Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 7ο



Τη θάψαμε κάτω από μια αμυγδαλιά, στον κήπο του σπιτιού μας στο χωριό. Μαζί της θάψαμε και την καρδιά μου, τη μέρα εκείνη έπαψα να ζω, νέκρωσα από αισθήματα. Το παιδί δεν το πλησίαζα καν. Ήξερα κατά βάθος πως δεν έφταιγε, πως ήταν ένα άτυχο πλάσμα που ορφάνεψε από μάνα τόσο μικρό, πως με είχε ανάγκη… μα δεν μπορούσα καταλαβαίνεις; Για μένα, αυτό το κοριτσάκι είχε κλέψει από κοντά μου τη μοναδική μου αγάπη, το λόγο της ύπαρξής μου. Δεν μπορούσα ούτε να την κοιτάξω χωρίς να σκεφτώ πως αν δεν ήταν εκείνη η Κατίνα μου θα ζούσε ακόμα. Και το άτιμο, μου τη θύμιζε τόσο πολύ! Ίδια η μάνα της ήταν, από μένα είχε πάρει μόνο τα γαλάζια μου μάτια, τα μαλλιά, τα χείλη, οι εκφράσεις, τα ζυγωματικά, το λευκό δέρμα, όλα μου θύμιζαν εκείνη. Δεν άντεξα… θα ‘ταν δεν θα ‘ταν έξι μηνών όταν έπιασα τον Ανέστη και του ανακοίνωσα πως εγώ δεν μπορούσα να τη βλέπω πια να μεγαλώνει. Αν ήθελε εκείνος με τη γυναίκα του να την υιοθετήσουν καλώς, αλλιώς θα την έδινα σε κάποια άλλη οικογένεια. 

-Τι έκανες κυρ- Στέλλιο; Πώς το ‘κανες αυτό; Παιδί σου ήταν!... μου ξέφυγε χωρίς να το σκεφτώ…

-Το ξέρω. Έχω πικρά μετανιώσει αγόρι μου, αλλά είναι αργά… 

Ευτυχώς, ο Ανέστης είχε περισσότερο μυαλό από εμένα και συμφώνησαν με τη γυναίκα του να την κρατήσουν και να μεγαλώσει μαζί με την κόρη τους, σαν δικό τους παιδί. Εγώ τους εγκατέλειψα, δεν με χωρούσε ο τόπος, πόσο μάλλον το σπίτι. Κατέβηκα στην Αθήνα κι έπιασα δουλειά σε ένα μαγαζί με υφάσματα. Ήξερα τη δουλειά και σύντομα έγινα προϊστάμενος. Προσπαθούσα να ξεχάσω, τα βράδια γύρναγα και έπινα. Κάνα δυο φορές προσπάθησα να πνίξω τον καημό μου στην αγκαλιά κάποιας πόρνης, αλλά ήταν αδύνατο. Η μυρωδιά της Κατίνας γέμιζε το χώρο, η υφή του κορμιού της, το δέρμα της, τα φιλιά της… Τότε κατάλαβα πως είχε δίκιο, οι καρδιές μας ήταν και θα ήταν δεμένες παντοτινά. Θες πίστεψέ το, θες μην το πιστεύεις αγόρι μου, 37 χρόνια έχουν περάσει κι άλλη γυναίκα δεν έχω αγγίξει! Δεν είναι πως δεν έχω επιθυμία, απλά επιθυμώ εκείνη, μόνο εκείνη κι είναι η επιθυμία μου αυτή ώρες ώρες τόσο βασανιστική που δεν αντέχεται! 

-Με το παιδί δεν είχες ποτέ καμιά επαφή;
- Τα πρώτα δυο χρόνια ο Ανέστης μου έστελνε κάθε μήνα γράμματα με τα νέα τους και καμιά φορά φωτογραφίες της μικρής Κατίνας, πήρε το όνομα της μητέρας της. Αυτό, αν και απόλυτα λογικό, ήταν άλλη μια μαχαιριά στο στήθος μου. Κι όσο μεγάλωνε τόσο της έμοιαζε, από όσο καταλάβαινα και στο χαρακτήρα. Δεν απάντησα ποτέ, ώσπου τα γράμματα αρχίσαν να αραιώνουν και τελικά σταμάτησαν. Για αρκετό καιρό, αυτό γαλήνεψε λιγάκι την ψυχή μου. Όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια και η απώλεια της Κατίνας καταστάλαζε μέσα μου, άρχισα να αισθάνομαι διαφορετικά. Έβλεπα μικρά κοριτσάκια με τους μπαμπάδες τους και ζήλευα, έπιανα τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν είναι καλά, πώς μεγαλώνει, πώς πάει στο σχολείο, τι της αρέσει, τι φοβάται… ξέρεις, όλα αυτά που ξέρουν οι γονείς για τα παιδιά τους…

-Και πήγες να τη βρεις;

-Όχι… ποτέ…

-Γιατί; Αφού ήθελες και είχες μετανιώσει…

-Δεν ξέρω… Από ντροπή… Από ενοχές… Και από φόβο… Την είχα αφήσει μωρό παιδί, με ποιο δικαίωμα θα πήγαινα να αναστατώσω τη ζωή της; Κι αν μου είχε κακιώσει; Αν με έδιωχνε, με απέρριπτε; Θα το άντεχα αυτό; Να τη χάσω δεύτερη φορά; Έπειτα, δεν ήξερα καν αν γνώριζε για μένα, αν ο Ανέστης της είχε πει την αλήθεια ή αν την άφηνε να πιστεύει ότι είναι δική του κόρη για να μην πληγωθεί από τον άχρηστο πατέρα της… Όμως αυτό το βάρος το κουβαλάω μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια. Ξέρω πως η Κατίνα μου ποτέ δε θα μου το συγχωρούσε αν το ήξερε…

-Εγώ λέω να την ψάξεις.

-Τώρα πια, είναι πολύ αργά…

-Δικαιολογίες! Δεν είναι αργά ποτέ! Κάντο για σένα… ή κάντο για την Κατίνα σου, για την ψυχούλα της…

-Δεν ξέρω παλικάρι μου… μπορεί… δεν έχω και κουράγιο πια για πολλά… ούτε ξέρω πού ζει και με ποιον…

Όταν τελείωσε ο κυρ- Στέλλιος την αφήγηση είχε πια σχεδόν βραδιάσει. Στο μυαλό μου γύρναγαν τα λόγια του. Δεν πίστευα ότι υπήρχε στον κόσμο τόσο μεγάλη αγάπη όπως αυτή που έζησαν οι δυο τους. Κατά βάθος, ζήλεψα, ευχήθηκα να βρω κι εγώ κάτι τόσο δυνατό κι αληθινό. Μα περισσότερο μια άλλη σκέψη γύριζε στο μυαλό μου. Θυμόμουν όλες τις λεπτομέρειες, Πετρωτό Θεσσαλονίκης, Κατίνα ... πιθανώς Στεργίου, γεννηθείσα 1973… Όμως δεν ήξερα το επίθετο του Ανέστη… Τέλος πάντων, θα την έβρισκα την άκρη… Θα την έβρισκα την κόρη του πάση θυσία. Φυσικά, δεν του ανέφερα τίποτα από τα σχέδιά μου ούτε εκείνη τη μέρα ούτε και τις επόμενες Κυριακές που συναντηθήκαμε για το καφεδάκι μας. Παρόλο που έμοιαζε ξαλαφρωμένος που μοιράστηκε με κάποιον την ιστορία της ζωής του, καταλάβαινα ότι τα λόγια μου τον είχαν επηρεάσει, ότι είχε φυτευτεί μέσα του η ιδέα να βρει το παιδί του, μα δείλιαζε, έμοιαζε πελαγωμένος… 

Κι εγώ στην αρχή πελαγωμένος ένιωσα, αλλά μετά θυμήθηκα πως για καλή μου τύχη, λοχαγός μου στο στρατό ήταν κάποιος Θανάσης Οικονόμου από τη Θεσσαλονίκη. Αυτός μας έλεγε συνέχεια ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του, ένα μικρό χωριουδάκι στα 120 μέτρα υψόμετρο που το λέγαν Πετρωτό. Για αυτό το όνομα μου φάνηκε εξαρχής γνωστό. Έψαξα και τον βρήκα λοιπόν και κουβέντα στην κουβέντα, ερώτηση στην ερώτηση, ψάξιμο στο ψάξιμο, τελικά κατάφερα και έμαθα πως του Ανέστη το επίθετο ήταν Σκαφίδας κι αυτό το επίθετο είχε η κόρη του η Μαριώ. Όμως η άλλη του κόρη λεγόταν Στεργίου! Διάνα! Επομένως πιθανότατα γνώριζε την αλήθεια, αν όχι όλη την περισσότερη. Με λίγη ακόμα έρευνα έμαθα πως η Κατίνα Στεργίου ήταν πλέον Κατίνα Παπαδοπούλου, παντρεμένη με έναν δάσκαλο, έμενε ακόμα στο Πετρωτό και είχε τρία παιδιά. Ώστε ο κυρ- Στέλλιος είχε και εγγόνια! Τώρα δεν υπήρχε πια κανένας λόγος να καθυστερώ, θα του έδινα όλες τις πληροφορίες που είχα και θα τον άφηνα να διαλέξει. Εκείνη την Κυριακή, τον περίμενα πιο ανυπόμονος από ποτέ. Μόλις παραγγείλαμε τα καφεδάκια μας, άρχισε εκείνος πρώτος την κουβέντα.

-Ξέρεις αγόρι μου, τελευταία δεν αισθάνομαι και πολύ καλά. Γέρασα βλέπεις…

-Τι εννοείς; Τι έχεις;

-Τίποτα περίεργο για την ηλικία μου. Να, κάτι ζαλάδες, κάτι ατονίες… νομίζω πως σιγά σιγά τα τρώω τα ψωμιά μου…

-Σώπα καλέ! Άλλωστε, έχεις κάτι ακόμα να κάνεις, δεν μπορείς να ‘φύγεις’ τώρα…

-Τι έχω εγώ να κάνω; Με κοίταξε παραξενεμένος. Τότε έβγαλα από την τσέπη μου ένα φάκελο και τον έτεινα προς το μέρος του.

-Λοιπόν, κυρ-Στέλλιο, δεν ήθελα να σου πω τίποτα αν δεν ήμουν πρώτα απόλυτα σίγουρος. Εδώ μέσα είναι όλες οι πληροφορίες για την κόρη σου, τι κάνει, πώς ζει και πού θα τη βρεις. Διάβασέ τα και κρίνε τι θέλεις να κάνεις. Εγώ αυτό που θεωρούσα σωστό το έκανα, πάρε το φάκελο και ας μην ξανασυζητήσουμε ποτέ για αυτό το θέμα αν θέλεις. Πάντως να ξέρεις ότι ίσως είναι η τελευταία σου ευκαιρία να επανορθώσεις και στις δύο Κατίνες σου…

Πήρε το φάκελο με χέρια που έτρεμαν. Η συγκίνησή του ήταν φανερή όταν ψιθύρισε «σ’ ευχαριστώ». Ήπιαμε το καφεδάκι μας μιλώντας για διάφορα άλλα θέματα. Κράτησα το λόγο μου και δεν του είπα κουβέντα ξανά, παρόλο που συνεχίσαμε να βρισκόμαστε για αρκετές ακόμα Κυριακές. Μέσα μου με έτρωγε η περιέργεια, ήθελα να μάθω τι είχε αποφασίσει, ήθελα κατά βάθος να τον πιέσω να πάει να τη βρει, αλλά έπρεπε να σεβαστώ ότι αυτό ήταν θέμα δικό του. Ήδη αρκετά είχα ανακατευτεί. 

Περίπου ενάμιση μήνα μετά την ημέρα που του έδωσα το φάκελο, πήγα στην Πλάκα και εκείνος δεν ήρθε. Αλήθεια ανησύχησα, μου είχε πει κι ότι δεν ένιωθε καλά, ήταν και σχεδόν 85 χρονών πια… Δεν ήξερα τι να κάνω… Ήπια τον καφέ μου βιαστικά κι έφυγα ανόρεχτος. Όλη την εβδομάδα τον είχα στο μυαλό μου και ζούσα ουσιαστικά για την Κυριακή το πρωί που θα ξαναπήγαινα στο καφενεδάκι, μήπως και τον έβρισκα εκεί. Η αγωνία μου κορυφωνόταν όσο πλησίαζε η ώρα. Πήγα… Δεν ήταν εκεί… Πέρασαν είκοσι λεπτά, ακόμα δεν είχε φανεί… Ήμουν έτοιμος να φύγω όταν η σερβιτόρα με πλησίασε και μου έδωσε ένα μικρό δέμα. «Αυτό το άφησαν για εσάς» «Για μένα; Ποιος;» «Αυτός ο ηλικιωμένος κύριος που ερχόταν μαζί σας κάθε Κυριακή…» Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, δεν έδωσα άλλη σημασία στην κοπέλα και απομακρύνθηκε. Το άνοιξα με βιαστικές κινήσεις. Μέσα είχε ένα μικρό κουτί κι ένα σημείωμα. Άνοιξα το κουτί πρώτα. Βρήκα μέσα τη μικρή κορνίζα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία της Κατίνας. Αυτό με μπέρδεψε εντελώς κι έκανε την ανησυχία μου πιο έντονη. Στράφηκα γρήγορα στο σημείωμα. Ένας γραφικός χαρακτήρας παράξενος, που έδειχνε πως τα χέρια που το έγραψαν έτρεμαν. Διάβασα:

«Μου έδωσες το μεγαλύτερο δώρο. Ξαλάφρωσα την καρδιά μου κοντά σου. Δεν έχω άλλο να σου δώσω από αυτή τη φωτογραφία, που είναι ο,τι πολυτιμότερο έχω. Φύλαξέ τη με στοργή. Εγώ δεν τη χρειάζομαι πια. Έχω μόνο ένα τελευταίο λογαριασμό να κλείσω… Αυτή τη στιγμή που διαβάζεις, μάλλον είμαι ήδη στο δρόμο για το Πετρωτό, να βρω την κόρη μου και να της εξηγήσω. Μετά μπορώ να πάω να βρω ήσυχος την Κατίνα μου. Ξέρω πως με περιμένει… αρκετά χρόνια έμεινα μακριά της… Σε ευχαριστώ για όλα αγόρι μου. Και να θυμάσαι πάντα… η αγάπη είναι το ταξίδι… η ΑΓΑΠΗ!...»


Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 6ο



Πέρασαν χρόνια πολλά ευδαιμονίας και αγάπης, δεκαέξι τον αριθμό. Στο διάστημα αυτό δεν μας έλειψε τίποτα, ούτε φαγητό ούτε αγαθό ούτε και χαρές. Ο Ανέστης είχε παντρευτεί μια νεαρή κοπέλα από το διπλανό χωριό, είχε κάνει ένα κοριτσάκι και μέναμε όλοι μαζί στο σπίτι. Η Κατίνα μας φρόντιζε όλους και ειδικά το μωρό σαν να ήταν δικό της. Μόνο που με όλες αυτές τις ευθύνες, δεν είχαμε ακόμα καταφέρει να πάμε εκείνο το ταξίδι στον κόσμο που ονειρευόμασταν. «Δεν πειράζει Στέλλιο μου, έχουμε καιρό. Όταν θα είμαστε πια μεγάλοι και δεν θα μπορούμε να ασχολούμαστε με τις δουλειές, τότε θα δρέψουμε τους καρπούς των κόπων μας, τότε θα πάμε παντού» με παρηγορούσε η Κατίνα μου.

