(Σημείωση: Ειπα να κανω ενα διαλλειμα απο την ιστορια "ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ" και να ανεβασω κατι εντελως διαφορετικο σε υφος και θεματολογια. Θα επιστρεψω με τη συνεχεια, εννοειται...
Ελπιζω να το απολαυσετε!)
ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ
Ένα τηλεφώνημα μέσα στη νύχτα σχεδόν ποτέ δεν είναι για καλό. Ήταν κι
αυτό το αναθεματισμένο όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ… χυμένο γάλα.
Από παιδί ακόμα για εκείνη σήμαινε αρρώστια. Ή ακόμα χειρότερα θανατικό. Όλη
μέρα κυκλοφορούσε σαν το φάντασμα, ελάχιστα κατάφερε να δουλέψει, για φαγητό
ούτε λόγος, ένας κόμπος είχε σφηνωθεί στο στομάχι της και την έπνιγε, σίγουρα
κάτι άσχημο την πλησίαζε. Μια κοιτούσε το ρολόι και μια το κινητό. Η Μαρία, η
πιο κοντινή και έμπιστη φίλη της, ποτέ δεν θα ενοχλούσε στις 3 τα ξημερώματα
χωρίς σοβαρό λόγο κι έτρεμε το τι θα άκουγε. Ανέπνευσε βαθιά για να πάρει
θάρρος και απάντησε.
-Μαρία τι συμβαίνει;
-Μιράντα… δεν ξέρω πώς να στο πω… ο Μάρκος… πέθανε… ανακοπή..
Ένα αφόρητο βουητό απλώθηκε στα αυτιά της, ζαλίστηκε, αδύνατον να
αρθρώσει λέξη.
-Μιράντα μου, η κηδεία είναι το πρωί στις 11. Σε πήρα γιατί σκέφτηκα
πως θα θέλεις να πας.
-Όχι, απάντησε ξερά.
-Δεν θέλεις να τον αποχαιρετίσεις;
-Όχι έτσι… Μαρία θα σε κλείσω τώρα εντάξει;
-Καταλαβαίνω…
Κάρφωσε το βλέμμα της στο κενό. Αυτό ήταν λοιπόν. Η καρδιά του
αποφάσισε να μην ξαναχτυπήσει και τέρμα. Ναι, θα τον αποχαιρετούσε… αλλά με το
δικό της τρόπο. Άνοιξε την ντουλάπα της κι έβγαλε από το βάθος, κρυμμένο πίσω
από πολλά μικρά και μεγάλα κουτιά, ένα ξύλινο σεντούκι. Έσυρε τα βήματά της στο
σαλόνι, μηχανικά σχεδόν έβαλε ένα ποτό κι άναψε τσιγάρο. Το άνοιξε κι έβγαλε
από μέσα ένα μάτσο σκισμένες σελίδες, χαρτάκια μικρά με μια μόνο φράση επάνω:
«ποτέ ξανά». Χάθηκε ξαφνικά μέσα στο χρόνο. Δεκαεφτά χρόνια πίσω, είδε τον
εαυτό της πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο, είδε κι εκείνον, να μπαίνει στο
αμφιθέατρο και να φωτίζει ο κόσμος της. Είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της, κρεμόταν
από τα χείλη του, η καρδιά της έχανε ένα χτύπο κάθε φορά που την κοιτούσε και
τα μάγουλά της βάφονταν κόκκινα. Όποτε του παρέδιδε μια εργασία φρόντιζε να
αγγίξει με τα ακροδάχτυλα της τα δικά του κι η ανατριχίλα την έκανε να νιώθει
πως βάδιζε σε κινούμενη άμμο. Εκείνο το πρωί τα μάτια του ταξίδευαν πάνω της σε
όλο το μάθημα. Όταν ανακάλυψε το σημείωμά του μέσα στη διορθωμένη εργασία που
της επέστρεψε, η αναπνοή της σταμάτησε. «Σε περιμένω απόψε, στις 9, στην
παραλία. Μάρκος». Η ψυχή της πέταξε μακριά, οι ώρες έμοιαζαν ατέλειωτες, ήταν
ήδη εκεί.
