Ήταν ένα δροσερό
Κυριακάτικο πρωί του Σεπτέμβρη. Πιστοί
κι οι δυο στο ραντεβού μας, όπως κάθε
Κυριακή. Το γραφικό καφενεδάκι στην
Πλάκα έσφυζε από ζωή από τις 11:00 και μετά
και για αυτό επιλέγαμε πάντα να το
επισκεπτόμαστε πολύ νωρίτερα, κατά τις
9:00 που μόλις άνοιγε. Δεν ενοχλούσαμε
και δεν μας ενοχλούσαν, μάλιστα πλέον
είχαν μάθει και πώς προτιμούσε ο καθένας
μας τον καφέ του και μας τον σέρβιραν
αμέσως. Παράξενη παρέα θα σκεφτόταν
σίγουρα όποιος μας έβλεπε μαζί. Εγώ
νεαρός, στα 25 μου, γεροδεμένος, μαύρα
μαλλιά και μαύρα μάτια. Εκείνος σίγουρα
πάνω από τα 80, κυρτωμένος και πολύ
αδύνατος, ελάχιστα λευκά μαλλιά στο
κεφάλι του. Θυμάμαι την πρώτη φορά που
μιλήσαμε. Αγαπημένη συνήθεια για μένα
το πολύ πρωινό ξύπνημα και η εφημερίδα
μου παρέα με το καφεδάκι μου. Δυο χρόνια
σχεδόν περνούσα έτσι τις Κυριακές μου
κι ήμουν στ’ αλήθεια ευγνώμων για τις
λίγες αυτές στιγμές μοναξιάς. Ήμουν
πάντα ο μοναδικός θαμώνας, ώσπου μια
μέρα με έκπληξη είδα να καταφτάνει αυτός
ο παράξενος ηλικιωμένος άντρας, με το
καπέλο με γείσο και το λουλούδι
καρφιτσωμένο στο πέτο, ένα γαρύφαλλο
κόκκινο. Έμεινα να τον παρατηρώ αρκετή
ώρα. Εικόνα μιας άλλης εποχής, περασμένης,
που όμως δεν έδειχνε παράταιρη με το
παλιομοδίτικο περιβάλλον του καφενείου.
Ίσως για αυτό να το είχε επιλέξει. Ίσως
για αυτό να το είχα επιλέξει κι εγώ. Δεν
ξέρω γιατί μου κίνησε τόσο έντονα την
περιέργεια. Ήταν κάτι στο ανάστημά του,
στη στάση του σώματός του που μου έλεγε
πως ο άνθρωπος αυτός κουβαλούσε μέσα
του βάρος, πόνο. Έμεινε περίπου μια ώρα.
Όλο αυτό το διάστημα στέκονταν ακίνητος
και κοιτούσε κάτι που κρατούσε μέσα
στην παλάμη του. Μια χαμογελούσε και
μια έμοιαζε να δακρύζει. Έπειτα, σηκώθηκε,
άφησε πάνω στο τραπεζάκι τα χρήματα κι
έφυγε. Την επόμενη εβδομάδα ξαναήρθε.
Και την επόμενη και τη μεθεπόμενη και
πολλές ακόμα. Πάντα το ίδιο σκηνικό, οι
ίδιες κινήσεις. Και κάθε φορά έπιανα
τον εαυτό μου να τον παρατηρεί, να ξεχνάει
την εφημερίδα που κατέληγε αδιάβαστη
σε κάποιον κάδο ανακύκλωσης και να
πλάθει ιστορίες για τον άγνωστο αυτό
παππού. Ποιος ήταν; Από πού είχε έρθει;
Τι κρατούσε; Ποιο μεγάλο μυστικό τον
έτρωγε; Είχε άραγε οικογένεια; Παιδιά,
εγγόνια, φίλους, κάποιον τέλος πάντων
να τον νοιάζεται; Εκείνος έμοιαζε πάντα
χαμένος στις σκέψεις του, δεν φαινόταν
να αντιλαμβάνεται καν την παρουσία
μου, πόσο μάλλον το βλέμμα μου που ήταν
κολλημένο πάνω του. Μια Κυριακή δεν
ήρθε. Η αγωνία με κατέκλυσε. Μήπως έφυγε;
Μήπως έπαθε κάτι; Κι αν δεν ξανάρθει
ποτέ; Τόσες ερωτήσεις στο μυαλό μου και
ποτέ δεν τις ξεστόμισα, τώρα θα έμενα
με την απορία. Δυο Κυριακές πέρασαν,
ώσπου ξεπρόβαλε και πάλι η γνώριμη
φιγούρα του. Η ανακούφισή μου γρήγορα
αντικαταστάθηκε από ανυπομονησία. Αυτή
τη φορά το είχα αποφασίσει, θα το τολμούσα,
θα του μιλούσα. Πλησίασα σιγά σιγά.
-Καλημέρα σας!
,είπα όσο πιο ατάραχα μπορούσα. Για
κάποιο αδιόρατο λόγο, μου προκαλούσε
νευρικότητα αυτή η επαφή.