 Όλα έμοιαζαν τέλεια, ώσπου ένα μεσημέρι γύρισα από τα κτήματα και τη βρήκα σωριασμένη στο πάτωμα. Είχε χάσει τις αισθήσεις της για μερικά μόνο λεπτά, μα εγώ έχασα δέκα χρόνια από τη ζωή μου μέχρι να συνέλθει. Φωνάξαμε γιατρό από τη Θεσσαλονίκη να την εξετάσει. Στο άκουσμα της διάγνωσης τα ματάκια της έλαμψαν και το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. «Είστε έγκυος κα Στεργίου». Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη, μα το ύφος του γιατρού μου φάνηκε κάπως διστακτικό και με επανέφερε στην πραγματικότητα. «Συμβαίνει κάτι γιατρέ; Φαίνεστε σκεπτικός…» τον ρώτησα ανήσυχα. «Κοιτάξτε κύριε Στεργίου. Δεν μπορώ να σας πω ψέματα. Η κα Στεργίου είναι ήδη 43 ετών, μια εγκυμοσύνη σε τέτοια ηλικία κρύβει πολλούς κινδύνους…» Μου κόπηκαν τα πόδια. «Δηλαδή; Τι θέλετε να πείτε;» «Δεν θέλω να πω τίποτα παραπάνω από το ότι θέλει ιδιαίτερη προσοχή. Είναι πιθανόν όλα να εξελιχθούν απολύτως ομαλά, αλλά για παν ενδεχόμενο πρέπει να είμαστε έτοιμοι…» Ετοιμαζόμουν να ρωτήσω ποια ακριβώς ήταν τα ενδεχόμενα, όταν τη συζήτηση διέκοψε η Κατίνα «Θα προσέχω γιατρέ, το υπόσχομαι! Πείτε μου τι πρέπει να κάνω και θα τα κάνω κατά γράμμα! Χρόνια περίμενα αυτό το δώρο, θα κάνω οποιαδήποτε θυσία!» Ο γιατρός της έδωσε οδηγίες τι να τρώει, τι να αποφεύγει και ξεκαθάρισε πως πρέπει να ξεκουράζεται πάρα πολύ, να μην κάνει σχεδόν καθόλου δουλειές και φυσικά ούτε λόγος για συγχύσεις και στεναχώριες. Εννοείται πως όλοι κάναμε ακριβώς αυτά που μας είπε. Τόσα χρόνια η Κατίνα μας φρόντιζε όλους, είχε έρθει η ώρα να ανταποδώσουμε. Όμως αυτό το ‘παν ενδεχόμενο’ μου είχε γίνει μόνιμος εφιάλτης, παρόλο που τα πράγματα φαίνονταν μια χαρά. 

Οι μήνες πέρασαν κι η ώρα της γέννας έφτασε. Νύχτα ήταν όταν έσπασαν τα νερά. Η Κατίνα ήθελε να γεννήσει στο σπίτι, αλλά εγώ δεν το δέχτηκα κι έτσι ήρθε ασθενοφόρο από την Θεσσαλονίκη και την πήρε. Οι πόνοι ήταν έντονοι ήδη από τις πρώτες ώρες. Στη διαδρομή μου κρατούσε σφιχτά το χέρι. «Στέλλιο, θέλω να μου υποσχεθείς πως αν, λέω αν, κάτι πάει στραβά και πρέπει να διαλέξεις, θα σώσεις το παιδί μας, εντάξει;», μου είπε ξαφνικά. «Μα τι λόγια είναι αυτά αγάπη μου; Σε έχει πιάσει άγχος μου φαίνεται και δεν ξέρεις τι λες, μια χαρά θα είστε και οι δύο!», την καθησύχασα, όμως το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος από ένα κακό προαίσθημα που με πλημμύριζε. «Άλλωστε, δεν μπορείς να πας πουθενά. Έχουμε ένα μεγάλο ταξίδι να πάμε οι δυο μας, το ξέχασες;» συνέχισα. «Εγώ ταξίδεψα μέσα στα μάτια σου, ταξίδεψε η ψυχή μου, τι άλλο να ζητήσω;» μου αποκρίθηκε. Το χέρι της έσφιξε περισσότερο το δικό μου και με τράβηξε κοντά της. Η φωνή της έβγαινε με δυσκολία, με κοίταξε στα μάτια και άρχισε να μιλάει, ποτέ δεν θα ξεχάσω τα λόγια της, την αγάπη που έσταζαν τα χείλη της εκείνη την ώρα. «Στέλλιο μου, σ’ αγαπάω! Από την πρώτη στιγμή που σε είδα ήξερα ότι εσύ ήσουν ο έρωτας της ζωής μου και το ένστικτό μου δε λάθεψε. Στάθηκες ο καλύτερος σύντροφος, κάθε επιθυμία μου την εκπλήρωσες, μου έφερες πίσω τον αδερφό μου, μου έσωσες τη ζωή, όσα κι αν πω θα είναι λίγα για σένα και για τον τρόπο που μ’ αγάπησες… Είσαι το καλύτερο δώρο του Θεού σε μένα! Ό,τι κι αν γίνει, θέλω να ξέρεις ότι η καρδιά μου ήταν είναι και θα είναι παντοτινά δική σου! Και τώρα, με αυτό το μωρό, έκανες πραγματικότητα και το μεγαλύτερο όνειρό μου… Σ’ ευχαριστώ!» μου είπε δακρυσμένη. Με κόπο συγκρατούσα κι εγώ τα δάκρυά μου. Κάτι στο ύφος της μου έδειχνε πως όλα αυτά ήταν ένας γλυκός αποχαιρετισμός. «Κι εγώ που νόμιζα πως το όνειρό σου ήταν να γυρίσεις όλο τον κόσμο…» απάντησα αστειευόμενος, από αμηχανία πιο πολύ. «Η αγάπη είναι το ταξίδι Στέλλιο μου. Να το θυμάσαι αυτό. Η αγάπη είναι το ταξίδι…» 

Με τις τελευταίες της κουβέντες η πόρτα του ασθενοφόρου άνοιξε και μπήκαμε στο νοσοκομείο. Η Κατίνα μου απέσπασε την πολυπόθητη υπόσχεση πριν χαθεί από τα μάτια μου. Ο γιατρός πριν μπούνε στην αίθουσα τοκετού με ρώτησε σε περίπτωση κινδύνου ποιος ήθελα να σωθεί, τυπικότητες είπε… Όλο μου το είναι ούρλιαζε «την Κατίνα μου, την καρδιά μου, την αναπνοή μου, αυτήν να σώσεις!», αλλά αντιστάθηκα στον πειρασμό και κράτησα το λόγο μου. «Το παιδί… αυτό θέλει η Κατίνα…» του απάντησα. Η αναμονή μου φάνηκε αιώνας. Εν τω μεταξύ, είχαν φτάσει και ο Ανέστης με τη γυναίκα του και το μωρό. Πέντε ατέλειωτες ώρες μετά, μια νοσοκόμα εμφανίστηκε κρατώντας στην αγκαλιά της το πιο όμορφο πλάσμα που είχα δει ποτέ. «Συγχαρητήρια! Είναι κοριτσάκι! Να σας ζήσει!», μου είπε και την έβαλε στην αγκαλιά μου. Κοριτσάκι… ίδια η μητέρα της ήταν.. ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε με το που την είδα, τόσο μικροσκοπική, τόσο εύθραυστη και τόσο δυνατή συνάμα. Έδωσα το μπαξίσι στη νοσοκόμα κι εκείνη πήρε το μωρό κι έκανε να φύγει. «Η γυναίκα μου… την είδε;» «Ναι, φυσικά, πρώτα σε εκείνη τη δώσαμε να την κρατήσει! Και πιστέψτε με, έκλαιγε από ευτυχία!» Για ένα λεπτό ανακουφίστηκα. «Πότε μπορώ να τη δω;» ήταν η επόμενη ερώτηση. Η νοσοκόμα δίστασε για λίγο, δεν μου διέφυγε φυσικά. «Ξέρετε, είναι ακόμα με το γιατρό. Η γέννα ήταν λίγο δύσκολη. Σε λίγο θα βγει ο ίδιος να σας ενημερώσει.» απάντησε κι έφυγε, αφήνοντάς με σύξυλο να αισθάνομαι πως βρίσκομαι με το ένα πόδι στον γκρεμό. Λίγο αργότερα, ήρθε ο γιατρός. Από τη μια τα σταυρωμένα του χέρια, από την άλλη το χαμηλωμένο του βλέμμα… δεν χρειάστηκε να πει τίποτα, είχα ήδη καταλάβει… Έτρεξα, τον έπιασα από τα χέρια και τον ανάγκασα να με κοιτάξει κατάματα. «Λυπάμαι…» είπε μόνο… Ο κόσμος χάθηκε κάτω από τα πόδια μου, η αναπνοή μου έσβησε, από εκεί και μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Όπως έμαθα αργότερα, το μωρό κατέβαινε με τα πόδια και όσο κι αν προσπαθούσαν δεν μπορούσαν να το γυρίσουν. Ετοιμάζονταν για χειρουργείο, όταν άρχισαν να φαίνονται τα ποδαράκια της, δεν προλάβαιναν να κάνουν τίποτα, έπρεπε να την βγάλουν όσο το δυνατό γρηγορότερα για να μην πάθει ασφυξία. Αυτό προκάλεσε ακατάσχετη αιμορραγία στην Κατίνα μου, αιμορραγία που δεν σταμάτησε μέχρι που ξεψύχησε μία ώρα μετά τη γέννα.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 5ο



Είχα καμιά βδομάδα στο νησί. Έγραφα κάθε μέρα στην Κατίνα μου, αλλά είχα μέσα μου το φόβο πως τα γράμματα δεν έφταναν ποτέ… Καθόμουν κατσούφης σε ένα βράχο, λερός και μουσκίδι ως το κόκαλο, αφού το προηγούμενο βράδυ είχαμε «γυμνάσια». Ξάφνου ακούω μια φωνή νεαρού αγοριού «μπας και σου βρίσκεται κανένα τσιγαράκι μπάρμπα;» Γυρνάω και βλέπω ένα αγόρι 14-15 χρονών το πολύ. «Τι το θες βρε νιάνιαρο το τσιγάρο;» του είπα χαριτολογώντας. «Νιάνιαρο να πεις το γιο σου! Εγώ είμαι αντάρτης! Λέγε τώρα έχεις για δεν έχεις;» «Όχι αγόρι μου, δεν καπνίζω…» Με κοίταξε με απογοήτευση. Κάθισε δίπλα μου και άρχισε να αγναντεύει. «Σε περιμένει κανείς εκεί απέναντι;» με ρώτησε. «Ναι, η γυναίκα μου. Εσένα;» «Μπα… ορφάνεψα μικρός και ο θετός μου πατέρας σκοτώθηκε πέρυσι το χειμώνα»

 Όσο μιλούσαμε ένιωθα μια ανεξήγητη έλξη για το αγόρι αυτό και μια οικειότητα, σαν να τον γνώριζα από παλιά, οι κινήσεις του, η κορμοστασιά του, το σχήμα του προσώπου του, όλα μου ήταν γνώριμα κατά έναν παράξενο τρόπο. Κάποια στιγμή, γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό μου. Η αναπνοή μου σταμάτησε… αυτά τα μάτια, αυτό το βλέμμα… ήταν ποτέ δυνατό; Μα δεν έκανα λάθος, ήμουν σίγουρος, τα μάτια αυτά με στοίχειωναν για πάνω από 9 χρόνια… «Ε… μπάρμπα… είσαι καλά; Σαν να χλώμιασες…» Αντί απάντησης τον ρώτησα το όνομά του και από πού ήταν. «Ανέστη με λένε. Γεννήθηκα σε ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, μικρό δεν θα το ξέρεις», απάντησε. «Πες το εσύ και μπορεί να το ξέρω…» «Πετρωτό»… Η καρδιά μου όλο και χτυπούσε δυνατότερα, ένιωσα κρύο ιδρώτα να με λούζει, Πετρωτό, το χωριό της Κατίνας… «Κι είπες είσαι ορφανός; Τι απέγιναν οι δικοί σου;» «Δεν ξέρω και καλά… Είχαν έρθει οι αντάρτες στο χωριό και μάζεψαν τους φασίστες για εκτέλεση. Κι οι γονείς μου φασίστες ήταν, είχαν κτήματα και ρούφαγαν το μεδούλι των εργατών. Τους εκτέλεσαν επί τόπου, αλλά εμένα με γλίτωσε ένας αντάρτης, με πήρε κοντά του και με μεγάλωσε σα γιο του.» «Και πώς τον έλεγαν αγόρι μου αυτόν τον αντάρτη;» ρώτησα ελπίζοντας να μην αντιληφθεί το τρέμουλο στη φωνή μου και να μη με διαολοστείλει με τις τόσες ερωτήσεις. «Φάνη… Αλλά, γιατί ρωτάς;». «Ε, να μωρέ… κουβέντα να γίνεται. Λοιπόν, πάω τώρα…» είπα και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, λίγο ακόμα και θα τα ξέρναγα όλα, με καταστροφικές συνέπειες για όλους. 

Από εκείνο το πρωί κύριο μέλημά μου να προσέχω τον Ανέστη. Δεν ξέρεις πόσες φορές έφαγα εγώ ξύλο για να τον προστατεύσω, πόσες στιγμές ένιωσα τη θέλησή μου να λυγίζει κι ήμουν στο τσακ να υπογράψω και να εξαφανιστώ. Όμως όχι! Τον εγκατέλειψα μια φορά, δεύτερη δεν θα το έκανα ακόμα κι αν πέθαινα στο βρωμονήσι! Είχα ορκιστεί στην αγάπη μου. Όσο βλαστημούσα την ώρα που βρέθηκα εκεί , άλλο τόσο ευχαριστούσα το Θεό που μου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία. Έμενε να βρω τον τρόπο να κερδίσω την εμπιστοσύνη του και μετά να του πω την αλήθεια. Την ευκαιρία μου την έδωσε ο ίδιος λίγο καιρό μετά. Ήμουν δαρμένος και ματωμένος από έναν ακόμη «σωφρονισμό» που δέχτηκα εγώ αντί για τον Ανέστη. Εκείνος ήρθε κοντά μου και αφού βεβαιώθηκε πως είμαι καλά άρχισε να μου φωνάζει «Πώς την είδες τώρα μπάρμπα Στέλλιο; Γιατί κάθεσαι και τις τρως για χάρη μου; Σου είπε κανείς πως θέλω προστάτη ή σου φαίνομαι πως δεν αντέχω μερικές φάπες;» «Όχι Ανέστη μου το ξέρω πως αντέχεις τόσα κι άλλα τόσα…» «Ε τότε τι τρέχει με σένα;» «Σου το χρωστάω παιδί μου… » Με κοίταξε σαν να ήμουν από άλλο πλανήτη. «Από πού ως πού εσύ χρωστάς σε μένα;» «Κάποτε, έπρεπε να σε προστατεύσω και δεν το έκανα… πληρώνω τώρα έστω αργά το παλιό χρέος...» «Να σου πω μπάρμπα, χαμένα τα ‘χεις!» μου είπε αλλά διέκρινα την αναζήτηση στο ύφος του. «Κοίταξέ με καλά και προσπάθησε να θυμηθείς, δεν με έχεις ξαναδεί ποτέ; Πάνε πολλά χρόνια το ξέρω, αλλά προσπάθησε σε παρακαλώ…» Τα μάτια του στένεψαν, «Η αλήθεια είναι πως πάντα είχα την αίσθηση πως κάπου σε ξέρω, είπε ξέπνοα και στο βλέμμα του φάνηκε κάτι σαν αναλαμπή. «Λοιπόν Ανέστη, έχω μια ιστορία να σου πω.. Μια ιστορία αγάπης αλλά και φυγής, που θα αλλάξει όλα όσα ξέρεις για τη ζωή σου… Είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο;» Με κοίταξε και πάλι κι ένευσε ναι, μα η δυσπιστία ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του. 

