι, δεν επαιρνα τηλεφωνο ομως, ισως απο εγωισμο, απο ντροπη, απο μια χαζη αντιληψη οτι οι γυναικες δεν κανουν ποτε το πρωτο βημα...σημερα μετανιωνω για την ανοησια μου αυτη...χασαμε πολυ χρονο...
Ομως, οταν η μοιρα θελει να γνωριστουν δυο ανθρωποι, τιποτα δεν μπορει να τη σταματησει...
Ειναι Σαββατοβραδο θυμαμαι. Εχω παει με μια παρεα σε ενα απο εκεινα τα κλαμπακια που συνηθως δεν παταω, γιατι βαζουν μπομπες ποτα και μουσικη νταπα ντουπα που βαραει διαρκως και με χτυπαει στα μηλιγκια! Αλλα, με αγαπαει ο Θεος και τη μερα εκεινη βαζει περισσοτερο χορευτικα κομματια! Καποια στιγμη παω στο μπαρ για ποτο...και τον βλεπω απεναντι μου, η ματια του πεφτει πανω μου...και κολλαει...αρχιζουμε να περπαταμε ο ενας προς τον αλλο και ολα γυρω μοιαζουν να εχουν σταματησει...δεν υπαρχει κανενας αλλος, τιποτα αλλο, σαν τις ταινιες που ξαφνικα ολα πανε σε slow motion...καθομαστε μαζι στο μπαρ, χωρις να αλλαξουμε κουβεντα, απλα κοιταζομαστε. Σπαει τη σιωπη...
"Σε εψαχνα...περνουσα καθε μερα απο το σημειο που στεκοσουν, αλλα δεν ησουν εκει...μπηκα μια φορα και ρωτησα, αλλα δεν ηξεραν που ησουν..σε εψαχνα...εισαι πανεμορφη αποψε..."
Δεν ειχα κατι να πω, δεν χρειαζοταν αλλωστε, ελαμπαν τα ματια μου και το χαμογελο μου!
Δεν εμεινα πολυ, επρεπε να γυρισω στην παρεα μου, ομως αυτη τη φορα εδωσα το κινητο μου, ξεροντας πως εγω θα παρω πρωτη...
Αρχισε ετσι μια σειρα προσωπικων ανατροπων και υπερβασεων, απο αυτες που μονο ο κεραυνοβολος ερωτας προκαλει...
Την επομενη μερα του εστειλα μηνυμα...απλο, τυπικο, τι κανεις, πως περνας...μεσα σε 5 λεπτα με ειχε παρει τηλεφωνο, μου μιλησε στα Ελληνικα και ξαφνιαστηκα...εμαθα το ιδιο βραδυ πως η καταγωγη του ηταν Ελληνικη, απο μητερα Ελληνιδα και πατερα Αυστραλο, μα ειχε γεννηθει και μεγαλωσει στην Ολλανδια. Κανονισαμε να βρεθουμε. Ντυθηκα στα ασπρα, οπως τη μερα που γνωριστηκαμε. Η καρδια μου χτυπουσε πολυ δυνατα, οχι απο αγχος, αλλα απο ανυπομονησια...ηρθε επιτελους εκεινο το βραδι κι εγω ελαμπα!
Πηγα να τον βρω σε ενα απο αυτα τα απαισια κλαμπακια...η αληθεια ειναι πως απογοητευτηκα, δεν μου αρεσε καθολου, ηταν πραγματικα επιεικως ελεεινο...ηπια μια μπυρα, καταβαλωντας καθε δυνατη προσπαθεια να διασκεδασω, ηταν αδυνατον ομως και στο μισαωρο πανω ειπα να φυγω, παρολο που ηταν ιδιαιτερα περιποιητικος μαζι μου...
Χωρις δευτερη σκεψη μου ειπε "παμε"...
"Μα τι λες, εσυ εχεις ερθει εδω με την παρεα σου, Κεβιν, δεν μπορεις να φυγεις!"