-Κι έλεγα δεν
θα μου μιλήσει ποτέ αυτό το παιδί; μου
απάντησε και στο πρόσωπό μου ζωγραφίστηκε
η έκπληξη. Γύρισε προς το μέρος μου και
τότε αντίκρισα τα πιο καθαρά γαλανά
μάτια που είχα δει ποτέ. Χαμογέλασε.
-Ξέρετε, εγώ…
θέλω να πω… αν ενοχλώ…
-Δεν πας να
φέρεις το καφεδάκι σου εδώ, να τα πούμε
λιγάκι; Η παρέα νέων ανθρώπων είναι
αναζωογονητική. Και πολύ σπάνια στην
ηλικία μου, μου αντιγύρισε όλο καλοσύνη.
Αυτό ήταν. Από
εκείνη τη μέρα το Κυριακάτικο πρωινό
μου άλλαξε. Οι μοναχικές στιγμές
αντικαταστάθηκαν από ατέλειωτες
συζητήσεις με έναν υπέροχο άνθρωπο.
Δέσαμε και ενωθήκαμε όπως ένας παππούς
με τον εγγονό του, όπως δυο καλοί κι
αγαπημένοι σύντροφοι. Δεν υπήρχε θέμα
που να μην αγγίξουμε, τα λόγια του έσταζαν
πείρα και σοφία και εγώ τα ρουφούσα σαν
νέκταρ. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το
καφεδάκι μας κατέληγε να γίνεται
τσιπουράκι με μεζέ και μας έπαιρνε
απόγευμα να γυρίσουμε σπίτια μας.
Περνούσαμε υπέροχα κι όμως πάντα έβλεπα
μια μελαγχολία στο βλέμμα του, ένιωθα
πως υπήρχαν πράγματα που δίσταζε να
μοιραστεί μαζί μου. Η αλήθεια ήταν ότι
κυρίως για μένα μιλούσαμε. Για εκείνον
ήξερα μονάχα ότι τον έλεγαν Στέλλιο,
ήταν από τη Χίο, είχε παντρευτεί και
είχε χηρέψει. Τίποτα περισσότερο. Όμως
εκείνη τη μέρα, κάτι είχε αλλάξει. Όταν
έφτασα στο καφενεδάκι, τον βρήκα να με
περιμένει ήδη εκεί. Κρατούσε κάτι ανάμεσα
στα χέρια του και το κοιτούσε επίμονα,
όπως όλα τα πρωινά πριν αρχίσουμε να
κάνουμε παρέα. Τον πλησίασα διστακτικά,
δεν ήξερα αν έπρεπε να διακόψω αυτή τη
στιγμή που μου έμοιαζε πολύ προσωπική.
Αντιλήφθηκε την παρουσία μου, αλλά δεν
γύρισε το βλέμμα του σε μένα. Μου μίλησε
και η φωνή του ήταν σπασμένη.
-Κοίτα. Η γυναίκα
μου είναι, μου είπε και μου έτεινε μια
μικρή στρογγυλή κορνίζα, με μια ασπρόμαυρη
φωτογραφία. Μια πραγματικά πανέμορφη
μελαχρινή γυναίκα, με τα μαλλιά πιασμένα
ψηλά, ένα λευκό δαντελένιο φουστάνι και
ένα θεϊκό χαμόγελο. Πρέπει να ήταν τη
μέρα του γάμου τους. Την περιεργάστηκα
αρκετή ώρα, η φωνή του με διέκοψε.
-Ποτέ δεν κατάλαβα
πώς αυτό το πανέμορφο πλάσμα αγάπησε
εμένα!
-Εγώ νομίζω πως
στα νιάτα σου κυρ- Στέλλιο πρέπει να
ήσουν μορφονιός!
-Καλός ήμουν!
Αλλά την ομορφιά της Κατίνας μου δεν
την έβρισκες αλλού στον ντουνιά. Και
δεν εννοώ μόνο το πρόσωπό της, το σώμα
της που και άγιο θα κόλαζε. Λέω για την
ομορφιά της ψυχής της. Τόσο καλή, τόσο
γλυκεία, τόσο αθώα. Ένας μικρός θεός
ένιωθα δίπλα της, η τύχη με ευλόγησε και
την έφερε στη ζωή μου.
-Την αγαπούσες
πολύ…
-Τη λάτρευα
αγόρι μου. Ήταν η ζωή μου. Άσε με σε
παρακαλώ να σου μιλήσω για αυτήν, να σου
ανοίξω την καρδιά μου, γιατί έχω βάρος
μέσα μου μεγάλο.
-Σε ακούω, του
είπα με καθόλου προσποιητό ενδιαφέρον.
-Η ιστορία μας
αρχίζει παλιά, πολύ παλιά, λίγο μετά τον
πόλεμο, στη διάρκεια του Εμφυλίου.
Ξέρεις, τότε η ζωή ήταν πολύ σκληρή κι
εμείς οι άνθρωποι ακόμα πιο σκληροί.