Ξεκίνησα να του διηγούμαι τα πάντα με λεπτομέρειες, προσέχοντας μόνο την αναφορά μου στο Φάνη, δεν ήθελα να προσβάλω τη μνήμη του μοναδικού πατέρα που ήξερε και θυμόταν. Του είπα ότι ήταν φίλος μου και για αυτό με βοήθησε να διαφύγω, αλλά έβαλε σαν όρο να κρατήσει κοντά του τον Ανέστη, για να μην πάθει κακό τρέχοντας σαν φυγάς μέσα στα βουνά και τα δάση. Το σοκ, όπως περίμενα ήταν μεγάλο… Σηκώθηκε, με έφτυσε κατάμουτρα και μου πέταξε μόνο «Παλιοπροδότη, δεν θέλω να σε βλέπω στα μάτια μου! Πες ότι πέθανα…» κι άρχισε να τρέχει. Δεν είπα τίποτα. Όλα αυτά πώς να τα χωνέψει ένα τόσο δα παλικάρι, παιδί ακόμα αλήθεια; Ήθελε χρόνο και το καταλάβαινα. Όμως, αν είχε έστω και τη μισή από τη θέληση, τη μισή από την καλοσύνη της αδερφής του, θα γύριζε, αργά ή γρήγορα θα γύριζε, θα ήθελε να μάθει και τελικά, ίσως να καταλάβαινε και να μας συγχωρούσε. Στην Κατίνα για την ώρα τίποτα δεν είχα γράψει, δεν ήθελα να τις δώσω ελπίδες, μην τυχόν κι ο Ανέστης μας αρνιόταν και τους δυο και της γκρέμιζα το όνειρο. 

Όμως δεν είχα πέσει έξω. Αρκετές μέρες μετά την αποκάλυψη ο Ανέστης ήρθε κοντά μου και με ρώτησε «Δηλαδή η αδερφή μου ζει;» «Ζει» του απάντησα. «Και δεν με ξέχασε ποτέ;» «Ποτέ αγόρι μου. Με τον καημό σου κοιμάται και ξυπνάει!» Κουβέντα στην κουβέντα, ερώτηση στην ερώτηση η καρδιά του μαλάκωσε. Υπήρχαν βέβαια και στιγμές κάμποσες που θύμωνε κι έφευγε φουρκισμένος. «Πώς μπόρεσες να προδώσεις τους συντρόφους σου;» «Πώς μπόρεσε η αδερφή μου να φύγει με έναν αντάρτη, αφού αντάρτες σκότωσαν τους δικούς μας;» «Γιατί δεν πάλεψες να με πάρεις μαζί σου; Πού ήξερες αν θα ήμουν τυχερός και δεν θα κατέληγα τροφή για σκύλους;» «Και ποιος μου λέει ότι όλα αυτά δεν είναι μπαρούφες; Εμένα ο Φάνης ποτέ δεν μου είπε τίποτα τέτοιο…» ήταν μόνο μερικές από τις ερωτήσεις που μου έκανε κάθε που τον έπιανε το παράπονο. Κι εγώ πάντα ήρεμα του απαντούσα «Ανέστη οι επιλογές του καθένα συχνά δεν είναι δικές του, αλλά επιβάλλονται από δυνάμεις πάνω από εμάς. Μην μας κρίνεις για τις επιλογές μας όπως κι εμείς δεν θα σε κρίνουμε για τις δικές σου. Την αδερφή σου την αγάπησα με μια αγάπη που όμοιά της δεν υπάρχει, θα πέθαινα για αυτήν στο δευτερόλεπτο μα δεν θα άντεχα και δευτερόλεπτο να ζω χωρίς την αγάπη της… Όσο για σένα, το Φάνη τον ήξερα από παιδί, είχε καλή καρδιά, ήμουν σίγουρος πως θα σε φρόντιζε…» Σιγά σιγά όλο και πιο κοντά ερχόμασταν. Μα να υπογράψει δήλωση μετανοίας και να φύγουμε ούτε που να το ακούσει. «Εγώ σαν αντάρτης μεγάλωσα και αν είναι να πεθάνω σαν αντάρτης, καλώς… Μα προδότης δεν θα γίνω!» έλεγε κάθε φορά που το ανέφερα κι έκοβε την κουβέντα μαχαίρι. 

Στο μεταξύ, είχα γράψει και στην Κατίνα τα νέα κι έλπιζα να είχαν φτάσει στα χέρια της. Πέρασαν οι μήνες, οι κακουχίες μας είχαν διαλύσει και πάνω που είχα απελπιστεί πως ποτέ δεν θα καταφέρω να κάνω τον Ανέστη να αλλάξει γνώμη, πως θα αφήναμε κι οι δυο τα κοκαλάκια μας πάνω στο νησί, ήρθε επιτέλους φιρμάνι πως η Μακρόνησος κλείνει και όλοι οι εξόριστοι παίρνουν χάρη! Δεν πίστευα στην τύχη μου και στην ανέλπιστη αυτή χαρά. Έπεισα τον Ανέστη να γυρίσει μαζί μου στο χωριό, σάμπως είχε και αλλού να πάει; Τη μέρα που φτάσαμε στο Πετρωτό δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Η Κατίνα μου, αδύνατη, χλωμή, ταλαιπωρημένη, μα πιο όμορφη στα μάτια μου από ποτέ, έλαμπε από ευτυχία. Ριχνόταν μια στη δική μου αγκαλιά και μια στου Ανέστη, δεν ήξερε ποιον να πρωταγκαλιάσει, ποιον να πρωτοφιλήσει, σε ποιον να δώσει τη στοργή και τη φροντίδα που φύλαγε μέσα της όλον αυτόν τον καιρό. Με το σπίτι και τα κτήματα μια χαρά τα είχε φέρει βόλτα, όχι πως είχα ποτέ αμφιβολία. Μείναμε εκεί, οι τρεις μας, μια νέα οικογένεια, μια νέα αρχή, ήταν σαν να αφήναμε πίσω τη μαυρίλα και τα λάθη του παρελθόντος και να γράφαμε μια νέα καθαρή σελίδα. Μέχρι που φάνηκε να ξεχνάει ακόμα και τον καημό της που δεν είχαμε παιδιά...

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 4ο



Το ταξίδι του γυρισμού ήταν σύντομο, νόμιμο, άνετο. Καμία σχέση με το Γολγοθά που περάσαμε για να πάμε στην Πόλη. Δεν είχα καταλάβει πόσο πραγματικά είχε νοσταλγήσει το σπίτι της η Κατίνα μου, μέχρι που φτάσαμε στο χωριό της κι είδα τα μάτια της να τρέχουν ασταμάτητα κι είδα τα χέρια της να πιάνουν μια χούφτα χώμα ευλογημένο και να το φέρνουν ευλαβικά στα χείλη της. Ναι, θα φτιάχναμε εδώ μια καινούρια ζωή και αυτή τη φορά ήταν εκείνη που θα το φρόντιζε. 

Δουλέψαμε πολύ για να κάνουμε το παλιό της πέτρινο σπίτι να μοιάζει πάλι με σπιτικό. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Το πείσμα της ατέρμονο. Για άλλη μια φορά θαύμασα τη δύναμη και την αντοχή της γυναίκας μου. Πώς γίνεται ένα τέτοιο πλάσμα, που μοιάζει εύθραυστο σαν να έχει βγει μέσα από παραμύθια με νεράιδες, να έχει τέτοια αποθέματα ποτέ δεν το κατάλαβα. Σιγά σιγά, όλα πήραν μορφή μέσα από τα δικά της χέρια. Ακόμα και τον ξεραμένο κήπο ξαναζωντάνεψε με τη φροντίδα της. Τις μέρες εκείνη περιποιόταν το σπίτι κι εγώ καλλιεργούσα κάποια στρέμματα που είχαν οι δικοί της. Δεν ήμουν και πολύ σχετικός, αλλά η Κατίνα, μεγαλωμένη καθώς ήταν στα χωράφια, τα πάντα μου έδειξε. Κι εγώ, βλέποντας τα ματάκια της να λάμπουν, άντεχα κάθε αντιξοότητα και κάθε κούραση. Άλλωστε, υπήρχαν και τα βράδια, τα μαγικά βράδια που χανόμουνα μέσα της και με αποζημίωναν για τα πάντα. 

Στο χωριό μας υποδέχτηκαν μάλλον ζεστά, όσοι είχαν μείνει δηλαδή, καθώς πολλοί είχαν ξεκληριστεί με τον πόλεμο του ’40 και μετά με τον Εμφύλιο και αρκετοί είχαν μεταναστεύσει στην πρωτεύουσα. Δεν έλειπαν βέβαια και τα σχόλια, γεμάτα κακεντρέχεια, για το πώς παράτησε τους άταφους γονείς της και το έσκασε με έναν αντάρτη. Μερικές φορές τα λόγια που έφταναν στα αυτιά μου ήταν τόσο υποτιμητικά και προσβλητικά για εκείνη, που ειλικρινά μου ερχόταν να κάνω φόνο. Όμως η Κατίνα απλά τα αγνοούσε. Έλεγε πως κάποιοι άνθρωποι δεν ξέρουν τι θα πει απόγνωση, δεν ξέρουν τι θα πει αγάπη, έρωτας, δεν ξέρουν δηλαδή τι θα πει ζωή και για αυτό είναι άξιοι οίκτου και όχι οργής. Η καλή, η αθώα μου Κατίνα, πάντα το καλό προσπαθούσε να δει στους άλλους, το μίσος και την κακία δεν τα χωρούσε η ψυχούλα της. 

Το κακό δεν άργησε να γίνει. Ένα πρωί, καθώς δούλευα στα κτήματα, έφτασαν στο σπίτι δυο αστυνομικοί. «Ο κύριος Στέλλιος Στεργίου;» «Είναι στα χωράφια. Τι τον θέλετε;» ρώτησε με έκδηλη αγωνία. «Παρακαλώ δώστε του αυτό το χαρτί και πείτε του πως πρέπει το Σάββατο να παρουσιαστεί στο τμήμα στη Θεσσαλονίκη. Δεν μπορούμε να σας πούμε τίποτα άλλο. Καλημέρα σας» είπαν και την άφησαν σύξυλη. Όταν γύρισα το απόγευμα έκλαιγε, έτρεμε σύγκορμη. Μου εξήγησε τι είχε συμβεί και όλο μονολογούσε « Αχ Στέλλιο μου, εγώ φταίω… τι ήθελα να γυρίσουμε η τρελή; Συγχώρα με Στέλλιο μου, συγχώρα με… αχ Θεέ μου, αχ Παναγιά μου!...» Προσπάθησα να την καθησυχάσω, της έλεγα πως μάλλον δεν είναι κάτι σοβαρό, κάτι τυπικό θα είναι αλλά ούτε εκείνη το πίστευε ούτε κι εγώ. Στα πόδια μου γονατιστή με παρακαλούσε να φύγουμε, να το σκάσουμε πάλι, αλλά δεν δέχτηκα. Έπρεπε επιτέλους να έρθω αντιμέτωπος με τη μοίρα μου, δεν γινόταν να ζω μια ζωή κυνηγημένος… Την Παρασκευή το βράδυ, ετοίμασα τα πράγματά μου και ξάπλωσα δίπλα της, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Κάναμε έρωτα εκείνο το βράδυ πιο έντονα από ποτέ, σαν να ήταν η τελευταία φορά, άλλωστε ποιος μπορούσε να πει με σιγουριά ότι δεν ήταν;

Το επόμενο πρωί καθώς έφτανα στο αστυνομικό τμήμα Θεσσαλονίκης, μια ανεξήγητη ηρεμία με κατέκλυσε, ο φόβος και το άγχος των προηγούμενων ημερών εξαφανίστηκαν. Είχε έρθει η στιγμή της κρίσης και ό,τι ήταν να γίνει θα γινόταν. Δεν κράτησαν και πολύ οι διαδικασίες. Καταζητούμενος για συμμετοχή σε κομουνιστικές οργανώσεις, αντάρτικο, δολοφονίες πολιτών, ανάμεσά στα ονόματα και οι γονείς της Κατίνας. Εκείνη ενημερώθηκε από ένα ξερό χαρτί που της παρέδωσαν την επομένη στο σπίτι. Προορισμός Μακρόνησος. Θα έφευγα σε δύο μέρες. ‘Όταν ήρθε στη φυλακή να με επισκεφθεί ήταν ένα αληθινό ράκος. Κατηγορούσε τον εαυτό της που επέμεινε να γυρίσουμε, ένιωθε απόγνωση, μοναξιά, απελπισία, λόγια να την παρηγορήσω δεν είχα. Όμως αλλού ήταν εμένα το μυαλό μου. Έπρεπε πριν φύγω να της πω όλη την αλήθεια, μπορεί να μη γύριζα ποτέ, δε γινόταν να κουβαλάω μέσα μου τέτοιο βάρος. 

Της μίλησα λοιπόν για τον Ανέστη και όλα όσα έγιναν με το Φάνη, πώς τον άφησα κι έτρεξα κοντά της, ότι δεν τόλμησα να της μιλήσω από φόβο μήπως με μισήσει. Δεν με διέκοψε. Όταν τελείωσα χαμήλωσα το κεφάλι και περίμενα την οργή της να ξεσπάσει πάνω μου ή ακόμα χειρότερα την περιφρόνησή της. Αντί αυτού, τα χέρια της σήκωσαν το πρόσωπό μου κι είδα αυτό το χαμόγελο που λάτρευα. «Και κράτησες μέσα σου τόσο καιρό τέτοιο βάρος; Γιατί; Πώς θα ήταν δυνατόν να σε μισήσω;» «Δηλαδή, με συγχωρείς;» «Για ποιο πράγμα να σε συγχωρέσω; Όπως μου τα λες, ήταν χαμένη υπόθεση, αν τολμούσες να κάνεις κίνηση, το πιθανότερο είναι πως θα είχατε κι οι δυο σκοτωθεί. Μ’ αυτό που έκανες έσωσες τον Ανέστη και μου έδωσες μια πιθανότητα, μια ελπίδα κάποτε να τον ξαναδώ. Κι αν πάθαινες εσύ κάτι, εγώ τι θα γινόμουν ολομόναχη; Ποιος ξέρει ποια φρικτή μοίρα θα με περίμενε; Να σε μισήσω; Να σε ευχαριστήσω πρέπει για την ψυχραιμία σου!» Αχ, αυτή η γυναίκα! Πλάσμα σπάνιο, στιγμές στιγμές έλεγα πως δεν είναι άνθρωπος, αλλά αγία! Τα λόγια της έσταξαν βάλσαμο και λευτέρωσαν την ψυχή μου. Τώρα πια, ήμουν έτοιμος για όλα. Την επομένη έφυγα για το καταραμένο νησί, αναρρωτούμενος μόνο πώς με βρήκαν στο χωριό και μάλιστα τόσο σύντομα.

Όπως αποδείχτηκε, ένας από τους συγχωριανούς της, που ποτέ δεν κατάφερε να της συγχωρέσει ότι προτίμησε έναν άγνωστο αντάρτη από τον ίδιο, με θυμόταν καλά και με κατέδωσε. Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες είχε το θράσος να την επισκεφθεί στο σπίτι μας, με το πρόσχημα πως ήθελε να δει αν είναι καλά και αν χρειάζεται κάτι! Η Κατίνα ακόμα δεν είχε καταλάβει ποιος ήταν ο καταδότης μου, του άνοιξε και τον έμπασε μέσα, πήγε στην κουζίνα να του φτιάξει καφέ. Την ακολούθησε και πλησίασε πολύ κοντά της. Εκείνη ένιωσε άβολα κι έκανε να απομακρυνθεί, αλλά την εμπόδισε με το σώμα του. «Ξέρεις, έχω κάτι γνωστούς στην ασφάλεια» της είπε. «Κανονικά θα σε συλλάμβαναν και σένα, αφού είσαι παντρεμένη με κομούνι, μα εγώ τους εγγυήθηκα προσωπικά ότι δεν ήξερες ποιος ήταν όταν τον πήρες κι έτσι γλίτωσες». Η οργή άρχισε να φουντώνει στα στήθια της, αλλά τον άφησε να δει πού θα το πήγαινε. «Η Μακρόνησος συνήθως δεν έχει επιστροφή… αλλά εγώ είμαι εδώ για σένα… αν το θέλεις εγώ μπορώ να φροντίσω για τα πάντα… αρκεί κι εσύ να είσαι καλή μαζί μου…» συνέχισε και το χέρι του άγγιξε το μάγουλό της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω του σαν κοφτερό λεπίδι, παγωμένο και επικίνδυνο, τόσο που αμέσως τράβηξε το χέρι του. Πλησίασε απαλά πολύ κοντά στο πρόσωπό του, ακούμπησε τα χείλη της στο αυτί του και του είπε αργά, ήρεμα και σχεδόν ψιθυριστά «Βγες έξω από το σπίτι μου αμέσως. Και μην τολμήσεις να στρέψεις ξανά ένα βλέμμα πάνω μου γιατί στ’ ορκίζομαι θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια και θα πάω να βρω τον άντρα μου.» Και μόνο που φαντάζομαι τη σκηνή καταλαβαίνω την ανατριχίλα που θα του προκάλεσε! Η Κατίνα ήταν καλή, αλλά δεν αστειευόταν, είχε θάρρος και δύναμη και όταν θύμωνε ούτε ο Θεός δεν θα ήθελε να βρεθεί στο δρόμο της. Φυσικά ποτέ δεν την ξαναενόχλησε ο αλήτης.