Τον είδε να την περιμένει μέσα στο αυτοκίνητο, ο αέρας ανακάτευε τα
μαύρα του μαλλιά, γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της κι ήταν ο ίδιος ο
Έρωτας που την κοιτούσε με μάτια που γυάλιζαν. Τα δάχτυλά του άγγιξαν το
πρόσωπό της, το γκρίζο βλέμμα του χάθηκε στο δικό της γαλάζιο κι όταν τα χείλη
τους ενώθηκαν μια θάλασσα συναισθημάτων την τύλιξε, ήταν αργά, πολύ αργά να
κάνει πίσω, ήταν δική του… ολότελα. Κάθε της κύτταρο το φώναζε, καθώς τα χέρια
του κατακτούσαν κάθε γωνιά του κορμιού της, ανάμεσα σε λόγια ερωτικά και
ψίθυρους, αγγίγματα και φιλιά στα πιο απόκρυφα κέντρα του πόθου της, όλο της το
είναι του παραδόθηκε, ώσπου ξέσπασε μέσα της και μια απαλή ζεστασιά τη γέμισε. Οι
αναπνοές τους συντονίστηκαν κι έμειναν εκεί αγκαλιασμένοι, άφωνοι, άπνοοι σχεδόν.
Σκόρπιζε φιλιά στα μαλλιά της, ώσπου το είδε… μια μικρή τόση δα κηλίδα αίμα
πάνω στην κοιλιά του.
Τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Πέρασε νευρικά τα χέρια
του μέσα από τα μαλλιά του. Την κοιτούσε έκπληκτος.
-Ήσουν… θέλω να πω… ήμουν ο πρώτος που…
-Ναι. Ο πρώτος, του χαμογέλασε.
Έκρυψε το πρόσωπό του στα γόνατά του.
-Γαμώτο! Αυτό δεν το είχα φανταστεί, δεν έπρεπε να συμβεί! Θεέ μου, τι
έκανα!!
-Γιατί κάνεις έτσι; Νομίζεις πως δεν το ήθελα; Έλα εδώ χαζέ, έκανε να
τον αγκαλιάσει.
-Δεν καταλαβαίνεις, της είπε με το κεφάλι πάντα σκυμμένο. Είμαι
παντρεμένος.
Το σοκ τη χτύπησε σαν δυνατό χαστούκι.
-Μιράντα, μίλησέ μου, σε παρακαλώ, πες κάτι, βρίσε με…
-Δεν υπάρχει λόγος. Δεν μου χρωστάς εξηγήσεις, το θέλαμε κι οι δυο και
έγινε, δεν το μετανιώνω.
-Αλήθεια λες; Η καρδιά του φτερούγισε σαν
χελιδόνι. Της χαμογέλασε ζεστά, μ’ εκείνο το υπέροχο χαμόγελο που τη μαγνήτιζε…
Εγώ… είμαι ερωτευμένος μαζί σου, αν ήθελες, θα μπορούσαμε…
-Ποτέ ξανά! του φώναξε. Συμμαζεύτηκε κάπως, άγγιξε με τα δάχτυλα της τα
χείλη της και τα ακούμπησε μετά στα δικά του. Ποτέ ξανά, επανέλαβε σιγά, σχεδόν
ψιθυριστά και βγήκε από το αυτοκίνητο. Τον ένιωσε να την κοιτάζει καθώς
ξεμάκραινε μα δε γύρισε ούτε μια φορά το κεφάλι της.
Άπειρες φορές από τότε προσπάθησε να την πλησιάσει, να της εξηγήσει,
άπειρα μικρά ραβασάκια έφταναν στα χέρια της, πάντα τα ίδια λόγια «θέλω να σε
δω, σε παρακαλώ, για λίγο μόνο», πάντα η ίδια απάντηση «ποτέ ξανά».
Το εξάμηνο τέλειωσε, πέρασαν τα χρόνια, η ζωή κύλησε, ώσπου λίγο
αργότερα, η μοίρα τους έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα κι έφερε το Μάρκο στην
ίδια γειτονιά, μερικά μόλις σπίτια μακριά από εκείνη. Κάθε φορά που τη
συναντούσε έψαχνε μια χαραμάδα ανοικτή, μια ευκαιρία να της πει όσα δεν τόλμησε
τότε. Μια μέρα βρήκε το κουράγιο, την πλησίασε. Στα 47 του ήταν ακόμα πολύ
γοητευτικός, στα 27 της εκθαμβωτική, σταμάτησε μπροστά της, χαμογέλασε κι άφησε
τα μάτια του να της τα πουν όλα, για τον έρωτά του, τις ενοχές, την απόγνωση,
τη ζωή που πέρασε με τη σκέψη της. Ο έρωτας της ζωής της ήταν εκεί μπροστά της,
άπλωσε τα χέρια της, τον άγγιξε απαλά…
-Ξέρω, του είπε…
-Μιράντα, αγάπη μου…
-Ποτέ ξανά.