Δεν ήταν πως το θέλαμε, μα έπρεπε να
επιβιώσουμε. Τα χάδια και τα φιλιά, η
στοργή της μάνας, όλα αυτά που για εσάς
σήμερα είναι αυτονόητα, για τους
περισσότερους από εμάς τότε ήταν
πολυτέλεια, πράγματα άγνωστα. Όσα παιδιά
γλιτώναν από το παιδοσώσιμο των αριστερών
και τις παιδικές κατασκηνώσεις της
Φρειδερίκης, εργάζονταν σκληρά για να
εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό. Όταν
τέλειωσε ο πόλεμος με τους Γερμανούς
εγώ ήμουν 16 χρονών παλικαράκι, γοητευμένο
από την ιδέα ενός νέου κόσμου, πιο δίκαιου
και πιο αληθινού. Το έπος των αγωνιστών
του ΕΑΜ κυλούσε στις φλέβες μας και δεν
υπήρχε νέος που να μη θέλει να ακολουθήσει
τα χνάρια των μεγάλων καπεταναίων όπως
ήταν ο Βελουχιώτης. Θέλαμε να χτίσουμε
ένα αύριο καθαρό και δεν καταλαβαίναμε
τότε ότι το καθαρό αύριο δεν μπορείς να
το χτίσεις βάφοντας τα χέρια σου με
αίμα. Αίμα της πατρίδας σου, αίμα αδερφικό.
Τόση κατρακύλα της ανθρώπινης φύσης,
τόση φρίκη αγόρι μου σου εύχομαι να μην
αντικρίσεις ποτέ, ούτε και κανένας
άλλος. Ταμπουρωθήκαμε πίσω από ταμπέλες,
αριστερός, δεξιός, καπιταλιστής, προδότης
και ξεχάσαμε να είμαστε άνθρωποι. Όταν
συνάντησα για πρώτη φορά την Κατίνα
μου, ο Εμφύλιος ήταν στο αποκορύφωμά
του, μα για μένα έληξε εκείνη τη στιγμή.
Από εκεί και έπειτα υπήρχαν μόνο τα
μάτια της. Ήμασταν σε ένα χωριό της
Θεσσαλονίκης, ο κόσμος είχε χωριστεί
κι εκεί σε δυο κομμάτια, οι επαναστάτες
και οι φασίστες. Είχαμε πάει με τον
καπετάνιο μας να κάνουμε λαϊκό δικαστήριο.
Έτσι λέγαμε τις δίκες που γίνονταν στην
πλατεία του χωριού, όπου ο κατηγορούμενος
για φασισμό καταδικαζόταν σχεδόν πάντα
σε θάνατο. Δυστυχώς, κάποιοι «σύντροφοι»
έβρισκαν έτσι την ευκαιρία να κλείσουν
παλιούς λογαριασμούς με συνοπτικές
διαδικασίες. Εκεί την είδα πρώτη φορά,
δεμένη πισθάγκωνα. Θα δικαζόταν κι η
ίδια κι η οικογένειά της, ήταν βλέπεις
η πιο ευκατάστατη οικογένεια του χωριού.
Στη σειρά, ο πατέρας της, η μάνα της κι
εκείνη. Στις φούστες της κρεμόταν ένα
αγοράκι, θα ‘ταν δε θα ‘ταν 6 χρονών,
έκλαιγε κι έτρεμε σαν το ψάρι. Εκείνη
ήταν ήρεμη, το κοίταζε με αγάπη και του
χαμογελούσε, του ψιθύριζε να μη φοβάται,
να έχει θάρρος. Κάποια στιγμή σήκωσε το
πρόσωπό της και το βλέμμα της κάρφωσε
το δικό μου. Με κοίταξε για λίγο κι έπειτα
μου χαμογέλασε. Μου χαμογέλασε
καταλαβαίνεις; Στεκόταν στη μέση της
πλατείας, κατηγορούμενη για κάτι που
ούτε καν καταλάβαινε τη σημασία του,
αντιμετώπιζε το θάνατο από τα χέρια τα
δικά μου και των συντρόφων μου κι αυτή
αντί να με κοιτάξει με μίσος, μου
χαμογέλασε! Κι ήταν η στιγμή που
αιχμαλώτισε για πάντα την καρδιά μου.
Έπρεπε πάση θυσία να βρω κάποιον τρόπο
να αναβάλω αυτή τη δίκη. Πώς όμως; Τι θα
μπορούσα να σκαρφιστώ χωρίς να καταλάβουν
οι σύντροφοί μου το ψέμα, χωρίς να θέσω
σε κίνδυνο τη ζωή μου; Ήμουν σε απόγνωση.
Αυτό το κορίτσι με τα μεγάλα μαύρα μάτια
δεν έπρεπε να πεθάνει. Όχι, δεν έπρεπε,
γιατί μετά τι λόγο θα είχα εγώ για να
ζήσω; Το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς.