Η Μακρόνησος για κάθε αριστερό αποτελούσε το χειρότερο εφιάλτη. Όλοι είχαν ακούσει τους τρόπους που μεταχειρίζονταν οι φύλακες για το «σωφρονισμό» και την επαναφορά των κομουνιστών στον ίσιο δρόμο. Κι οι περιγραφές δεν ήταν τίποτα μπροστά στην πραγματικότητα. Το τι πέρασα εκεί δεν λέγεται, παλικάρι μου, βασανιστήρια, ξύλο, στερήσεις… Έναν χρόνο περίπου έμεινα μα βγήκα δέκα χρόνια γερασμένος… αλλά αυτό είναι μια ξεχωριστή ιστορία. Ζητούμενο να σπάσει ο τσαμπουκάς του «αντάρτη» και μετά να υπογράψει κανείς δήλωση αποκήρυξης του κόμματος και της κομουνιστικής ιδεολογίας. Τώρα θα μου πεις, εσύ την είχες αποκηρύξει χρόνια πριν την ιδεολογία, για δεν υπέγραφες να γλιτώσεις το βάσανο; Μα αυτό ακριβώς είχα σκοπό να κάνω, μέχρι που συνέβη κάτι που μου άλλαξε εντελώς τα σχέδια, κάτι αναπάντεχο…

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 3ο








Εν τω μεταξύ, η θεία μου φρόντισε να με πάρουν στο μαγαζί με τα υφάσματα βοηθό στην αποθήκη και στις παραγγελίες, ώστε να μπορώ να βγάζω κάποια χρήματα. Παράλληλα ετοίμαζε την Κατίνα για το γάμο και της έδειχνε τα μυστικά του νοικοκυριού. Αχώριστες είχαν γίνει. Η θεία πάντα ήθελε μια κόρη, μα τρία παιδιά που έκανε ήταν αγόρια.

Λίγες μέρες πριν το γάμο, έφτασε η μάνα μου. Η συγκίνηση που ένιωσα όταν την είδα δεν περιγράφεται. Ριχτήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλαίγαμε. «Αγόρι μου!» εκείνη, «Σχώρα με, μάνα!» εγώ. «Ο Θέος σε φύλαξε γιόκα μου» εκείνη «Πόσο μου έλειψε η αγκαλιά σου» εγώ. Ούτε ξέρω πόση ώρα πέρασε, μέχρι να αποχωριστώ τον κόρφο της και να της συστήσω την Κατίνα. «Έλα κόρη μου», της είπε κι άνοιξε τα χέρια της. Η Κατίνα χαμογελούσε και πάλι, αλλά διαφορετικά αυτή τη φορά. Η μελαγχολία ήταν ακόμα εκεί, στο βλέμμα, στις κινήσεις της, μα έμοιαζε κάπως ανακουφισμένη, απολάμβανε τη ζεστασιά του νέου της σπιτικού, βρήκε μια καινούργια οικογένεια. Όχι φυσικά πως θα μπορούσε κανείς να αντικαταστήσει τους δικούς της, αλλά είχε βρει μια σιγουριά, μια ασφάλεια, ένα λιμάνι. 

Με τη δουλειά και τις ετοιμασίες, οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα κι οι νύχτες πολύ βασανιστικά. Όσο σκεφτόμουν πως σύντομα θα την είχα δίπλα μου, στο κρεβάτι μου, στην αγκαλιά μου κάθε βράδυ για την υπόλοιπη ζωή μου, ο πόθος μου φούντωνε, γινόταν ανυπόφορος. Η φωτογραφία που σου έδειξα είναι από το γάμο μας. Μόλις την είδα να προβάλει μέσα στο ολόλευκο φουστάνι της, με τα μαλλιά της ψηλά και ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα στο χέρι, κόντεψα να λιποθυμήσω. Εγώ, που δεν είχα ταραχτεί μπροστά σε μεγάλους καπεταναίους, που δεν είχα διστάσει ούτε τον ίδιο το θάνατο να αντιμετωπίσω, ήμουν σαν ένα αδύναμο σπουργίτι μπροστά σ’ αυτήν τη γυναίκα που μου άλλαξε τη ζωή, που έγινε η ζωή μου. 

Το προηγούμενο βράδυ το είχα περάσει αναλογιζόμενος ακριβώς αυτό. Πόσο άλλαξα σαν άνθρωπος από τότε που γνώρισα την Κατίνα, πού θα ήμουν τώρα αν δεν την είχα γνωρίσει. Πιθανότατα θα συνέχιζα να ζω μόνος, στο αντάρτικο και να ακολουθώ τη γραμμή του κινήματος χωρίς δεύτερη σκέψη. Πριν από λίγο καιρό ο γάμος δεν υπήρχε καν στα μακρινά μου σχέδια, ούτε σαν θεσμό τον πίστευα. Έβλεπα παντού εχθρούς, τσιράκια του συστήματος, ήμουν έτοιμος για κάθε βιαιοπραγία, ο,τιδήποτε για τον αγώνα. Ιδανικά βέβαια δεν άλλαξα, όχι καθόλου, ακόμα πίστευα πως ο κομουνισμός είναι η καλύτερη ιδεολογία, άρχισα όμως να αμφισβητώ τον τρόπο που τον εφαρμόζαμε. Απλά ένιωθα πως βρήκα στη ζωή μου ένα σκοπό αλλιώτικο, ανώτερο, να κάνω έναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Έναν άνθρωπο αληθινό, που ξέρει να αγαπάει και να δέχεται και να συγχωρεί και να υπομένει. Πόσο τυχερός ένιωθα! Θυμήθηκα τη μάνα μου που πάντα έλεγε πως ο Θεός μας στέλνει πάντα ένα σημάδι, όταν πάμε να χάσουμε το δρόμο μας. Δεν πίστευα στο Θεό πριν, αλλά τώρα τον ευγνωμονούσα για το δικό μου σημάδι, τον άγγελο που έστειλε στο δρόμο μου, χαιρόμουν που η ένωσή μας θα γινόταν με τη δική Του ευλογία. 

Η Κατίνα δίπλα μου χαμογελούσε. Εγώ ήξερα πόσο πονούσε μέσα της, πόσο θα ήθελε να είναι ο πατέρας της και όχι ο θείος μου που θα την παρέδιδε, η μάνα της και όχι η δική μου που θα τη στόλιζε νύφη, ήξερα πόσο της έλειπε η οικογένειά της. Όμως, όπως πάντα, κατάφερε να ντύσει τη λύπη της με το πιο όμορφο, το πιο λαμπερό της χαμόγελο, να την αφήσει στην άκρη και να νιώσει την ευτυχία που παντρευόταν τον άντρα που αγαπούσε. Το μυστήριο τελείωσε, το τραπέζι επίσης- γλέντια και χορούς δεν είχε από σεβασμό στο πένθος της Κατίνας- κι ήρθε επιτέλους η ώρα να μείνουμε μόνοι οι δυο μας. Πίστευα πως θα ένιωθα μεγάλη νευρικότητα και τρομερό άγχος, μα στην πραγματικότητα δεν έγινε καθόλου έτσι. Αντίθετα, η ένωσή μας έγινε σαν κάτι το απόλυτα φυσιολογικό, το απόλυτα γνώριμο και οικείο, λες και τα σώματά μας είχαν πλαστεί το ένα για το άλλο. Αγόρι μου, δεν ξέρω αν έχεις ερωτευτεί ή αγαπήσει ποτέ πραγματικά και μπορείς να με καταλάβεις. Με όσες γυναίκες κι αν είχα πάει ως τότε, πληρωμένες, συντρόφισσες , ακόμα και αιχμάλωτες που μου είχαν δοθεί μήπως και τις αφήσω να φύγουν, ποτέ, ποτέ δεν ένιωσα την ικανοποίηση που βίωνα με την Κατίνα μου. Ένιωθα ευλογία κάθε φορά που γινόμασταν ένα, κάθε φορά για όλα τα χρόνια που ζήσαμε μαζί. Σου εύχομαι αλήθεια να το βρεις αυτό κάποτε στη ζωή σου.

Ο χρόνος κυλούσε ήρεμα στην Κωνσταντινούπολη. Η δουλειά πήγαινε καλά, τα οικονομικά μας είχαν βελτιωθεί αισθητά και η συμβίωσή μας ήταν απόλυτα αρμονική. Εγώ συνέχιζα κάθε βράδυ να ευχαριστώ το Θεό, μάλιστα ορκίστηκα να βρω τρόπο να εξιλεωθώ για όλα μου τα κρίματα. Μόνο ένα σύννεφο είχε εμφανιστεί και έριχνε απειλητικές ματιές στην ευτυχία μας. Ήμασταν σχεδόν τέσσερα χρόνια παντρεμένοι και η Κατίνα ήθελε απεγνωσμένα ένα μωρό, που όμως δεν ερχόταν. Εμένα δεν με πείραζε καθόλου για να είμαι ειλικρινής, κατά βάθος δεν ήθελα να μοιραστώ την αγάπη και τη φροντίδα της, τα χάδια της και τα φιλιά της με κανέναν άλλο. Ήθελα να είμαι η μοναδική της προτεραιότητα, να έχω την πρώτη θέση στην καρδιά της. Εκείνη όμως μου μαράζωνε, κάθε μήνα όταν έβλεπε πως και πάλι δεν τα είχαμε καταφέρει, έκλαιγε σιωπηλά, κατηγορούσε τον εαυτό της κι αυτό με τσάκιζε, δεν άντεχα να τη βλέπω έτσι. Κατά βάθος πίστευα ότι εγώ έφταιγα, ότι αυτό τον τρόπο είχε επιλέξει ο Θεός για να με τιμωρήσει για όλα μου τα λάθη. Δεν ήξερα τι να κάνω. Αν έβρισκα τον αδερφό της, τον Ανέστη, ίσως ξανάφερνα στα χείλη της το γέλιο, μα πώς, δεν είχα ιδέα που να ψάξω. Δεν είχα ξεχάσει τον όρκο που της έδωσα, μα για ακόμα μια φορά, αποδεικνυόμουν ανάξιός της, ανάξιος να κρατήσω το λόγο μου.

Η ζωή μας προχωρούσε και είχαμε αισίως φτάσει στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο Εμφύλιος είχε τελειώσει, αλλά ο κομουνισμός διωκόταν μετά μανίας ακόμα στην πατρίδα. Υπήρχαν λίστες καταζητούμενων για εγκλήματα κομουνιστών, οι οποίοι πολύ συχνά καταδικάζονταν σε θάνατο, εκτός αν υπέγραφαν τη λεγόμενη «δήλωση», ένα χαρτί που τους υποχρέωνε να απαρνηθούν την ιδεολογία τους και να ισχυριστούν ούτε λίγο ούτε πολύ πως λειτούργησαν κομουνιστικά λόγω προσωρινής παραφροσύνης. Ήμουν σίγουρος ότι το δικό μου όνομα θα φιγουράριζε από τα πρώτα στις λίστες, δεν ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα, άλλωστε δεν είχα και λόγο να το κάνω. Είχα τα πάντα ακριβώς εκεί που ήμουν, την Κατίνα μου, μια οικογένεια, ένα αληθινό σπιτικό, μα πάνω από όλα, ένα καθαρό κούτελο. Στην Πόλη κανείς δεν ήξερε το παρελθόν μου, δεν είχα να απολογηθώ ή να φοβάμαι για τίποτα. Όμως, η μοίρα δεν συμβαδίζει ποτέ με τα ανθρώπινα σχέδια... 

Από τα τέλη του Αυγούστου του 1955 επικρατούσε αναστάτωση. Οι Τούρκοι έδειχναν εχθρικές διαθέσεις προς τους Έλληνες της Πόλης, κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε. Στις 6 Σεπτεμβρίου ήμουν όπως πάντα στο μαγαζί και τελείωνα με τη συσκευασία κάποιων δεμάτων. Ξαφνικά, από το πουθενά, ορδές μαινόμενων Τούρκων άρχισαν να τρέχουν στους δρόμους και τα στενά, να μπαίνουν στα μαγαζιά και να σπάνε βιτρίνες, πάγκους, εμπορεύματα, τα πάντα. Γρονθοκοπούσαν όποιον έμπαινε εμπόδιο στο δρόμο τους και ούρλιαζαν «θάνατος στους Γκιαούρηδες!». Ο αέρας είχε γεμίσει με τη μυρωδιά της αδρεναλίνης και του μίσους, φωνές Τούρκων αναμειγνύονταν με φωνές Ελλήνων, πολλές γυναίκες ούρλιαζαν, είχα χρόνια να συναντήσω κάτι παρόμοιο. 

Μόλις συνειδητοποίησα τι συνέβαινε, το μυαλό μου έτρεξε στην Κατίνα. Μου είχε πει το πρωί ότι θα έβγαινε να κάνει ψώνια και μάλιστα μόνη της, καθώς η θεία Αργυρώ έλειπε εδώ και δύο μέρες, είχε πάει να επισκεφτεί τον ένα της γιο που ζούσε με την οικογένειά του στην Άγκυρα. Η σκέψη και μόνο ότι μπορεί να βρισκόταν μόνη της κάπου μέσα σ’ αυτήν την κόλαση έκανε το μυαλό μου να σαλέψει. Βγήκα αλλόφρων από το μαγαζί, ούτε καν έκανα τον κόπο να κλειδώσω, θα ήταν μάταιο εξάλλου. Άρχισα να τρέχω μέσα στους δρόμους και να φωνάζω το όνομά της απελπισμένα. Πέρασα από όλα τα μαγαζιά που ήξερα πως της άρεσε να επισκέπτεται, πουθενά δεν τη βρήκα. Γύρω μου ο κόσμος κατέρρεε, έβλεπα ανθρώπους να παλεύουν να σώσουν τις περιουσίες μα και τις ζωές τους, άκουγα φωνές γυναικών να παρακαλάνε για έλεος, εγώ όμως δεν έβλεπα τίποτα, το βλέμμα μου έψαχνε μόνο εκείνη. Και την είδα ξαφνικά. Ανατρίχιασα στην εικόνα της. Γυρισμένη με το πρόσωπο σε ένα τοίχο, πίσω της ένας Τούρκος, με το ένα του χέρι την είχε ακινητοποιήσει, τραβώντας την από τα μαλλιά και με το άλλο προσπαθούσε να ανεβάσει το φουστάνι της, εκείνη πάλευε ούρλιαζε. Όλα κοκκίνισαν, δεν θυμάμαι και πολλά από εκείνη τη στιγμή, μόνο τα χέρια μου να αρπάζουν το κεφάλι του και να το χτυπάνε με δύναμη στον τοίχο ξανά και ξανά, το στόμα μου να λέει ακατάληπτες βρισιές, την Κατίνα να μου φωνάζει «Μη Στέλιο, φτάνει!» και αίμα, αίμα να πετάγεται παντού! Όταν τελείωσα, ήμουν σε κατάσταση αμόκ, ο Τούρκος ήταν πεσμένος στο πεζοδρόμιο, δεν ξέρω αν ανέπνεε, πάντως το κρανίο του ήταν σχεδόν πολτοποιημένο. 