"Η βραδια αποψε ειναι δικια σου, παμε οπου θες εσυ."
"ΟΚ...τοσες μερες εδω, σε μαγαζι με Ελληνικα δεν εχεις παει;"
"Οχι..."
"Χμ! Φυγαμε λοιπον! Να δεις πως διασκεδαζουμε εμεις, τι στο καλο, Ελληνας εισαι!"
Ηπιαμε πολυ...χορεψαμε πολυ...μιλησαμε για το παρελθον, για οσα μας πονεσαν πολυ...Φυγαμε μεθυσμενοι, οχι μονο απο τα ποτα, περπατωντας χερι χερι στους πεζοδρομους..Θυμαμαι οτι επεμενα να μην οδηγησει, να τον παω εγω στο ξενοδοχειο, ημουν σε σαφως καλυτερη κατασταση! Θυμαμαι που επεμενε πως δε γινεται, πρεπει να παρει το αυτοκινητο και τον τραβαγα να παμε στην αντιθετη κατευθυνση. Θυμαμαι πως με εσπρωξε απαλα πανω στον τοιχο και εβαλε το χερι του μπροστα μου, να μη φυγω και μου εδωσε εκεινο το πρωτο, το μαγικο φιλι!
Τελικα, τον επεισα να παμε μια βολτα με το δικο μου αμαξι να ξενερωσει λιγο και μετα θα βλεπαμε...Καταληξαμε στην παραλια, αγκαλια, να βλεπουμε την ανατολη...ειχα αρχισει να νυσταζω πολυ...με κραταγε αγκαλια και μου εκρυβε τον ηλιο, "κοιμησου στην αγκαλια μου, θα σου κανω εγω σκια, μονο μη φυγεις σημερα!" Αρκετη ωρα μετα, μπηκαμε στο αμαξι να γυρισουμε πισω. Εκει που εκανα αναστροφη πανω στην εθνικη, μου τραβηξε χειροφρενο, με αρπαξε και με φιλησε ξανα! Τωρα που το σκεφτομαι, Αγιο ειχαμε και δεν μας εκοψε στα δυο κανενα αλλο αυτοκινητο! Καταληξαμε στο σπιτι που ειχε νοικιασει με το φιλο του. Με παρακαλεσε να κοιμηθουμε αγκαλια και μου υποσχεθηκε πως δεν θα με αγγιξει..Δεν ξερω πως το εκανα αυτο, ποτε δεν εχω κανει κατι τετοιο, ηταν ιδιαιτερα επικινδυνο, σε ενα σπιτι με δυο αγνωστους αντρες! Ομως, τον πιστεψα...και ειχα δικιο...με πηρε αγκαλια και αποκοιμηθηκε, μουρμουριζοντας μεσα στον υπνο του το ονομα μου ξανα και ξανα...
Εφυγα μετα απο λιγο, γιατι ειχα να κανω πολλες δουλειες, χωρια που ροχαλιζε σαν τρακετρ και βαλε!...δεν ειχα κοιμηθει πανω απο 1-1,5 ωρα, αλλα ενιωθα τοσο ξεκουραστη, πετουσα!
Βρεθηκαμε ξανα το ιδιο βραδυ. Αυτη τη φορα πηγαμε για ενα ποτο και μετα στο σπιτι μου, αναψαμε κερια και ακουσαμε μουσικη...ηταν πολυ ρομαντικα, ομως κατι με σταματησε και δεν προχωρησα...Σε 2 μερες θα εφευγε και δεν ηθελα να χαλασω το παραμυθι μου! Γιατι αυτο ζουσα...το πιο γλυκο, ρομαντικο, ερωτικο παραμυθι! Το μετανιωσα μετα παντως και αυτο...
Ετσι γλυκα κυλησαν οι επομενες 2 μερες και ο Κεβιν ηταν κατι παραπανω απο κυριος απεναντι μου...