Μέσα σε δευτερόλεπτά έκανα το πιο
παράτολμο και απερίσκεπτο πράγμα της
ζωής μου, εύκολα θα μπορούσε να λήξει
με μια λεπίδα στο λαιμό μου, αλλά ευτυχώς
ο Θεός, που τότε τον λοιδορούσα, με
βοήθησε. Πήρα μια από τις χειροβομβίδες
που είχαμε για ώρα ανάγκης και την
απασφάλισα. Την πέταξα μακριά, στόχευσα
δίπλα ακριβώς από το σημείο που είχαμε
κατασκηνώσει. Βρήκα το στόχο μου και
λίγα δευτερόλεπτα μετά ο τόπος σείστηκε
από την έκρηξη. Άρχισα να φωνάζω «σύντροφοι
μας χτυπάνε!» κι επικράτησε πανικός. Οι
χωριανοί άρχισαν να τρέχουν με τρόμο
προς τα σπίτια τους να σωθούν και να
προστατεύσουν το βιος τους, οι δε
σύντροφοι έτρεξαν προς τις σκηνές να
δουν από πού μας χτυπάνε και αν είχαμε
θύματα. Μέσα στην αναμπουμπούλα, βρήκα
ευκαιρία, άρπαξα την Κατίνα, την έριξα
σαν τσουβάλι στον ώμο μου κι άρχισα να
τρέχω προς το δάσος, να χαθώ μέσα στα
πυκνά δέντρα. Περιέργως, δεν πρόβαλε
καμιά αντίσταση. Δεν ξέρω πόση ώρα
τρέχαμε. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Ήταν
αδύνατο, ο εγκέφαλος μου δεν έδινε
εντολή, έτρεχα κι έτρεχα μέχρι που
νύχτωσε, μέχρι που δεν ακουγόταν κανένας
γνώριμος ήχος και ο μόνος θόρυβος κοντά
μας ήταν αυτός που κάνουν τα πουλιά και
το θρόισμα των φύλλων στον άνεμο. Όταν
σταμάτησα δεν είχα ανάσα. Ακούμπησα την
Κατίνα απαλά δίπλα μου, της έλυσα τα
δεσμά, κι έπειτα σωριάστηκα στο υγρό
χώμα, σχεδόν λιπόθυμος. Εκείνη ακούμπησε
το χέρι της ελαφρά στο μέτωπό μου και
μου ψιθύρισε «έχεις πυρετό». Θεέ μου τι
αγγελική φωνή! Ψηλάφισε μέσα στη χλαίνη
μου και βρήκε το φλασκί με το νερό. Το
έβαλε στα χείλη μου κι έσταξε λίγες
σταγόνες. Έμεινε εκεί δίπλα μου όλη τη
νύχτα και κάθε λίγο μου έβρεχε τα χείλη,
για να μην αφυδατωθώ. Εγώ έσφιξα το χέρι
της στο δικό μου κι αφέθηκα σε έναν ύπνο
βαθύ, δίχως όνειρα, πιστεύοντας πως ήταν
η τελευταία φορά που την έβλεπα, πως το
πρωί θα είχε χαθεί από κοντά μου. Έκανα
λάθος. Με το πρώτο φως του ήλιου να
χαϊδεύει το δέρμα μου, άνοιξα τα μάτια
και την είδα για άλλη μια φορά να μου
χαμογελάει. Με ρώτησε αν ήμουν καλύτερα,
εγώ είχα τέτοια ευτυχία, που είχα βγάλει
φτερά στα πόδια. «Με λένε Κατίνα», μου
είπε. «Στέλλιος» αποκρίθηκα. «Γιατί τα
έκανες όλα αυτά Στέλλιο;» με ρώτησε
ευθέως. Ειλικρινά δεν ήξερα τι να της
απαντήσω και να μη με πάρει για τρελό.
Πώς εξηγείς σε κάποια ότι σε έδεσε με
ένα της βλέμμα, τόσο άρρηκτα που θα
έδινες και τη ζωή σου για εκείνη; Αποφάσισα
ότι η αλήθεια ήταν η μόνη επιλογή μου.
«Κατίνα, ξέρω πως αυτό που θα σου πω θα
σου φανεί παράλογο, γελοίο ίσως, μα από
τη στιγμή που τα μάτια μου συνάντησαν
τα δικά σου, ο κόσμος μου όλος έγινε ένα
σου χαμόγελο. Δεν μπορούσα να σε αφήσω
να κινδυνεύσεις, να πεθάνεις, θα πέθαινε
κι η ψυχή μου μαζί σου. Αν το θέλεις σε
παίρνω και φεύγουμε αυτή τη στιγμή, πάμε
όσο πιο μακριά γίνεται, να χτίσουμε από
την αρχή τη ζωή μας μαζί. Νέοι είμαστε,
γεροί, θα παλέψω για σένα, θα δουλέψω
και τίποτα δεν θα σου λείψει. Στο ορκίζομαι
, όσα σου λέω είναι αλήθεια, όσο τρελό
κι αν σου ακούγεται, εγώ σ’ αγάπησα με
το που σε είδα. Αν δεν με θες, πες το μου
και γυρνάμε αμέσως πίσω. Δεν με νοιάζει
ούτε το μίσος των συντρόφων μου ούτε τι
θα απογίνω, αν μου αρνηθείς την αγάπη
σου είμαι χαμένος». Με κοίταξε πολύ
έντονα, σκέφτηκε για λίγο. «Εντάξει»
μου είπε. «Εντάξει, θα έρθω μαζί σου».