Χάθηκε από τα μάτια της και δεν την ενόχλησε ποτέ ξανά. Την επόμενη
μέρα βρήκε στην πόρτα της όλα τα «ποτέ ξανά» που του είχε γράψει. Τα έβαλε μέσα
στο σεντούκι που φύλαγε τα ραβασάκια του. Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα με το
ραντεβού στην παραλία, κάποιος άφηνε ένα λευκό τριαντάφυλλο στο χώμα της αυλής
της, χωρίς σημείωμα, χωρίς όνομα, όμως ήξερε πως ήταν εκείνος.
Ο ήχος από το ξυπνητήρι έσπασε την ησυχία βγάζοντας την από τις
αναμνήσεις. Έβαλε τα χαρτιά και τα τριαντάφυλλα πίσω στο κουτί και το έκρυψε.
Σκούπισε το μοναδικό δάκρυ που έχυσε ποτέ για το Μάρκο. Ήταν πια ελεύθερη.
Μπήκε στο δωμάτιο των παιδιών της, τα φίλησε τρυφερά στα μαλλιά.
-Ξυπνήστε. Μια καινούργια μέρα ξεκινάει.
"Ποτέ ξανά"... τελεσίδικο και απόλυτο. Πόσοι και πόσες, άραγε, το τολμούν... και αν ναι, δεν το μετανιώνουν...;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία να σε γνωρίσω!
Σε φιλώ!
✽~✽~✽
@ιωαννα
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαιρομαι παρα πολυ που περασες απο εδω και γνωριστηκαμε! Θα χαρω να τα λεμε!
Ποτέ ξανά, πολύ το έχουνε πει ναι αλλά ποιος το κράτησε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ νομίζω το κάνω όταν λέω ποτέ το κάνω. Όταν παίρνεις απόφαση πρέπει να την κρατάς αλλιώς μην το λες κοροϊδεύεις τον εαυτό σου.
Πολύ καλή ιστορία, καλό το διάλειμμα διάλειμμα.
Υ.Γ. : Ναι στείλε μου ότι μπορείς να διαβάσω, διαβάζω τα πάντα.
Σε ευχαριστώ.
@ΠΟΝΤΙΚΙ
ΔιαγραφήΕγω δεν εχω βρεθει σε τετοια θεση, αλλα δεν νομιζω οτι θα το εκανα τοσο αποφασιστικα, οταν προκειται για ανθρωπους δυσκολα διαγραφω, δινω πολλες ευκαιριες. Βεβαια, η Μιραντα δεν τον διεγραψε, ουτε τον μισησε, απλα θωρακισε τον εαυτο της απο το να ξαναπληγωθει. Αλλα και αυτο δυναμη θελει. Που εγω ισως να μην ειχα, ισως και να μην ηθελα να εχω... τα λαθη αξιζουν κι αυτα να τα αγαπαμε!
Καλημέρα! Η αλήθεια είναι ότι προτιμώ το μυστήριο! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπανερχομαι... με εκπληξεις!
ΔιαγραφήΑντε ντε περιμένουμε.... εδώ με υπομονή και αγάπη.. φιλιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιμαι σιγουρη πως αυτο δεν το περιμενεις!...
Διαγραφήπολυ ωραια και αυτη η ιστορια!!αν και με εκνευρισε αυτος ο Μαρκος...χαχα φιλακια
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα εισαι καλα Αλεξανδρα μου!
ΔιαγραφήΑρχίζω σήμερα να διαβάζω τις ιστορίες σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς σε βρήκα!
(με μια πρώτη ματιά, οτρόπος γραφής σου μου κίνησε το ενδιαφέρον)
:) ♥
@eva
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλωσορισες ΕΥΑ! Χαιρομαι πολυ που το βρηκες ενδιαφερον και θα χαρω για οποιδηποτε σχολιο η παραινεση και για τα υπολοιπα.
Φιλια!