Άρπαξα το χέρι της Κατίνας που κοιτούσε σοκαρισμένη κι αρχίσαμε να τρέχουμε προς το σπίτι. Φτάσαμε μετά κόπων και βασάνων και σφαλίσαμε πίσω μας την πόρτα. Τώρα δεν έμενε παρά να περιμένουμε μέχρι όλα να τελειώσουν και να μετρήσουμε τις απώλειές μας. Ο θείος μου και τα δύο από τα ξαδέρφια μου δεν ήταν στο σπίτι. Καθίσαμε στο σαλόνι, μαζί με τις γυναίκες τους και τις υπηρέτριες και το μόλις 6 μηνών βρέφος του ενός και περιμέναμε σιωπηλά. Ο φόβος και η αγωνία μας κατέκλυζαν αλλά δεν δείχναμε τίποτα, προσπαθούσαμε να δώσουμε ο ένας στον άλλο θάρρος. Δύο μέρες κράτησε το πογκρόμ. Κατά διαστήματα, έφτανε και κάποιος στο σπίτι, ευτυχώς μόνο με αμυχές και ελαφριά τραύματα. Η Κατίνα δεν έβγαλε μιλιά όλο το διάστημα. Όποτε χρειαζόταν κάποιος φροντίδα έτρεχε να βοηθήσει, τις υπόλοιπες ώρες ήταν κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, αλλά ούτε ακούστηκε η φωνή της, ούτε πρόβαλε το γλυκό της χαμόγελο να μου δώσει δύναμη και παρηγοριά. 

Μετά τη λήξη των επεισοδίων, κατεβήκαμε στο μαγαζί να επιθεωρήσουμε την κατάσταση. Η ζημιά ήταν ανυπολόγιστη. Όλα τα έπιπλα, τα ράφια, οι βιτρίνες σπασμένα, όσο εμπόρευμα δεν είχε κλαπεί είχαν φροντίσει να το σκίσουν, να το καταστρέψουν. Ο θείος και τα ξαδέρφια μου απαρηγόρητοι. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι το ίδιο βράδυ μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Μπήκα στο δωμάτιό μας και βρήκα την Κατίνα μου να κλαίει με λυγμούς. Έτρεξα στο πλευρό της. «Τι συμβαίνει κοριτσάκι μου; Είσαι ακόμα τρομαγμένη; Έλα εδώ… Όσο ζω εγώ κανείς δεν θα σε πειράξει, κανείς ακούς;», της είπα αλαφιασμένος. Με κοίταξε στα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Στέλλιο θέλω να φύγουμε». «Τι εννοείς να φύγουμε, πού να πάμε;» «Πίσω στην πατρίδα...» «Τι πράγμα;;; Πώς σου ήρθε τώρα αυτό» πετάχτηκα όρθιος. «Εντάξει, καταλαβαίνω ότι τρόμαξες, αλλά τελείωσε τώρα! Ε όχι και να φύγουμε!» Ξαναπήρε μια βαθιά ανάσα «Στέλλιο, σοβαρά σου μιλάω. Θέλω να γυρίσουμε σπίτι μας». «Εδώ είναι το σπίτι μας!!!» της φώναξα. «Κατίνα σύνελθε! Εδώ έχουμε χτίσει μια ζωή, δεν θα την πετάξουμε επειδή είχαμε μερικές φασαρίες!» «Δεν έχει σχέση με αυτό», με ξάφνιασε. «Μου λείπει η πατρίδα, μου λείπει το χωριό, το σπίτι μου. Η οικογένειά σου μου έχει φερθεί υπέροχα και τους αγαπάω σαν δικούς μου ανθρώπους, μα στην Κωνσταντινούπολη πάντα θα νιώθω ξένη… σε παρακαλώ…», με κοίταξε ικετευτικά. «Κατίνα σε λατρεύω και το ξέρεις, μα αυτή τη χάρη δεν θα στην κάνω! Εφτά χρόνια παλεύουμε και τώρα χωρίς λόγο θες να τα τινάξουμε όλα στον αέρα;» «Όχι και χωρίς λόγο! Στέλλιο, ξέχασες την υπόσχεση που μου έδωσες;» Το αίμα μου πάγωσε. «Μου υποσχέθηκες πως ό,τι κι αν γίνει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα γυρίσουμε πίσω και θα βρούμε τον αδερφό μου. Έκανα εφτά χρόνια υπομονή, τώρα θέλω να εκπληρώσεις τον όρκο σου! Εκτός κι αν…» «Εκτός κι αν τι;» τη ρώτησα. « Εκτός κι αν ήταν μόνο λόγια, ψεύτικα λόγια για να με πείσεις να φύγουμε. Εκτός κι αν … ω Θεέ μου! Είναι νεκρός έτσι; Είναι νεκρός και μου το έχεις κρύψει, αυτό είναι, αυτό…» «Όχι βέβαια!» τη διέκοψα πριν πάθει νευρική κρίση. «Ήταν ζωντανός όταν φύγαμε, είμαι σίγουρος, πίστεψέ με…» Αναστέναξα. Ήξερα πως κάποια στιγμή θα ερχόταν η μέρα αυτή, ήταν αναπόφευκτο. «Εντάξει Κατίνα. Κέρδισες. Θα φύγουμε… όμως όχι αμέσως. Πρώτα θα βοηθήσω το θείο να ξαναστήσει το μαγαζί που σχεδόν καταστράφηκε. Εκείνος στη δύσκολη στιγμή μας περιέθαλψε και μας στάθηκε σαν πατέρας, δεν τον εγκαταλείπω τώρα στην ανάγκη! Μόλις ορθοποδήσει και βεβαιωθώ πως δεν με χρειάζεται θα φύγουμε..» είπα με παραίτηση. Ήξερα πως για μένα θα ήταν πολύ επικίνδυνη μια επιστροφή στην Ελλάδα εκείνη τη στιγμή, ήταν σαν να παίζω τη ζωή μου κορώνα γράμματα, αλλά δεν ήθελα να της το πω, δεν ήθελα να τη φορτώσω με ένα τέτοιο βάρος. Στο κάτω κάτω οι δικές μου επιλογές με είχαν φέρει σε αυτό το σημείο. Στο κάτω κάτω της το χρώσταγα…

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 2ο




Όταν έφτασα στο προκαθορισμένο σημείο, την είδα να στέκει εκεί, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Ήταν κατάχλωμη, άυπνη, φοβισμένη, τα μάτια της πρησμένα από το κλάμα, μα ακόμα τόσο, τόσο όμορφη! Της είπα τη μισή αλήθεια. Ότι οι γονείς της είχαν πεθάνει δεν μπορούσα και δεν ήθελα να της το κρύψω. Όταν όμως με ρώτησε για τον αδερφό της, της είπα ότι δεν πρόλαβα, ότι οι αντάρτες είχαν ήδη φύγει και τον είχαν πάρει μαζί τους. Την καθησύχασα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να του κάνουν κακό, ότι τα παιδιά δεν τα πείραζαν, αντίθετα τα κρατούσαν κοντά τους και τα γαλουχούσαν ώστε να γίνουν το νέο αίμα του κινήματος. Φυσικά η ιδέα και μόνο αυτή της έφερε αηδία, αλλά τουλάχιστον παρηγορήθηκε με τη σκέψη ότι ο αδερφός της ζούσε και δεν διέτρεχε άμεσο κίνδυνο. «Κατίνα μου, δεν πρέπει να καθυστερήσουμε άλλο, ήρθε η ώρα να φύγουμε». «Στέλλιο, το ξέρω, αλλά κατάλαβέ με. Έχασα τα πάντα… Θέλω να μου ορκιστείς κάτι. Δεν με νοιάζει πού θα πάμε, πόσο καιρό θα μας πάρει, αλλά θέλω να μου ορκιστείς ότι μια μέρα θα ψάξουμε και θα βρούμε τον αδερφό μου. Ορκίσου το!» «Εντάξει, κορίτσι μου. Στο ορκίζομαι», της είπα. Έναν όρκο που άργησα πολύ να εκπληρώσω…»

Στο σημείο αυτό, η ανάσα του βάρυνε, τα μάτια του στένεψαν κι η αφήγηση σταμάτησε.
-Ε, κυρ Στέλλιο, είσαι καλά; Λίγο νερό, πιες λίγο νερό.
-Εντάξει είμαι αγόρι μου, είπε αφού ήπιε μερικές γουλιές.
-Καλύτερα να σταματήσουμε. Σε κούρασαν τόσα λόγια και φορτίστηκες, φοβάμαι μην πάθεις κάτι.
-Όχι! Σε παρακαλώ, έχω ανάγκη να τα βγάλω από μέσα μου. Δεν ξέρω πόσο χρόνο έχω, μην ξεχνάς έχω πατήσει τα 82! Πρέπει να τα πω όλα, να εξιλεωθώ. Σε ικετεύω μη με σταματάς!
Δεν μπόρεσα να αρνηθώ. Έγειρα πίσω στην καρέκλα μου και τον άφησα να μου ανοίξει την καρδιά του. Η ιστορία του ήταν ό, τι πιο απίστευτο είχα ακούσει ποτέ.

-Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα ήμασταν φυγάδες, κυνηγημένοι. Στην Ελλάδα δεν μπορούσαμε να μείνουμε. Εγώ ήμουν γνωστός αριστερός και το πιθανότερο ήταν να κατέληγα στη φυλακή καταδικασμένος σε εκτέλεση. Από την άλλη, οι δικλείδες ασφαλείας του κινήματος ήταν βέβαιο πως θα είχαν λειτουργήσει άψογα και σχεδόν όλοι θα γνώριζαν πλέον την αποστασία μου. Κινδυνεύαμε τόσο εκεί όσο και σε οποιαδήποτε χώρα με κομουνιστικό καθεστώς. Η μόνη λύση που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να κρυβόμαστε τη μέρα και να ταξιδεύουμε τη νύχτα. Χρήματα δεν είχαμε, ευτυχώς ήταν άνοιξη και η ευλογημένη ελληνική φύση μας παρείχε τα βασικά ώστε να μην πεθάνουμε από την πείνα, τη δίψα και το κρύο. 

Προορισμός μας αρχικά η Κωνσταντινούπολη. Φτάσαμε με τα πόδια ως το Κιλκίς. Εκεί, είχα έναν παλιό γνώριμο που μου χρωστούσε χάρη. Περάσαμε ένα βράδυ στο σπίτι του, όπου για πρώτη φορά εδώ και μέρες μπορέσαμε να πλυθούμε, να φάμε και να κοιμηθούμε σαν άνθρωποι. Εκείνος φρόντισε να μας βάλει σε ένα φορτηγό, που μετέφερε πολιτικούς φυγάδες στην Τουρκία, με τη συμφωνία μόλις περάσουμε τα σύνορα να βρούμε μια ευκαιρία να κατέβουμε κρυφά, γιατί αν μας έβρισκαν μέσα οι υπεύθυνοι για την παραλαβή των προσφύγων, θα έβρισκε μεγάλο μπελά. Με την ψυχή στο στόμα, μην τυχόν και μας καταλάβουν ότι δεν είμαστε δικοί τους, ταξιδέψαμε. Ευτυχώς, ήταν ο καθένας τους χαμένος στη δική του απόγνωση και δεν ανταλλάξαμε σχεδόν καμία κουβέντα. Όλοι αντιμετωπίζαμε το ίδιο αβέβαιο μέλλον, τον ίδιο φόβο για το πού θα μας έβρισκε η μέρα που θα ξημέρωνε και οι επόμενες. Αμέσως μετά τα σύνορα, ο οδηγός που ήταν μιλημένος έκανε μια στάση για να ξεμουδιάσει και να κάνει την ανάγκη του. Βρήκαμε την κατάλληλη στιγμή και πηδήξαμε έξω. Ένας δυο από τους συνταξιδιώτες πετάχτηκαν όρθιοι παραξενεμένοι, αλλά τελικά δεν έκαναν καμιά κίνηση, είχαν τα δικά τους προβλήματα να σκεφτούν, δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με ένα ζευγάρι τρελών που αποφάσισαν να ρισκάρουν τη ζωή τους. Οι υπόλοιποι ευτυχώς ούτε που ασχολήθηκαν. Βρεθήκαμε για άλλη μια φορά στο πουθενά και τώρα ήταν όλα άγνωστα, δεν είχαμε ιδέα πού έπρεπε να πάμε. Ευτυχώς, ο γνωστός μου είχε φτιάξει έναν αυτοσχέδιο χάρτη της περιοχής, ώστε να μπορέσουμε κάπως να προσανατολιστούμε και να φτάσουμε στο Βόσπορο. Από εκεί θα έπρεπε να βρούμε τρόπο να περάσουμε απέναντι στην Πόλη, όπου έμενε η αδερφή της μάνας μου.

 Η μάνα μου ήταν από τη Σμύρνη, κατέφθασε στη Χίο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Η αδερφή της είχε φύγει 2 χρόνια νωρίτερα, είχε παντρευτεί έναν Έλληνα υφασματέμπορα στην Κωνσταντινούπολη. Είχαν όλα τα χρόνια επαφή μέσω γραμμάτων κι έλπιζα να δεχτεί να βοηθήσει το μονάκριβο ανιψιό της στην τόσο δύσκολη στιγμή. Εξάλλου, η Τουρκία ήταν η πιο ασφαλής επιλογή, καθώς δεν είχε πληγεί ιδιαίτερα από τον πόλεμο, η παρουσία των Ελλήνων ήταν κάτι το συνηθισμένο και σε αντίθεση με όλες τις Βαλκανικές χώρες που συνόρευαν με την Ελλάδα, δεν υπήρχε κομουνισμός ούτε αντικομουνισμός. Ήταν η μόνη μας ευκαιρία να φτιάξουμε ένα μέλλον, ένα σπιτικό. 

Οι επόμενες μέρες και νύχτες ήταν πολύ δύσκολες, τυλιγμένες με το πέπλο της αβεβαιότητας, του φόβου και γεμάτες κούραση. Μα είχα την Κατίνα μου κι αυτό μου έδινε όλη τη δύναμη που χρειαζόμουν. Εκείνη, είχε αδυνατίσει πολύ, είχε ρέψει, τόσο από την κακουχία όσο και από τον καημό της, αλλά έδειχνε τέτοια αντοχή και ανοχή που πραγματικά τη θαύμασα! Δεν παραπονέθηκε στιγμή, δεν βαρυγκώμησε, μόνο η μελαγχολία στο βλέμμα της μαρτυρούσε τον πόνο της ψυχής της, μα εμένα απλά μου χαμογελούσε, μου κρατούσε το χέρι και μου χαμογελούσε. Είχαμε έρθει πολύ κοντά αυτό το διάστημα. Τα βράδια προχωρούσαμε και τις μέρες βρίσκαμε ένα ασφαλές μέρος να κρυφτούμε. Εκείνες οι ώρες ήταν μαγικές. Καθόμασταν αγκαλιά και μιλούσαμε ασταμάτητα. Για τις ζωές μας πριν συναντηθούμε, για τα όνειρά μας, για αυτά που θέλαμε να κάνουμε μαζί. Ονειρευόμασταν μια μέρα να ταξιδέψουμε στον κόσμο. Να φτάσουμε πολύ μακριά, μέχρι την Κίνα και την Ιαπωνία, την Αίγυπτο και την Αφρική. Η Κατίνα είχε ένα θείο ναυτικό και μεγάλωσε με τις ιστορίες του από τα θαλασσινά του ταξίδια, ιστορίες μαγικές που μου τις διηγιόταν κι εμένα και έκανε μεγαλύτερη τη δίψα μου για το ταξίδι μας. Όταν ήμασταν σίγουροι πως δεν κινδυνεύουμε, η Κατίνα έπιανε το τραγούδι. Σαν άγγελος τραγουδούσε. Ένας άγγελος ήταν. Χανόμουν κάθε φορά που τα χείλη της άγγιζαν τα δικά μου, κάθε φορά που κούρνιαζε στο στέρνο μου σαν σπουργιτάκι. 