Ηρθε η μερα που θα εφευγε. Θα εφευγε οδικως, θα πηγαινε Θεσσαλονικη και απο εκει αεροπορικως Ολλανδια. Με παρακαλεσε να παω μαζι του...αρνηθηκα φυσικα...Μου υποσχεθηκε πως θα επεστρεφε σε 2 μηνες, για μενα, να ειμαστε μαζι...δεν τον πιστεψα...
Τις ημερες που ταξιδευε εντος Ελλαδας, με επαιρνε τηλεφωνο συνεχεια, 10 φορες τη μερα να μου πει ποσο του ελειψα, ποσο χαιροταν που δεν προχωρησαμε γιατι ηθελε οταν θα γινει να ειναι τελειο, ποσο ερωτευμενος ενιωθε μαζι μου! Δεν ξερω αν τον ξενερωσα, η αν του εκοψα τα φτερα, ενιωθα το ιδιο, μα μου φανηκε πως ολα αυτα ηταν απλα μεγαλα λογια και γρηγορα...και του το ελεγα...
Απο την ημερα που εφτασε Ολλανδια, εξαφανιστηκε...Τον πηρα απειρες φορες, μα δεν υπηρχε καν συνδεση με τον αριθμο του...Οι φιλες μου λεγανε πως θα ερθει μετα απο δυο μηνες οπως μου υποσχεθηκε, μαλιστα οι πιο ρομαντικες ονειρευονταν μονοπετρα...εγω ομως ηξερα οτι ειχε τελειωσει...το ηξερα τη μερα που εφυγε..
Ξερεις, αυτη ηταν η πιο ομορφη και ρομαντικη ερωτικη ιστορια που εζησα ποτε και νιωθω πολυ τυχερη για αυτο!
Μονο που, να, μια πικρα μου εχει μεινει, γιατι εξαφανιστηκε ετσι αποτομα, χωρις κανεναν λογο...Εγω δε ειχα ζητησει ουτε υποσχεσεις, ουτε δεσμευσεις, ισα ισα που δεν ηθελα να ακουω μεγαλα λογια, ηθελα να ζησω το σημερα, εκεινος μιλαγε διαρκως για το μελλον...
Ομως, δεν πειραζει...ας ειναι μονο καλα εκει που ειναι! Μου χαρισε ενα ονειρο κι αυτο δεν θα το ξεχασω ποτε! Κι αν σημερα ειμαι πολυ ευτυχισμενη, ειναι κι αυτο ενα κομματι του παρελθοντος μου, των στιγμων και των εμπειριων που με εφεραν στο σημερα και ειμαι ευγνωμων για αυτο! Να εισαι ευτυχισμενος, Κεβιν!

Ετσι νομιζω πρεπει να αντιμετωπιζουμε καθε τι ομορφο που τελειωνει...Με αισιοδοξια, αλλα και ευγνωμοσυνη, γιατι καθε μας βημα μας παει στο μελλον, μας δινει μαθηματα και μας κανει αυτο ακριβως που ειμαστε σημερα.
Με αυτο το μηνυμα θελω να σας αφησω και για αυτο διαλεξα αυτη την ιστορια, που αν και αρκετα μεγαλη, ειναι απο τις αγαπημενες μου!

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ-ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ


ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ...

Τεταρτη, 21/10/2009

Ηταν ενα απο εκεινα τα βραδια που η κουραση χτυπαει κοκκινο...
Ξαπλωμενη στον καναπε, η Ελλη ειχε ακουμπησει τα ποδια της στα γονατα του Ορεστη και χαζευε στην τηλεοραση, περισσοτερο κοιταζοντας, παρα βλεποντας πραγματικα...
Ο Ορεστης μετα απο λιγο σταματησε να της κανει μασαζ στα ποδια και την πλησιασε, την αγκαλιασε απαλα...