Τίναξα με έκπληξη το κεφάλι μου. Δεν το
περίμενα, ήμουν έτοιμος να ακούσω την
ετυμηγορία από τα χείλη της να μου κλέβει
την ανάσα. «Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησα.
«Κατίνα, πριν φύγουμε πρέπει να ξέρεις
ότι δεν θα είναι εύκολο. Το κόμμα έχει
πολύ αυστηρούς κανόνες, αυτό που έκανα
δεν μένει ατιμώρητο, πληρώνεται με
αποπομπή, με εξορία ή και με θάνατο
ακόμα, πρόδωσα τους συντρόφους μου, ως
τώρα σίγουρα θα έχουν καταλάβει τι έχει
γίνει. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω,
πρέπει να πάμε κάπου που δεν θα μπορούν
να μας βρουν, να μείνουμε για χρόνια,
ίσως να μην επιστρέψουμε ποτέ,
καταλαβαίνεις; Ποτέ.» «Καταλαβαίνω»
αποκρίθηκε με τη μεγαλύτερη φυσικότητα
του κόσμου. Εξακολουθούσα να μην πιστεύω
στα αφτιά μου. Ένιωσα τον πόθο και την
αγάπη μου να φουντώνουν, μα υπήρχε κάτι
ακόμα που ήθελα να της πω, πριν τολμήσω
να την σφίξω στην αγκαλιά μου. Δεν ξέρω
γιατί, αλλά ένιωθα την ανάγκη μαζί της
να είμαι απόλυτα καθαρός, σαν το γάργαρο
νερό. «Θέλω να σου μιλήσω για μένα. Πριν
ξεκινήσεις για αυτό το ταξίδι μαζί μου
πρέπει να ξέρεις ποιος είμαι. Από 16
χρονών στο αντάρτικο, έχω κάνει πράγματα
που πολλοί θα τα ζήλευαν, αλλά και πράξεις
για τις οποίες ντρέπομαι. Παράξενο,
μέχρι χτες δεν ντρεπόμουν, μου φαίνονταν
όλα αναγκαία για το κοινό καλό, τον
απώτερο στόχο. Από την ώρα που εμφανίστηκες
εσύ, νιώθω γυμνός, νιώθω ντροπή για όσα
σπίτια έκλεισα, για όσους ανθρώπους
χάλασα, για κάθε δάκρυ που χύθηκε εξαιτίας
μου. Δεν είμαι άγιος Κατίνα, κάθε άλλο,
είμαι για την ηλικία μου βαριά αμαρτωλός.
Θέλεις ακόμα να έρθεις μαζί μου;» Το
χαμόγελό της ζέστανε την παγωμένη καρδιά
μου. «Στέλιο, δεν τα ήξερα αυτά που μου
είπες μόλις, αλλά τα φανταζόμουν. Είχα
ακούσει πολλές ιστορίες για τους
καπεταναίους και τους συντρόφους και
τα λαϊκά δικαστήρια. Όμως εσύ έχεις το
πιο καθάριο βλέμμα που έχω αντικρίσει
ποτέ. Δεν ξέρω ποια δύναμη κυρίευσε την
ψυχή σου, όμως είμαι σίγουρη πως βαθιά
μέσα σου, δεν ήσουν εσύ που τα έκανες
όλα αυτά. Μερικές κακές πράξεις, δεν σε
κάνουν κακό άνθρωπο. Θα έρθω, στο είπα
ήδη, το έχω αποφασίσει». «Σ΄ευχαριστώ!»
της είπα συγκινημένος και την έσφιξα
πάνω στο στήθος μου. Ποτέ κανείς δεν μου
είχε μιλήσει με τόση κατανόηση, τόση
στοργή, ποτέ κανείς δεν είχε κάνει καν
τον κόπο να κοιτάξει μέσα μου. Κι ήρθε
αυτό το κορίτσι και μέσα σε λίγες μόλις
ώρες, με διάβασε σαν ανοικτό βιβλίο.