Θυμάμαι μια φορά, είχαμε βρει ένα πλάτωμα δίπλα σε ένα ποτάμι, που τα πλατάνια το προστάτευαν από τα αδιάκριτα βλέμματα. Εγώ απομακρύνθηκα να βρω κάτι φαγώσιμο και η Κατίνα βρήκε την ευκαιρία να απολαύσει ένα μπάνιο στα δροσερά νερά. Όταν γύρισα βρέθηκα μπροστά σε ένα θέαμα που μου έκοψε την ανάσα. Εκείνη, ολόγυμνη, μέσα στα διάφανα νερά, τα μαύρα της μαλλιά ριγμένα πίσω, μια οπτασία ζωντανή. Δεν πρόλαβα καν να το σκεφτώ κι είχα ήδη βρεθεί γυμνός στο πλάι της. Πιο πολύ με εξέπληξε η αντίδρασή της. Δεν φάνηκε να παραξενεύεται ή να ντρέπεται, αντίθετα ήταν σαν να με περίμενε, με πλησίασε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου χαμογελώντας. Θεέ μου πόσο την ήθελα εκείνη τη στιγμή! Παραδοθήκαμε κι οι δυο σε ένα βαθύ φιλί, οι αναπνοές μας επιταχύνθηκαν και τα χέρια μου, σαν να είχαν αυτονομηθεί από το υπόλοιπο σώμα μου, τη γέμιζαν με χάδια. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο εύκολο θα ήταν να παρασυρθούμε εκείνη την ώρα. Όμως, με όση αυτοσυγκράτηση μπόρεσα να συγκεντρώσω, απομακρύνθηκα από κοντά της. Η Κατίνα ήταν για μένα κάτι το ιερό, δεν θα της φερόμουν σαν μια κοινή, μια οποιαδήποτε γυναίκα. Θα την έκανα δική μου μόνο το πρώτο βράδυ του γάμου μας, ούτε λεπτό νωρίτερα. 

Το ταξίδι μας συνεχίστηκε αρκετές μέρες ακόμα. Συνολικά, περίπου ένα μήνα περιπλανιόμασταν στα βουνά, από τη μέρα που αφήσαμε πίσω μας το χωριό της. Όταν ένα ευλογημένο πρωινό πατήσαμε το πόδι μας στην Κωνσταντινούπολη, από τη χαρά μου που τελείωναν επιτέλους τα βάσανά μας, έσκυψα και φίλησα το χώμα κι έπειτα έκλαψα σαν μωρό παιδί. Από τα γράμματα της μάνας μου θυμόμουν περίπου τη διεύθυνση της θείας μου. Ρωτήσαμε εδώ και εκεί και επιτέλους το βρήκαμε. Μια νέα αγωνία με πλημμύρισε. Είχα τρία χρόνια που είχα φύγει από τη Χίο, δεν ήξερα αν έχει αλλάξει κάτι, αν η θεία μου ζούσε ακόμα, αν έμενε εκεί. Με τρεμάμενα χέρια χτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε μια γυναίκα μεσόκοπη, λίγο κάτω από τα 50. Μόλις την είδα κατάλαβα ότι ήταν η θεία μου. Είχε ακριβώς τα ίδια μάτια με τη μάνα μου, τα ίδια γαλάζια μάτια που κληρονόμησα κι εγώ. «Παρακαλώ;» με ρώτησε. Μας κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω, έτσι λεροί και ταλαιπωρημένοι που ήμασταν. «Είστε η κα Αργυρώ;» «Ναι, εγώ είμαι. Τι θα θέλατε;» απόρησε. Το χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου μάλλον θα είχε κάνει εντονότερη την απορία της, αν δεν έμοιαζα τόσο πολύ στη μάνα μου. «Μη μου πεις!...» ψέλλισε. «Σου λέω! Θεία, εγώ είμαι, ο Στέλιος, ο γιος της Μαριγώς». Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα, κάτι πήγε να πει, αλλά τελικά δεν μίλησε, μόνο με τράβηξε και με έχωσε στην αγκαλιά της. Ένα μείγμα από γέλια, δάκρυα, νουθεσίες και μαλώματα γέμισε τη γειτονιά. «Παλικάρι μου! Αγόρι μου πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Άτιμο πλάσμα, θα την πεθάνεις βρε αθεόφοβε τη μάνα σου! Όλο για σένα μου γράφει πως τα βρόντηξες και την ξέχασες κι ούτε αν ζεις ή αν πέθανες δεν ξέρει! Με τον καημό σου θα πάει βρε, έτσι κάνουν οι καλοί γιοι; Αχ, τζιέρι μου! Αχ παιδάκι μου!» Ντράπηκα για τα λόγια της. Ντράπηκα τον εαυτό μου, μα πιο πολύ την Κατίνα μου, τι θα σκεφτόταν τώρα για μένα... Εκείνη σαν να διάβασε τη σκέψη μου, με καθησύχασε με ένα από τα υπέροχα χαμόγελά της, που μου είχαν γίνει απαραίτητα σαν τον αέρα που ανέπνεα. 

Μετά το πρώτο σοκ, η θεία Αργυρώ μας έμπασε στο σπίτι. Εκεί μας έδωσε να φάμε και να πιούμε, καθαρά ρούχα να αλλάξουμε και μας άφησε να ξαποστάσουμε. Έπειτα, ήρθε η ώρα της αλήθειας. Οι ερωτήσεις ήταν πολλές κι απανωτές και δεν υπήρχε περίπτωση να της ξεφύγουμε. Σιγά σιγά, της τα είπαμε όλα. Έμεινε για λίγο σκεφτική. Ύστερα, σηκώθηκε, με πλησίασε και με πήρε στην αγκαλιά της. «Το παιδί της αδερφής μου είναι παιδί μου» είπε απλά. Μετά, προχώρησε προς την Κατίνα. «Δεν ξέρω κορίτσι μου ποια τρέλα σε έσπρωξε να τον ακολουθήσεις, αλλά πρέπει να τον αγαπάς πολύ.» Η Κατίνα κοκκίνισε και κατέβασε το βλέμμα κι η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο. Ποτέ δεν είχε πει πως μ’ αγαπούσε. Το έδειχνε βέβαια, με τα χάδια και τη φροντίδα της, αλλά δεν το είχε παραδεχτεί ποτέ ανοιχτά. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και κοίταξε τη θεία μου στα μάτια. Οι γυναίκες έχουν πάντα έναν τρόπο να συνεννοούνται χωρίς λόγια. Έτσι κι η θεία μου της είπε «Το φαντάστηκα. Ωραία λοιπόν, από σήμερα εδώ είναι το σπίτι σου. Αλλά…» γύρισε σε μένα «…δεν ξέρω τι κάνατε τόσο καιρό στα βουνά και δε με ενδιαφέρει. Εδώ όμως θα ζήσετε σαν νόμιμο ζευγάρι, δεν θα δεχτώ τίποτα άλλο. Θα ορίσουμε το γάμο όσο πιο σύντομα γίνεται, θα καλέσουμε και την έρμη τη μάνα σου που έχει τρελαθεί από την αγωνία της. Κι ως τότε, θα κοιμάστε χώρια. Κατανοητό;» «Φυσικά», έγνεψα καταφατικά. Αν και μου κακοφαινόταν μετά από τόσο καιρό που ήμασταν αχώριστοι να πρέπει να μένουμε σε διαφορετικά δωμάτια, ήξερα πως η θεία Αργυρώ είχε δίκιο, έτσι ήταν το σωστό. Τώρα που ήξερα πως μ’ αγαπούσε, μπορούσα να περιμένω για πάντα! Ο γάμος ορίστηκε σε τρεις εβδομάδες.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 1ο