Μετα απο λιγα λεπτα, η Ελλη νιωθοντας το βλεμμα του να την καρφωνει ρωτησε:
-Γιατι με κοιτας ετσι;
-Πως ετσι;
-Ετσι...παραξενα, επιμονα...
-Τα ματια σου....Αχ αυτα τα ματια σου, ατιμη!
-Τι τα ματια μου; Ορεστη μου τι λες;!
-Λεω οτι τα ματια σου ειναι ο,τι πιο ομορφο εχω δει ποτε μου!
Η Ελλη σαστισε, δεν μιλησε, τον αφησε να συνεχισει...
-Ειναι φωτεινα, σαν δυο λαμπερα διαμαντια! Δεν χορταινω να τα κοιταζω...
-Αγαπη μου, δεν μου εχεις ξαναμιλησει ποτε ετσι...το προσωπο της ελαμπε, τα μαγουλα της ειχαν κοκκινισει ελαφρα, χαμογελουσε γλυκα, καθως τον καρφωνε καταματα...
-Αληθεια; ειπε χαμογελωντας...Κι ομως, το ξερεις χρονια τωρα πως παντα λατρευα τα ματια σου... Και τις ρυτιδες κατω απο αυτα...
-Ποιες;;;!! Εχω εγω ρυτιδες; Δεν παιζει αυτο! Μη με τρελαινεις τωρα!
-Σσσςς..μη μου το χαλας! Εχεις 2 μικρες ρυτιδες κατω απο τα ματια κι εγω τις λατρευω! Τις λατρευω, γιατι τις ειδα να δημιουργουνται! Γιατι ξερω το σχημα που παιρνουν με καθε σου εκφραση, πως γινονται οταν γελας, οταν θυμωνεις, οταν κατσουφιαζεις...ελα, μη με κοιτας παραπονεμενα, ειναι ομορφες...οπως κι εσυ...
-Ναι, καλα...κι αμα εχω απο τωρα ρυτιδες, μετα θα σταφιδιασω και δεν θα με θελεις, οταν παω 60 χρονων, θα κυνηγας τις μικρουλες...
-Αν ειμαστε μαζι οταν παμε 60 χρονων, η μυτη σου θα ανοιγει κι εγω θα τρελαινομαι μη μου παθεις κατι! Και θα αγαπαω καθε ρυτιδα σου ακομα περισσοτερο, γιατι κι αυτες θα τις εχουμε φτιαξει μαζι, θα τις εχω ζησει μια προς μια! Και τα ματια σου θα με ταξιδευουν ακομα! -Μακαρι...μακαρι να ειμαστε μαζι ως τοτε και ακομα πιο πολυ...μονο μην κανεις καμια βλακεια και μ' αφησεις μονη μου!
-ΕΣΥ δεν θα με αφησεις μονο μου, οι αντρες δεν τα αντεχουν αυτα, εσεις οι γυναικες ειστε πιο δυνατες!
-Δεν υπαρχει δυναμη, Ορεστη, να μενεις μονος στα γεραματα ειναι πολυ ασχημο! Ξερεις τι θα ηθελα πολυ;
-Τι μωρο μου;
-Να...θα ηθελα να φυγουμε μαζι, για εκεινο το τελευταιο ταξιδι...τι λες;
-Λεω πως, αν μας κανει αυτη τη χαρη ο Θεος, θα σε κραταω αγκαλια ακομα κι εκει!
-Το φανταζεσαι; Να μην μπορουμε να αγγιξουμε ο ενας τον αλλον, αλλα οι ψυχες μας να ταξιδευουν μαζι στην αιωνιοτητα;
-Τελειο μου ακουγεται!
-Σ' αγαπαω!
-Εγω να δεις...ματια μου!!!


 <iframe width="420" height="315" src="//www.youtube.com/embed/rJ13VvMXszQ" frameborder="0" allowfullscreen></iframe>