«Πάμε;» τη ρώτησα. «Όχι βέβαια!», αποκρίθηκε
έντονα. Την κοίταξα όλο απορία. «Δεν
μπορούμε να φύγουμε έτσι Στέλλιο. Θα
έρθω μαζί σου, ναι, αλλά πρώτα πρέπει να
βεβαιωθώ ότι η οικογένειά μου είναι
καλά, να τους αποχαιρετίσω». «Κατίνα,
μάλλον δεν κατάλαβες. Μέχρι τώρα σίγουρα
θα έχουν αντιληφθεί την μπλόφα. Το λαϊκό
δικαστήριο θα γίνει κανονικά, τίποτα
δεν τελείωσε, απλά κέρδισα λίγο χρόνο…
για σένα». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα
και ξαφνικά δυο βρύσες δάκρυα άρχισαν
να τρέχουν. Έπεσε στα πόδια μου και με
εκλιπαρούσε «Κάνε κάτι Στέλιο! Πρέπει
να τους σώσουμε! Η μάνα, ο πατέρας… ω
Θεέ μου, ο αδερφός μου! Είναι μόλις 5
χρονών! Κάνε κάτι σε παρακαλώ..» Δεν
άντεχα να τη βλέπω να διαλύεται μπροστά
στα μάτια μου, δεν μπόρεσα να της αρνηθώ.
Ήξερα μέσα μου πως το να πάω πίσω ήταν
άκρως επικίνδυνο και κατά πάσα πιθανότητα
μάταιο, αλλά ήταν αδύνατον να πω όχι. Με
πολύ κόπο την έπεισα να μείνει εκεί και
να με περιμένει. Στην αρχή ήταν ανένδοτη,
αλλά της εξήγησα πως αν ερχόταν μαζί
μου, θα είχα περισσότερο το νου μου σε
κείνη και θα ήταν πιο δύσκολο να σκεφτώ
και να αντιδράσω κι έτσι παραιτήθηκε.
Έφυγα, αφήνοντας ένα απαλό φιλί στα
χείλη της. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν,
ο φόβος με είχε κυριεύσει, φόβος για την
Κατίνα που ήταν μόνη της στο δάσος-
άσχετα αν με διαβεβαίωνε ότι εκεί είχε
μεγαλώσει και το ήξερε σαν την παλάμη
του χεριού της, φόβος για το τι θα
αντιμετώπιζα εκεί, φόβος ότι θα με
ανακάλυπταν και θα με κρατούσαν, φόβος
για τη ζωή μου, μα πιο πολύ φόβος μήπως
δεν την ξαναέβλεπα ποτέ. Αυτή η σκέψη
έστειλε ανατριχίλα στην σπονδυλική μου
στήλη. Όταν έφτασα στο χωριό είχε σχεδόν
νυχτώσει, το σούρουπο μου προσέφερε την
τόσο αναγκαία κάλυψη, για να διερευνήσω
το χώρο. Πλησίασα την κεντρική πλατεία.
Το αίμα μου πάγωσε. Στα κλαδιά του γέρικου
πλάτανου κρέμονταν δύο ανθρώπινα σώματα,
ένα αντρικό και ένα γυναικείο, οι γονείς
της Κατίνας. Κοντοστάθηκα ένα λεπτό,
χαμήλωσα το κεφάλι μου και για πρώτη
φορά εδώ και χρόνια ένιωσα την ανάγκη
να προσευχηθώ. Έκανα το σταυρό μου και
ξεκίνησα να φύγω. Καθώς προχωρούσα μέσα
στους θάμνους, ένας αργόσυρτος ανεπαίσθητος
σχεδόν θόρυβος μου τράβηξε την προσοχή.
Οι αισθήσεις μου οξύνθηκαν καθώς πίστεψα
ότι με είχαν αντιληφθεί κι έρχονταν να
με πάρουν. Σταμάτησα να αναπνέω για
μερικά δευτερόλεπτα. Ο θόρυβος πλησίαζε,
αλλά δεν έμοιαζε πια απειλητικός,
περισσότερο σαν νιαούρισμα ακουγόταν.
Αποφάσισα να δω τι ήταν, προχώρησα με
όσο θάρρος μου είχε απομείνει κι έφτασα
στην πηγή του παράξενου αυτού ήχου.
Ανάμεσα στα κλαδιά ενός θάμνου, ανακάλυψα
ένα μικρό αγόρι, διπλωμένο σαν κουβάρι,
να κλαίει σιγανά. Αναγνώρισα αμέσως το
παιδάκι που είχα δει την προηγούμενη
μέρα να σέρνεται στις φούστες της
Κατίνας. Μόλις κατάλαβε την παρουσία
μου, σηκώθηκε τρομαγμένο κι ήταν έτοιμο
να ουρλιάξει όταν του έκλεισα με το χέρι
το στόμα. «Σσσσσς… Μη φοβάσαι… Με
στέλνει η Κατίνα», του είπα. Με κοίταξε
με δυσπιστία. «Κοίτα, εγώ θα σου αφήσω
το στόμα, αν υποσχεθείς να μη φωνάξεις».
Έγνεψε καταφατικά και χαλάρωσα το
κράτημά μου. «Είμαι ο Στέλλιος, φίλος
της αδερφής σου. Μη φοβάσαι, είναι καλά
και με έστειλε να σε πάρω. Πάμε να τη
βρούμε. Γρήγορα, πριν μας πάρουν χαμπάρι.
Εσένα πώς σε λένε;» «Ανέστη» μου απάντησε.