Ήταν ένα δροσερό Κυριακάτικο πρωί του Σεπτέμβρη. Πιστοί κι οι δυο στο ραντεβού μας, όπως κάθε Κυριακή. Το γραφικό καφενεδάκι στην Πλάκα έσφυζε από ζωή από τις 11:00 και μετά και για αυτό επιλέγαμε πάντα να το επισκεπτόμαστε πολύ νωρίτερα, κατά τις 9:00 που μόλις άνοιγε. Δεν ενοχλούσαμε και δεν μας ενοχλούσαν, μάλιστα πλέον είχαν μάθει και πώς προτιμούσε ο καθένας μας τον καφέ του και μας τον σέρβιραν αμέσως. Παράξενη παρέα θα σκεφτόταν σίγουρα όποιος μας έβλεπε μαζί. Εγώ νεαρός, στα 25 μου, γεροδεμένος, μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Εκείνος σίγουρα πάνω από τα 80, κυρτωμένος και πολύ αδύνατος, ελάχιστα λευκά μαλλιά στο κεφάλι του. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μιλήσαμε. Αγαπημένη συνήθεια για μένα το πολύ πρωινό ξύπνημα και η εφημερίδα μου παρέα με το καφεδάκι μου. Δυο χρόνια σχεδόν περνούσα έτσι τις Κυριακές μου κι ήμουν στ’ αλήθεια ευγνώμων για τις λίγες αυτές στιγμές μοναξιάς. Ήμουν πάντα ο μοναδικός θαμώνας, ώσπου μια μέρα με έκπληξη είδα να καταφτάνει αυτός ο παράξενος ηλικιωμένος άντρας, με το καπέλο με γείσο και το λουλούδι καρφιτσωμένο στο πέτο, ένα γαρύφαλλο κόκκινο. Έμεινα να τον παρατηρώ αρκετή ώρα. Εικόνα μιας άλλης εποχής, περασμένης, που όμως δεν έδειχνε παράταιρη με το παλιομοδίτικο περιβάλλον του καφενείου. Ίσως για αυτό να το είχε επιλέξει. Ίσως για αυτό να το είχα επιλέξει κι εγώ. Δεν ξέρω γιατί μου κίνησε τόσο έντονα την περιέργεια. Ήταν κάτι στο ανάστημά του, στη στάση του σώματός του που μου έλεγε πως ο άνθρωπος αυτός κουβαλούσε μέσα του βάρος, πόνο. Έμεινε περίπου μια ώρα. Όλο αυτό το διάστημα στέκονταν ακίνητος και κοιτούσε κάτι που κρατούσε μέσα στην παλάμη του. Μια χαμογελούσε και μια έμοιαζε να δακρύζει. Έπειτα, σηκώθηκε, άφησε πάνω στο τραπεζάκι τα χρήματα κι έφυγε. Την επόμενη εβδομάδα ξαναήρθε. Και την επόμενη και τη μεθεπόμενη και πολλές ακόμα. Πάντα το ίδιο σκηνικό, οι ίδιες κινήσεις. Και κάθε φορά έπιανα τον εαυτό μου να τον παρατηρεί, να ξεχνάει την εφημερίδα που κατέληγε αδιάβαστη σε κάποιον κάδο ανακύκλωσης και να πλάθει ιστορίες για τον άγνωστο αυτό παππού. Ποιος ήταν; Από πού είχε έρθει; Τι κρατούσε; Ποιο μεγάλο μυστικό τον έτρωγε; Είχε άραγε οικογένεια; Παιδιά, εγγόνια, φίλους, κάποιον τέλος πάντων να τον νοιάζεται; Εκείνος έμοιαζε πάντα χαμένος στις σκέψεις του, δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται καν την παρουσία μου, πόσο μάλλον το βλέμμα μου που ήταν κολλημένο πάνω του. Μια Κυριακή δεν ήρθε. Η αγωνία με κατέκλυσε. Μήπως έφυγε; Μήπως έπαθε κάτι; Κι αν δεν ξανάρθει ποτέ; Τόσες ερωτήσεις στο μυαλό μου και ποτέ δεν τις ξεστόμισα, τώρα θα έμενα με την απορία. Δυο Κυριακές πέρασαν, ώσπου ξεπρόβαλε και πάλι η γνώριμη φιγούρα του. Η ανακούφισή μου γρήγορα αντικαταστάθηκε από ανυπομονησία. Αυτή τη φορά το είχα αποφασίσει, θα το τολμούσα, θα του μιλούσα. Πλησίασα σιγά σιγά.
-Καλημέρα σας! ,είπα όσο πιο ατάραχα μπορούσα. Για κάποιο αδιόρατο λόγο, μου προκαλούσε νευρικότητα αυτή η επαφή.
-Κι έλεγα δεν θα μου μιλήσει ποτέ αυτό το παιδί; μου απάντησε και στο πρόσωπό μου ζωγραφίστηκε η έκπληξη. Γύρισε προς το μέρος μου και τότε αντίκρισα τα πιο καθαρά γαλανά μάτια που είχα δει ποτέ. Χαμογέλασε.
-Ξέρετε, εγώ… θέλω να πω… αν ενοχλώ…
-Δεν πας να φέρεις το καφεδάκι σου εδώ, να τα πούμε λιγάκι; Η παρέα νέων ανθρώπων είναι αναζωογονητική. Και πολύ σπάνια στην ηλικία μου, μου αντιγύρισε όλο καλοσύνη.
Αυτό ήταν. Από εκείνη τη μέρα το Κυριακάτικο πρωινό μου άλλαξε. Οι μοναχικές στιγμές αντικαταστάθηκαν από ατέλειωτες συζητήσεις με έναν υπέροχο άνθρωπο. Δέσαμε και ενωθήκαμε όπως ένας παππούς με τον εγγονό του, όπως δυο καλοί κι αγαπημένοι σύντροφοι. Δεν υπήρχε θέμα που να μην αγγίξουμε, τα λόγια του έσταζαν πείρα και σοφία και εγώ τα ρουφούσα σαν νέκταρ. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το καφεδάκι μας κατέληγε να γίνεται τσιπουράκι με μεζέ και μας έπαιρνε απόγευμα να γυρίσουμε σπίτια μας. Περνούσαμε υπέροχα κι όμως πάντα έβλεπα μια μελαγχολία στο βλέμμα του, ένιωθα πως υπήρχαν πράγματα που δίσταζε να μοιραστεί μαζί μου. Η αλήθεια ήταν ότι κυρίως για μένα μιλούσαμε. Για εκείνον ήξερα μονάχα ότι τον έλεγαν Στέλλιο, ήταν από τη Χίο, είχε παντρευτεί και είχε χηρέψει. Τίποτα περισσότερο. Όμως εκείνη τη μέρα, κάτι είχε αλλάξει. Όταν έφτασα στο καφενεδάκι, τον βρήκα να με περιμένει ήδη εκεί. Κρατούσε κάτι ανάμεσα στα χέρια του και το κοιτούσε επίμονα, όπως όλα τα πρωινά πριν αρχίσουμε να κάνουμε παρέα. Τον πλησίασα διστακτικά, δεν ήξερα αν έπρεπε να διακόψω αυτή τη στιγμή που μου έμοιαζε πολύ προσωπική. Αντιλήφθηκε την παρουσία μου, αλλά δεν γύρισε το βλέμμα του σε μένα. Μου μίλησε και η φωνή του ήταν σπασμένη.
-Κοίτα. Η γυναίκα μου είναι, μου είπε και μου έτεινε μια μικρή στρογγυλή κορνίζα, με μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μια πραγματικά πανέμορφη μελαχρινή γυναίκα, με τα μαλλιά πιασμένα ψηλά, ένα λευκό δαντελένιο φουστάνι και ένα θεϊκό χαμόγελο. Πρέπει να ήταν τη μέρα του γάμου τους. Την περιεργάστηκα αρκετή ώρα, η φωνή του με διέκοψε.
-Ποτέ δεν κατάλαβα πώς αυτό το πανέμορφο πλάσμα αγάπησε εμένα!
-Εγώ νομίζω πως στα νιάτα σου κυρ- Στέλλιο πρέπει να ήσουν μορφονιός!
-Καλός ήμουν! Αλλά την ομορφιά της Κατίνας μου δεν την έβρισκες αλλού στον ντουνιά. Και δεν εννοώ μόνο το πρόσωπό της, το σώμα της που και άγιο θα κόλαζε. Λέω για την ομορφιά της ψυχής της. Τόσο καλή, τόσο γλυκεία, τόσο αθώα. Ένας μικρός θεός ένιωθα δίπλα της, η τύχη με ευλόγησε και την έφερε στη ζωή μου.
-Την αγαπούσες πολύ…
-Τη λάτρευα αγόρι μου. Ήταν η ζωή μου. Άσε με σε παρακαλώ να σου μιλήσω για αυτήν, να σου ανοίξω την καρδιά μου, γιατί έχω βάρος μέσα μου μεγάλο.
-Σε ακούω, του είπα με καθόλου προσποιητό ενδιαφέρον.
-Η ιστορία μας αρχίζει παλιά, πολύ παλιά, λίγο μετά τον πόλεμο, στη διάρκεια του Εμφυλίου. Ξέρεις, τότε η ζωή ήταν πολύ σκληρή κι εμείς οι άνθρωποι ακόμα πιο σκληροί. Δεν ήταν πως το θέλαμε, μα έπρεπε να επιβιώσουμε. Τα χάδια και τα φιλιά, η στοργή της μάνας, όλα αυτά που για εσάς σήμερα είναι αυτονόητα, για τους περισσότερους από εμάς τότε ήταν πολυτέλεια, πράγματα άγνωστα. Όσα παιδιά γλιτώναν από το παιδοσώσιμο των αριστερών και τις παιδικές κατασκηνώσεις της Φρειδερίκης, εργάζονταν σκληρά για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος με τους Γερμανούς εγώ ήμουν 16 χρονών παλικαράκι, γοητευμένο από την ιδέα ενός νέου κόσμου, πιο δίκαιου και πιο αληθινού. Το έπος των αγωνιστών του ΕΑΜ κυλούσε στις φλέβες μας και δεν υπήρχε νέος που να μη θέλει να ακολουθήσει τα χνάρια των μεγάλων καπεταναίων όπως ήταν ο Βελουχιώτης. Θέλαμε να χτίσουμε ένα αύριο καθαρό και δεν καταλαβαίναμε τότε ότι το καθαρό αύριο δεν μπορείς να το χτίσεις βάφοντας τα χέρια σου με αίμα. Αίμα της πατρίδας σου, αίμα αδερφικό. Τόση κατρακύλα της ανθρώπινης φύσης, τόση φρίκη αγόρι μου σου εύχομαι να μην αντικρίσεις ποτέ, ούτε και κανένας άλλος. Ταμπουρωθήκαμε πίσω από ταμπέλες, αριστερός, δεξιός, καπιταλιστής, προδότης και ξεχάσαμε να είμαστε άνθρωποι. Όταν συνάντησα για πρώτη φορά την Κατίνα μου, ο Εμφύλιος ήταν στο αποκορύφωμά του, μα για μένα έληξε εκείνη τη στιγμή. Από εκεί και έπειτα υπήρχαν μόνο τα μάτια της. Ήμασταν σε ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, ο κόσμος είχε χωριστεί κι εκεί σε δυο κομμάτια, οι επαναστάτες και οι φασίστες. Είχαμε πάει με τον καπετάνιο μας να κάνουμε λαϊκό δικαστήριο. Έτσι λέγαμε τις δίκες που γίνονταν στην πλατεία του χωριού, όπου ο κατηγορούμενος για φασισμό καταδικαζόταν σχεδόν πάντα σε θάνατο. Δυστυχώς, κάποιοι «σύντροφοι» έβρισκαν έτσι την ευκαιρία να κλείσουν παλιούς λογαριασμούς με συνοπτικές διαδικασίες. Εκεί την είδα πρώτη φορά, δεμένη πισθάγκωνα. Θα δικαζόταν κι η ίδια κι η οικογένειά της, ήταν βλέπεις η πιο ευκατάστατη οικογένεια του χωριού. Στη σειρά, ο πατέρας της, η μάνα της κι εκείνη. Στις φούστες της κρεμόταν ένα αγοράκι, θα ‘ταν δε θα ‘ταν 6 χρονών, έκλαιγε κι έτρεμε σαν το ψάρι. Εκείνη ήταν ήρεμη, το κοίταζε με αγάπη και του χαμογελούσε, του ψιθύριζε να μη φοβάται, να έχει θάρρος. Κάποια στιγμή σήκωσε το πρόσωπό της και το βλέμμα της κάρφωσε το δικό μου. Με κοίταξε για λίγο κι έπειτα μου χαμογέλασε. Μου χαμογέλασε καταλαβαίνεις; Στεκόταν στη μέση της πλατείας, κατηγορούμενη για κάτι που ούτε καν καταλάβαινε τη σημασία του, αντιμετώπιζε το θάνατο από τα χέρια τα δικά μου και των συντρόφων μου κι αυτή αντί να με κοιτάξει με μίσος, μου χαμογέλασε! Κι ήταν η στιγμή που αιχμαλώτισε για πάντα την καρδιά μου. Έπρεπε πάση θυσία να βρω κάποιον τρόπο να αναβάλω αυτή τη δίκη. Πώς όμως; Τι θα μπορούσα να σκαρφιστώ χωρίς να καταλάβουν οι σύντροφοί μου το ψέμα, χωρίς να θέσω σε κίνδυνο τη ζωή μου; Ήμουν σε απόγνωση. Αυτό το κορίτσι με τα μεγάλα μαύρα μάτια δεν έπρεπε να πεθάνει. Όχι, δεν έπρεπε, γιατί μετά τι λόγο θα είχα εγώ για να ζήσω; Το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς. Μέσα σε δευτερόλεπτά έκανα το πιο παράτολμο και απερίσκεπτο πράγμα της ζωής μου, εύκολα θα μπορούσε να λήξει με μια λεπίδα στο λαιμό μου, αλλά ευτυχώς ο Θεός, που τότε τον λοιδορούσα, με βοήθησε. Πήρα μια από τις χειροβομβίδες που είχαμε για ώρα ανάγκης και την απασφάλισα. Την πέταξα μακριά, στόχευσα δίπλα ακριβώς από το σημείο που είχαμε κατασκηνώσει. Βρήκα το στόχο μου και λίγα δευτερόλεπτα μετά ο τόπος σείστηκε από την έκρηξη. Άρχισα να φωνάζω «σύντροφοι μας χτυπάνε!» κι επικράτησε πανικός. Οι χωριανοί άρχισαν να τρέχουν με τρόμο προς τα σπίτια τους να σωθούν και να προστατεύσουν το βιος τους, οι δε σύντροφοι έτρεξαν προς τις σκηνές να δουν από πού μας χτυπάνε και αν είχαμε θύματα. Μέσα στην αναμπουμπούλα, βρήκα ευκαιρία, άρπαξα την Κατίνα, την έριξα σαν τσουβάλι στον ώμο μου κι άρχισα να τρέχω προς το δάσος, να χαθώ μέσα στα πυκνά δέντρα. Περιέργως, δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση. Δεν ξέρω πόση ώρα τρέχαμε. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Ήταν αδύνατο, ο εγκέφαλος μου δεν έδινε εντολή, έτρεχα κι έτρεχα μέχρι που νύχτωσε, μέχρι που δεν ακουγόταν κανένας γνώριμος ήχος και ο μόνος θόρυβος κοντά μας ήταν αυτός που κάνουν τα πουλιά και το θρόισμα των φύλλων στον άνεμο. Όταν σταμάτησα δεν είχα ανάσα. Ακούμπησα την Κατίνα απαλά δίπλα μου, της έλυσα τα δεσμά, κι έπειτα σωριάστηκα στο υγρό χώμα, σχεδόν λιπόθυμος. Εκείνη ακούμπησε το χέρι της ελαφρά στο μέτωπό μου και μου ψιθύρισε «έχεις πυρετό». Θεέ μου τι αγγελική φωνή! Ψηλάφισε μέσα στη χλαίνη μου και βρήκε το φλασκί με το νερό. Το έβαλε στα χείλη μου κι έσταξε λίγες σταγόνες. Έμεινε εκεί δίπλα μου όλη τη νύχτα και κάθε λίγο μου έβρεχε τα χείλη, για να μην αφυδατωθώ. Εγώ έσφιξα το χέρι της στο δικό μου κι αφέθηκα σε έναν ύπνο βαθύ, δίχως όνειρα, πιστεύοντας πως ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα, πως το πρωί θα είχε χαθεί από κοντά μου. Έκανα λάθος. Με το πρώτο φως του ήλιου να χαϊδεύει το δέρμα μου, άνοιξα τα μάτια και την είδα για άλλη μια φορά να μου χαμογελάει. Με ρώτησε αν ήμουν καλύτερα, εγώ είχα τέτοια ευτυχία, που είχα βγάλει φτερά στα πόδια. «Με λένε Κατίνα», μου είπε. «Στέλλιος» αποκρίθηκα. «Γιατί τα έκανες όλα αυτά Στέλλιο;» με ρώτησε ευθέως. Ειλικρινά δεν ήξερα τι να της απαντήσω και να μη με πάρει για τρελό. Πώς εξηγείς σε κάποια ότι σε έδεσε με ένα της βλέμμα, τόσο άρρηκτα που θα έδινες και τη ζωή σου για εκείνη; Αποφάσισα ότι η αλήθεια ήταν η μόνη επιλογή μου. «Κατίνα, ξέρω πως αυτό που θα σου πω θα σου φανεί παράλογο, γελοίο ίσως, μα από τη στιγμή που τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά σου, ο κόσμος μου όλος έγινε ένα σου χαμόγελο. Δεν μπορούσα να σε αφήσω να κινδυνεύσεις, να πεθάνεις, θα πέθαινε κι η ψυχή μου μαζί σου. Αν το θέλεις σε παίρνω και φεύγουμε αυτή τη στιγμή, πάμε όσο πιο μακριά γίνεται, να χτίσουμε από την αρχή τη ζωή μας μαζί. Νέοι είμαστε, γεροί, θα παλέψω για σένα, θα δουλέψω και τίποτα δεν θα σου λείψει. Στο ορκίζομαι , όσα σου λέω είναι αλήθεια, όσο τρελό κι αν σου ακούγεται, εγώ σ’ αγάπησα με το που σε είδα. Αν δεν με θες, πες το μου και γυρνάμε αμέσως πίσω. Δεν με νοιάζει ούτε το μίσος των συντρόφων μου ούτε τι θα απογίνω, αν μου αρνηθείς την αγάπη σου είμαι χαμένος». Με κοίταξε πολύ έντονα, σκέφτηκε για λίγο. «Εντάξει» μου είπε. «Εντάξει, θα έρθω μαζί σου». Τίναξα με έκπληξη το κεφάλι μου. Δεν το περίμενα, ήμουν έτοιμος να ακούσω την ετυμηγορία από τα χείλη της να μου κλέβει την ανάσα. «Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησα. «Κατίνα, πριν φύγουμε πρέπει να ξέρεις ότι δεν θα είναι εύκολο. Το κόμμα έχει πολύ αυστηρούς κανόνες, αυτό που έκανα δεν μένει ατιμώρητο, πληρώνεται με αποπομπή, με εξορία ή και με θάνατο ακόμα, πρόδωσα τους συντρόφους μου, ως τώρα σίγουρα θα έχουν καταλάβει τι έχει γίνει. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, πρέπει να πάμε κάπου που δεν θα μπορούν να μας βρουν, να μείνουμε για χρόνια, ίσως να μην επιστρέψουμε ποτέ, καταλαβαίνεις; Ποτέ.» «Καταλαβαίνω» αποκρίθηκε με τη μεγαλύτερη φυσικότητα του κόσμου. Εξακολουθούσα να μην πιστεύω στα αφτιά μου. Ένιωσα τον πόθο και την αγάπη μου να φουντώνουν, μα υπήρχε κάτι ακόμα που ήθελα να της πω, πριν τολμήσω να την σφίξω στην αγκαλιά μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωθα την ανάγκη μαζί της να είμαι απόλυτα καθαρός, σαν το γάργαρο νερό. «Θέλω να σου μιλήσω για μένα. Πριν ξεκινήσεις για αυτό το ταξίδι μαζί μου πρέπει να ξέρεις ποιος είμαι. Από 16 χρονών στο αντάρτικο, έχω κάνει πράγματα που πολλοί θα τα ζήλευαν, αλλά και πράξεις για τις οποίες ντρέπομαι. Παράξενο, μέχρι χτες δεν ντρεπόμουν, μου φαίνονταν όλα αναγκαία για το κοινό καλό, τον απώτερο στόχο. Από την ώρα που εμφανίστηκες εσύ, νιώθω γυμνός, νιώθω ντροπή για όσα σπίτια έκλεισα, για όσους ανθρώπους χάλασα, για κάθε δάκρυ που χύθηκε εξαιτίας μου. Δεν είμαι άγιος Κατίνα, κάθε άλλο, είμαι για την ηλικία μου βαριά αμαρτωλός. Θέλεις ακόμα να έρθεις μαζί μου;» Το χαμόγελό της ζέστανε την παγωμένη καρδιά μου. «Στέλιο, δεν τα ήξερα αυτά που μου είπες μόλις, αλλά τα φανταζόμουν. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες για τους καπεταναίους και τους συντρόφους και τα λαϊκά δικαστήρια. Όμως εσύ έχεις το πιο καθάριο βλέμμα που έχω αντικρίσει ποτέ. Δεν ξέρω ποια δύναμη κυρίευσε την ψυχή σου, όμως είμαι σίγουρη πως βαθιά μέσα σου, δεν ήσουν εσύ που τα έκανες όλα αυτά. Μερικές κακές πράξεις, δεν σε κάνουν κακό άνθρωπο. Θα έρθω, στο είπα ήδη, το έχω αποφασίσει». «Σ΄ευχαριστώ!» της είπα συγκινημένος και την έσφιξα πάνω στο στήθος μου. Ποτέ κανείς δεν μου είχε μιλήσει με τόση κατανόηση, τόση στοργή, ποτέ κανείς δεν είχε κάνει καν τον κόπο να κοιτάξει μέσα μου. Κι ήρθε αυτό το κορίτσι και μέσα σε λίγες μόλις ώρες, με διάβασε σαν ανοικτό βιβλίο. «Πάμε;» τη ρώτησα. «Όχι βέβαια!», αποκρίθηκε έντονα. Την κοίταξα όλο απορία. «Δεν μπορούμε να φύγουμε έτσι Στέλλιο. Θα έρθω μαζί σου, ναι, αλλά πρώτα πρέπει να βεβαιωθώ ότι η οικογένειά μου είναι καλά, να τους αποχαιρετίσω». «Κατίνα, μάλλον δεν κατάλαβες. Μέχρι τώρα σίγουρα θα έχουν αντιληφθεί την μπλόφα. Το λαϊκό δικαστήριο θα γίνει κανονικά, τίποτα δεν τελείωσε, απλά κέρδισα λίγο χρόνο… για σένα». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και ξαφνικά δυο βρύσες δάκρυα άρχισαν να τρέχουν. Έπεσε στα πόδια μου και με εκλιπαρούσε «Κάνε κάτι Στέλιο! Πρέπει να τους σώσουμε! Η μάνα, ο πατέρας… ω Θεέ μου, ο αδερφός μου! Είναι μόλις 5 χρονών! Κάνε κάτι σε παρακαλώ..» Δεν άντεχα να τη βλέπω να διαλύεται μπροστά στα μάτια μου, δεν μπόρεσα να της αρνηθώ. Ήξερα μέσα μου πως το να πάω πίσω ήταν άκρως επικίνδυνο και κατά πάσα πιθανότητα μάταιο, αλλά ήταν αδύνατον να πω όχι. Με πολύ κόπο την έπεισα να μείνει εκεί και να με περιμένει. Στην αρχή ήταν ανένδοτη, αλλά της εξήγησα πως αν ερχόταν μαζί μου, θα είχα περισσότερο το νου μου σε κείνη και θα ήταν πιο δύσκολο να σκεφτώ και να αντιδράσω κι έτσι παραιτήθηκε. Έφυγα, αφήνοντας ένα απαλό φιλί στα χείλη της. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν, ο φόβος με είχε κυριεύσει, φόβος για την Κατίνα που ήταν μόνη της στο δάσος- άσχετα αν με διαβεβαίωνε ότι εκεί είχε μεγαλώσει και το ήξερε σαν την παλάμη του χεριού της, φόβος για το τι θα αντιμετώπιζα εκεί, φόβος ότι θα με ανακάλυπταν και θα με κρατούσαν, φόβος για τη ζωή μου, μα πιο πολύ φόβος μήπως δεν την ξαναέβλεπα ποτέ. Αυτή η σκέψη έστειλε ανατριχίλα στην σπονδυλική μου στήλη. Όταν έφτασα στο χωριό είχε σχεδόν νυχτώσει, το σούρουπο μου προσέφερε την τόσο αναγκαία κάλυψη, για να διερευνήσω το χώρο. Πλησίασα την κεντρική πλατεία. Το αίμα μου πάγωσε. Στα κλαδιά του γέρικου πλάτανου κρέμονταν δύο ανθρώπινα σώματα, ένα αντρικό και ένα γυναικείο, οι γονείς της Κατίνας. Κοντοστάθηκα ένα λεπτό, χαμήλωσα το κεφάλι μου και για πρώτη φορά εδώ και χρόνια ένιωσα την ανάγκη να προσευχηθώ. Έκανα το σταυρό μου και ξεκίνησα να φύγω. Καθώς προχωρούσα μέσα στους θάμνους, ένας αργόσυρτος ανεπαίσθητος σχεδόν θόρυβος μου τράβηξε την προσοχή. Οι αισθήσεις μου οξύνθηκαν καθώς πίστεψα ότι με είχαν αντιληφθεί κι έρχονταν να με πάρουν. Σταμάτησα να αναπνέω για μερικά δευτερόλεπτα. Ο θόρυβος πλησίαζε, αλλά δεν έμοιαζε πια απειλητικός, περισσότερο σαν νιαούρισμα ακουγόταν. Αποφάσισα να δω τι ήταν, προχώρησα με όσο θάρρος μου είχε απομείνει κι έφτασα στην πηγή του παράξενου αυτού ήχου. Ανάμεσα στα κλαδιά ενός θάμνου, ανακάλυψα ένα μικρό αγόρι, διπλωμένο σαν κουβάρι, να κλαίει σιγανά. Αναγνώρισα αμέσως το παιδάκι που είχα δει την προηγούμενη μέρα να σέρνεται στις φούστες της Κατίνας. Μόλις κατάλαβε την παρουσία μου, σηκώθηκε τρομαγμένο κι ήταν έτοιμο να ουρλιάξει όταν του έκλεισα με το χέρι το στόμα. «Σσσσσς… Μη φοβάσαι… Με στέλνει η Κατίνα», του είπα. Με κοίταξε με δυσπιστία. «Κοίτα, εγώ θα σου αφήσω το στόμα, αν υποσχεθείς να μη φωνάξεις». Έγνεψε καταφατικά και χαλάρωσα το κράτημά μου. «Είμαι ο Στέλλιος, φίλος της αδερφής σου. Μη φοβάσαι, είναι καλά και με έστειλε να σε πάρω. Πάμε να τη βρούμε. Γρήγορα, πριν μας πάρουν χαμπάρι. Εσένα πώς σε λένε;» «Ανέστη» μου απάντησε. «Λοιπόν, Ανέστη, τώρα θα πρέπει να κάνουμε ησυχία και να τρέξουμε, εντάξει;» είπα και χωρίς να περιμένω λεπτό ακόμα, τον τράβηξα από το χέρι κι αρχίσαμε να προχωράμε μέσα στο δάσος. Το σκοτάδι είχε πια πυκνώσει αρκετά. Είχαμε προχωρήσει κάμποσα μέτρα, πίστευα ότι είχαμε διαφύγει τον κίνδυνο, όταν άκουσα πίσω μας το χαρακτηριστικό ήχο της κάννης που οπλίζει και μια πολύ γνώριμη φωνή να ουρλιάζει «Ακίνητοι!» Σταματήσαμε φυσικά αμέσως. Γυρίσαμε προς το μέρος από όπου ακουγόταν η φωνή και το φως ενός φανού έπεσε στα πρόσωπά μας. Απέναντί μου και με το όπλο στραμμένο πάνω μου, ο Φάνης, φίλος αδερφικός, που μαζί μεγαλώσαμε στο νησί και μαζί αποφασίσαμε να καταταγούμε στον ΕΔΕ. Το βλέμμα του δεν είχε στάλα από την αδερφική αγάπη που είχαμε μοιραστεί, απέχθεια μαρτυρούσε, ίσως και μίσος. Δεν μπορούσα να τον κατηγορήσω για αυτό, στα μάτια του ήμουν ένας ελεεινός προδότης των ιδεών και των ιδανικών μας. Έκανα να απλώσω το χέρι μου προς εκείνον αλλά με σταμάτησε. «Ούτε βήμα μην τολμήσεις να κάνεις». Η φωνή του είχε κάτι το απόκοσμο. «Φάνη, εγώ…» ψέλλισα, όταν ένιωσα τη γροθιά του να με χτυπάει στο στομάχι. «Πώς μπόρεσες; Πώς τόλμησες ρε αλήτη; Γιατί;» φώναζε έξαλλος καθώς η γροθιά του με έβρισκε ξανά στα πλευρά αυτή τη φορά. Δεν είπα τίποτα, έσκυψα το κεφάλι και δέχτηκα απανωτά τα χτυπήματα, μέχρι ο θυμός του να ξεσπάσει. Λίγα λεπτά μετά, στεκόταν πάλι απέναντι μου, με το όπλο στραμμένο ξανά προς το μέρος μας. Το ύφος μου παρακλητικό, έκανε επίκληση σε κάθε ίχνος ανθρωπιάς που είχε μέσα του, σε κάθε ικμάδα που είχε μείνει από την αλλοτινή φιλία μας. Άκουσα την κάννη να οπλίζει και πάλι. Έσφιξα τα μάτια και περίμενα να δεχτώ τη βολή. Άκουσα την πιστολιά, μα δεν αισθάνθηκα τίποτα. Θυμάμαι να αναρωτιέμαι αν ο θάνατος ήταν τόσο απλός και ανώδυνος. Μετά τον άκουσα. «Πάρε δρόμο, εξαφανίσου, χάσου από τα μάτια μου και μη σε ξαναδώ ποτέ!» Έσκυψα και του φίλησα τα χέρια. «Ευχαριστώ» ψιθύρισα και πήρα τον Ανέστη από το χέρι, που με κοιτούσε αποσβολωμένος. Έκανα να φύγω. «Μια στιγμή», με σταμάτησε ο Φάνης. Εσύ μπορείς να φύγεις, το αγόρι όχι. «Μα Φάνη..» τον παρακάλεσα. «Ακούς ή θες να αλλάξω γνώμη; Κι αυτή τη φορά δεν θα ρίξω στον αέρα!» με προειδοποίησε. «Το αγόρι θα μείνει!» Δεν ήξερα τι να κάνω, τα μάτια του Ανέστη με κοιτούσαν ικετευτικά από τη μια και το όπλο του Φάνη απειλητικά από την άλλη. Ήξερα πως αν τολμούσα την παραμικρή κίνηση ήμουν χαμένος. Όμως εγώ έπρεπε να τρέξω, να γυρίσω στην Κατίνα μου. Χαμήλωσα τα μάτια και ψιθύρισα «λυπάμαι» καθώς άφηνα το χεράκι του αγοριού και τον παρέδιδα στο Φάνη. «Τι θα απογίνει;» τον ρώτησα. «Μη σε νοιάζει και δεν θα τον σκοτώσουμε, αν αυτό φοβάσαι. Ιδεαλιστές είμαστε, όχι δολοφόνοι!» μου είπε ειρωνικά και συνέχισε «θα τον πάρουμε μαζί μας και θα τον μυήσουμε στο στόχο μας για ένα καλύτερο κόσμο, ένα πιο δίκαιο αύριο, που προδότες σαν και του λόγου σου δεν θα έχουν θέση!» Κάθε του λέξη ήταν και μια μαχαιριά μέσα μου. «Και τώρα δίνε του!» μου πέταξε ψυχρά, γύρισε την πλάτη του κι άρχισε να απομακρύνεται. Ο Ανέστης με κοίταζε μέχρι που δεν φαινόμουν πια. Αυτά τα ματάκια του τα γεμάτα φόβο και απογοήτευση ακόμα τα θυμάμαι σαν να τα βλέπω αυτή τη στιγμή ολοζώντανα μπροστά μου. Πήρα βαθιά ανάσα και ξεκίνησα. Σ’ όλο το δρόμο σκεφτόμουν τι θα έλεγα στην Κατίνα. Δεν ήθελα να αρχίσουμε με ψέματα τη ζωή μας, αλλά αν της έλεγα πως είχα τον αδερφό της στα χέρια μου και δεν πάλεψα μέχρι θανάτου να τον γλιτώσω, σίγουρα θα με μισούσε, θα με έφτυνε κατάμουτρα κι αυτό όχι, δεν θα το άντεχα. Δεν έπρεπε να τη μάθει αυτή την ιστορία η Κατίνα, θα έμενε πάντα φυλαγμένη μέσα μου μέχρι την τελευταία μου μέρα στον κόσμο...

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Η ΑΝΟΙΞΗ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΠΑΛΙ




“Δέμα για την κυρία Παππά”, άκουσε τη φωνή του διανομέα από το θυροτηλέφωνο της εισόδου της πολυκατοικίας. Πηγαίνοντας προς την πόρτα, στάθηκε στον καθρέφτη κι έσιαξε τα μαλλιά της, πιο πολύ από συνήθεια. Δεν την έλεγες όμορφη τη Μάρω, σίγουρα όμως ήταν κοκέτα. Στα 52 της χρόνια το πρόσωπό της ήταν αρυτίδιαστο. Τα καστανά μαλλιά της πάντα καλοχτενισμένα σε έναν χαμηλό κότσο ή μια προσεγμένη σφιχή αλογοουρά. Και φυσικά ακόμα και μέσα στο σπίτι κυκλοφορούσε καλοντυμένη και βαμμένη ελαφρά.
Παραξενεμένη περιεργάστηκε το δέμα. Το όνομα του αποστολέα δεν της έλεγε κάτι. Γιώργος Παπαδόπουλος. Πολύ συνηθισμένο αλλά εκείνη δεν ήξερε κάποιον με αυτά τα στοιχεία. “Κρυφός θαυμαστής;” αναρωτήθηκε φιλάρεσκα. Καθώς το ζύγιζε στα χέρια της της φάνηκε σαν βιβλίο. Το άνοιξε με μια κάποια ανυπομονησία. Μέσα υπήρχε ένας φάκελος και πάνω γραμμένη με κεφαλαία γράμματα η φράση “ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΑΝΟΙΞΕΙΣ ΝΑ ΚΑΘΙΣΕΙΣ”. Ξαφνικά, ένα περίεργο συναίσθημα την τύλιξε, μια αρνητική προειδοποίηση. Κάθισε στην πολυθρόνα κι έβγαλε αργά το περιεχόμενο του φακέλου. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Εκεί μπροστά της ξετυλίχτηκε το χρονικό της προδοσίας, μιας προδοσίας διπλής. Ο άντρας της... σε διάφορες στιγμές ευτυχίας, τρυφερότητας και ξεδιαντροπιάς.... παρέα με την Ιωάννα, την νεαρή κόρη μιας γειτόνισσας, που η ίδια η Μάρω τον είχε πιέσει να προσλάβει στο μαγαζί του και της είχε ανοίξει το σπίτι της, την είχε αγαπήσει, δεν την ξεχώριζε σχεδόν από την κόρη της, την Κατερίνα της.
Μια κραυγή βγήκε από τα χείλη της, καθώς ένιωσε την αγανάκτηση να ξεχειλίζει.Έβαλε τις φωτογραφίες πίσω στο φάκελο και τον εκσφενδόνισε με δύναμη πάνω στο τζάμι. Η επόμενη σκέψη της ήταν να τις κάψει, να τις εξαφανίσει, να κάνει πως δεν τις είδε ποτέ. Όλο αυτό ήταν πολύ για να το διαχειριστεί, ίσως αν έκανε πως δεν ξέρει τίποτα και συνέχιζε τη ζωή της όπως πριν; Στο κάτω κάτω δεν της είχε λείψει κάτι και, ας μη γελιόμαστε, ο έρωτας για το Σωτήρη είχε προ πολλού σβήσει. Όμως όχι. Η αξιοπρέπειά της δεν της επέτρεπε να ζει μέσα στο ψέμα κι ο γυναικείος της εγωισμός δεν της επέτρεπε να είναι δεύτερη. Είχε ήδη πάρει την απόφασή της.
Το ίδιο βράδυ, φόρεσε το αγαπημένο της φόρεμα, στολίστηκε, άναψε κεριά κι ετοίμασε το τραπέζι για επίσημο δείπνο. Σε λίγο, βρίσκονταν μαζεμένοι και οι τρεις εκεί, ο Σωτήρης, η Μάρω κι η Ιωάννα. Αφού ήπιαν λίγο κρασί, σηκώθηκε να φέρει το φαγητό. Όταν επέστρεψε, ακούμπησε μπορστά τους από ένα πιάτο, αλλά αντί για λεμονάτο, το κυρίως γεύμα τους αποτελούσε μια ντουζίνα φωτογραφίες, δικές τους.Τους κοίταξε ειρωνικά και περίμενε. Η Ιωάννα είχε ασπρίσει και δεν τολμούσε να μιλήσει. Η αντίδραση του Σωτήρη ωστόσο πιο πολύ ανακούφιση φανέρωνε παρά ενοχή ή ντροπή. Είχε κουραστεί κι εκείνος να κρύβεται, ήθελε πια να ζήσει ελεύθερος το νέο του έρωτα.Τα λόγια που ειπώθηκαν ήταν ελάχιστα, δεν θα καταδεχόταν να ξεκατινιαστεί. Τους πέταξε έξω από το σπίτι κι από τη ζωή της σαν να πετάει μια μύγα από το ψωμί.
Από την στιγμή που έκλεισε η πόρτα πίσω τους, η Μάρω αφέθηκε στα συναισθήματά της, κατέρρευσε. Οι επόμενες μέρες και οι διαδικασίες πέρασαν σαν σκηνές από ταινία, σαν να μην την αφορούσαν. Τίποτα πια δεν την αφορούσε. Έγινε η σκιά του εαυτού της, με το ζόρι έσερνε τα βήματά της από το κρεβάτι στον καναπέ. Κλείστηκε στο σπίτι κι έπαψε να τρώει, έμεινε μισή, κυκλοφορούσε με τις πυτζάμες, αχτένιστη και συχνά έκανε μέρες να κάνει μπάνιο. Κοιτούσε μονίμως το κενό και δε μιλούσε, ούτε καν στην Κατερίνα που πάσχιζε να τη βγάλει από τη σιωπή της. Σαν να είχε πέσει σε λήθαργο, το κορμί και το μυαλό της αρνούνταν να αντιδράσουν. Έξι περίπου μήνες πέρασαν έτσι, η ζωή κυλούσε μα η Μάρω είχε ξεχάσει να ζει. Έξι μήνες, όσο ακριβώς κρατά μια χειμερία νάρκη.
Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη. Και ξαφνικά, όπως ο ήλιος βγαίνει μετά τη νύχτα και φωτίζει την πλάση, μια ηλιαχτίδα φώτισε την ψυχή της, μικρή στην αρχή σαν τη φλόγα ενός κεριού, γιγάντια φωτιά μετά από λίγο πλημμύρισε το μέσα της κι απειλούσε να την κάψει, αν δεν την απελευθέρωνε. Άνοιξε διάπλατα τα παραθυρόφυλλα, διάλεξε ένα από τα ωραιότερα ρούχα της Κατερίνας, μια και τα δικά της της έπλεαν πια, χτένισε προσεκτικά τα μαλλιά της, που είχαν ασπρίσει, τα σκέπασε με ένα πολύχρωμο μαντήλι, βάφτηκε και αποφάσισε να βγει έξω στον κόσμο. Πριν φύγει, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη κι έστειλε στον εαυτό της ένα φιλί. Άνοιξε την πόρτα κι έκανε το πρώτο δειλό, μα σίγουρο βήμα στη νέα της ζωή. Περπάτησε για ώρες σε δρόμους που πριν ούτε καν τους είχε προσέξει και ρουφούσε κάθε ήχο, κάθε εικόνα, κάθε μυρωδιά. Συνάντησε ένα γραφικό καφενείο δίπλα στη θάλασσα, διάλεξε το πιο ηλιόλουστο τραπέζι κι έκατσε. Το βλέμμα της ακολοθούσε τη νοητή γραμμή του ορίζοντα, εκεί που ενώνεται με τη γραμμή του νερού.Το μυαλό της γύρισε σε όλα όσα είχαν συμβεί. Τον αποστολέα του δέματος δεν τον γνώρισε τελικά ποτέ, αλλά για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι τίποτα από όλα αυτά πια δεν την ένοιαζε. Όποιος κι αν ήταν, της είχε αλλάξει τη ζωή. Ένα χαμόγελο στόλισε τα χείλη της. Ήταν μόλις 52 χρονών!