«Λοιπόν, Ανέστη, τώρα θα πρέπει να κάνουμε
ησυχία και να τρέξουμε, εντάξει;» είπα
και χωρίς να περιμένω λεπτό ακόμα, τον
τράβηξα από το χέρι κι αρχίσαμε να
προχωράμε μέσα στο δάσος. Το σκοτάδι
είχε πια πυκνώσει αρκετά. Είχαμε
προχωρήσει κάμποσα μέτρα, πίστευα ότι
είχαμε διαφύγει τον κίνδυνο, όταν άκουσα
πίσω μας το χαρακτηριστικό ήχο της
κάννης που οπλίζει και μια πολύ γνώριμη
φωνή να ουρλιάζει «Ακίνητοι!» Σταματήσαμε
φυσικά αμέσως. Γυρίσαμε προς το μέρος
από όπου ακουγόταν η φωνή και το φως
ενός φανού έπεσε στα πρόσωπά μας. Απέναντί
μου και με το όπλο στραμμένο πάνω μου,
ο Φάνης, φίλος αδερφικός, που μαζί
μεγαλώσαμε στο νησί και μαζί αποφασίσαμε
να καταταγούμε στον ΕΔΕ. Το βλέμμα του
δεν είχε στάλα από την αδερφική αγάπη
που είχαμε μοιραστεί, απέχθεια μαρτυρούσε,
ίσως και μίσος. Δεν μπορούσα να τον
κατηγορήσω για αυτό, στα μάτια του ήμουν
ένας ελεεινός προδότης των ιδεών και
των ιδανικών μας. Έκανα να απλώσω το
χέρι μου προς εκείνον αλλά με σταμάτησε.
«Ούτε βήμα μην τολμήσεις να κάνεις». Η
φωνή του είχε κάτι το απόκοσμο. «Φάνη,
εγώ…» ψέλλισα, όταν ένιωσα τη γροθιά
του να με χτυπάει στο στομάχι. «Πώς
μπόρεσες; Πώς τόλμησες ρε αλήτη; Γιατί;»
φώναζε έξαλλος καθώς η γροθιά του με
έβρισκε ξανά στα πλευρά αυτή τη φορά.
Δεν είπα τίποτα, έσκυψα το κεφάλι και
δέχτηκα απανωτά τα χτυπήματα, μέχρι ο
θυμός του να ξεσπάσει. Λίγα λεπτά μετά,
στεκόταν πάλι απέναντι μου, με το όπλο
στραμμένο ξανά προς το μέρος μας. Το
ύφος μου παρακλητικό, έκανε επίκληση
σε κάθε ίχνος ανθρωπιάς που είχε μέσα
του, σε κάθε ικμάδα που είχε μείνει από
την αλλοτινή φιλία μας. Άκουσα την κάννη
να οπλίζει και πάλι. Έσφιξα τα μάτια και
περίμενα να δεχτώ τη βολή. Άκουσα την
πιστολιά, μα δεν αισθάνθηκα τίποτα.
Θυμάμαι να αναρωτιέμαι αν ο θάνατος
ήταν τόσο απλός και ανώδυνος. Μετά τον
άκουσα. «Πάρε δρόμο, εξαφανίσου, χάσου
από τα μάτια μου και μη σε ξαναδώ ποτέ!»
Έσκυψα και του φίλησα τα χέρια. «Ευχαριστώ»
ψιθύρισα και πήρα τον Ανέστη από το
χέρι, που με κοιτούσε αποσβολωμένος.
Έκανα να φύγω. «Μια στιγμή», με σταμάτησε
ο Φάνης. Εσύ μπορείς να φύγεις, το αγόρι
όχι. «Μα Φάνη..» τον παρακάλεσα. «Ακούς
ή θες να αλλάξω γνώμη; Κι αυτή τη φορά
δεν θα ρίξω στον αέρα!» με προειδοποίησε.
«Το αγόρι θα μείνει!» Δεν ήξερα τι να
κάνω, τα μάτια του Ανέστη με κοιτούσαν
ικετευτικά από τη μια και το όπλο του
Φάνη απειλητικά από την άλλη. Ήξερα πως
αν τολμούσα την παραμικρή κίνηση ήμουν
χαμένος. Όμως εγώ έπρεπε να τρέξω, να
γυρίσω στην Κατίνα μου. Χαμήλωσα τα
μάτια και ψιθύρισα «λυπάμαι» καθώς
άφηνα το χεράκι του αγοριού και τον
παρέδιδα στο Φάνη. «Τι θα απογίνει;» τον
ρώτησα. «Μη σε νοιάζει και δεν θα τον
σκοτώσουμε, αν αυτό φοβάσαι. Ιδεαλιστές
είμαστε, όχι δολοφόνοι!» μου είπε ειρωνικά
και συνέχισε «θα τον πάρουμε μαζί μας
και θα τον μυήσουμε στο στόχο μας για
ένα καλύτερο κόσμο, ένα πιο δίκαιο αύριο,
που προδότες σαν και του λόγου σου δεν
θα έχουν θέση!» Κάθε του λέξη ήταν και
μια μαχαιριά μέσα μου. «Και τώρα δίνε
του!» μου πέταξε ψυχρά, γύρισε την πλάτη
του κι άρχισε να απομακρύνεται. Ο Ανέστης
με κοίταζε μέχρι που δεν φαινόμουν πια.
Αυτά τα ματάκια του τα γεμάτα φόβο και
απογοήτευση ακόμα τα θυμάμαι σαν να τα
βλέπω αυτή τη στιγμή ολοζώντανα μπροστά
μου. Πήρα βαθιά ανάσα και ξεκίνησα. Σ’
όλο το δρόμο σκεφτόμουν τι θα έλεγα στην
Κατίνα. Δεν ήθελα να αρχίσουμε με ψέματα
τη ζωή μας, αλλά αν της έλεγα πως είχα
τον αδερφό της στα χέρια μου και δεν
πάλεψα μέχρι θανάτου να τον γλιτώσω,
σίγουρα θα με μισούσε, θα με έφτυνε
κατάμουτρα κι αυτό όχι, δεν θα το άντεχα.
Δεν έπρεπε να τη μάθει αυτή την ιστορία
η Κατίνα, θα έμενε πάντα φυλαγμένη μέσα
μου μέχρι την τελευταία μου μέρα στον
κόσμο...
Διάβασα με μια ανάσα την καλογραμμένη ιστορία σου... και περιμένω τώρα τη συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά, καλό Σ/Κ!
Ελλη μου, ΤΙΣ συνεχειες, γιατι ειναι λιγο μεγαλουτσικη και θα βγει 6-7 μερη σιγουρα! Ευχαριστω πολυ! Καλο βραδυ!
ΔιαγραφήΕξαιρετικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘέλω να πιστεύω ότι θα πει της πει όλη την αλήθεια. Και αυτή θα καταλάβει. Είναι σίγουρο.
Ανυπομονώ για το 2ο μέρος.
Ελπιζω να μην απογοητευτηκες... Παντως, θα επανορθωσει εν καιρω... stay tuned εχουμε δρομο ακομα! Ευχαριστω!
ΔιαγραφήΩ, με μια ανάσα τη διάβασα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική ιστορία και ανυπομονώ για τη συνέχεια!
Καλό βράδυ!
Ελπιζω Μαρακι να κρατησω αμεωτο το ενδιαφερον σας μεχρι το τελος, εχουμε μπολικο ακομα! Φιλια!
ΔιαγραφήΤι να πω !!! Ενιωσα τόσα συναισθήματα ///!! Περιμένω την συνέχεια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια πολλά
Χαιρομαι Νικολ μου που σου αρεσε! Ελπιζω να σου αρεσει ολοκληρο!
ΔιαγραφήΣυγκλονιστική αφήγηση που κόβει την ανάσα. Ίσως και να υπάρχουν αληθινές ιστορίες αντίστοιχες με τη δική σου Χριστίνα. Μεγάλο το δίλημμα και περιμένω με ενδιαφέρον τη συνέχεια που θα της δώσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ξερω, υπαρχουν ιστοριες που ο νους δεν τις βαζει!! Ευχαριστω πολυ Μαριω, θα τα λεμε ελπιζω ως το τελος!
ΔιαγραφήΠεταλου(λου)δένια μου σε διάβασα, περιμένοντας κι εγώ τη συνέχεια. Θα σου πρότεινα μόνο κάποια διαστήματα ανάμεσα στις προτάσεις, γιατί το κείμενο είναι πολύ μεγάλο και δυσκολεύει την ανάγνωση όταν δεν υπάρχουν παράγραφοι. Καλημερούδια και καλή Κυριακή! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, το παρατηρησα κι γω τωρα. Η επομενη αναρτηση εχει παραγραφους, επισης θα βαζω λιγοτερο κειμενο κι ας βγουν περισσοτερες συνεχειες, γιατι ειναι μεγαλο το αποσπασμα αυτο...
ΔιαγραφήΦιλια Πετρα μου!
Καλώς σε βρίσκω!
ΑπάντησηΔιαγραφήτο πως σε βρίσκω, θα το μάθεις προσεχώς!Αλλά χαίρομαι που ο δρόμος μου με έφερε εδώ!
συγκλονιστικό το πρώτο κείμενό σου που διαβάζω.Φιλιά!
Καλωσορισες! Ελπιζω να τα λεμε και να σου αρεσει και η συνεχεια! Φιλια!
ΔιαγραφήΞεκίνησα την ιστορία Χριστίνα μου κι ένα έχω να πω: Συγκλονιστικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντύπωση μου έκανε και η γραφή σου. Λες και το γράφει κάποιος που τα έχει ζήσει τα γεγονότα!
Δεν έχω λόγια! ♥
Αριστακι μου, παντα με το καλο το λογο! Σε φιλω και σε ευχαριστω πολυ πολυ!
Διαγραφή