Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ - Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΚΗ ΣΑΣ...



Αρχικα, γραφοντας την ιστορια αυτη, ειχα στο μυαλο μου τους βασικους ηρωες και την ιδεα ενος αισιοδοξου τελους, με το καλο να νικαει το κακο. Καθως οι ηρωες μου πηραν ζωη και απεκτησαν προσωπικοτητα, αρχισαν να κατακλυζουν το μυαλο μου διαφορα σεναρια, αλλα πιο αισιοδοξα, αλλα πιο φωτεινα, αλλα πιο σκοτεινα, αλλα με μικτες αποληξεις, χωρις ξεκαθαρα τοπια, με πολλα υποννοουμενα η με λιγοτερα. Κι επειδη, τα κλισε δεν μου αρεσουν και πολυ, θα αφησω την επιλογη στους αναγνωστες της ιστοριας μου. Παρακατω λοιπον, λιγες μονο γραμμες απο δυο εναλλακτικες συνεχειες της περιπετειας. Ψηφιστε μεχρι τις 30 Απριλιου ποια απο τις δυο προτιματε.

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ 1

"Καθώς ο Γιώργος ή αλλιώς Ντέημον έμπαινε στο σπίτι με τους υποτακτικούς του, ο Χρήστος πέταξε στο τζάκι τις πέτρες που του έιχε δώσει νωρίτερα η Μαίρη, έχοντας στο νου πάντα τα λόγια της. "Η πύλη που θα ανοίξει οδηγεί στην Αθήνα, σε κάποιο τυχαίο σημείο, που όμως δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι θα είναι ασφαλές. Θα μείνει ανοικτή για ένα λεπτό ακριβώς και όταν κλείσει δεν υπάρχει επιστροφή." Με μια βαθιά αναπνοή, ελπίζοντας πως δεν τους οδηγούσε στο θάνατό τους, έσπρωξε τη Φωτεινή με το Στέφανο στην αγκαλιά της και την κυρία Κατερίνα μέσα στην τρύπα. Άπλωσε το χέρι του στη Μαίρη, μα εκείνη κοντοστάθηκε. Η βλοσυρή μορφή του Ντέημον πρόβαλε στο σαλόνι. 
-Έλα! Γρήγορα! 
-Δεν θα έρθω μαζί σας, του είπε αποφασιστικά
-Τι είναι αυτά που λες! Έλα, η Πύλη θα κλείσει! Μαίρη... σε παρακαλώ, της είπε με το πιο τρομαγμένο του βλέμμα και το χέρι απλωμένο, μετέωρο...
-Φύγε, Χρήστο! Έχω ανοικτούς λογαριασμούς με τον κύριο!
Μη έχοντας άλλο χρόνο ή άλλη επιλογή, ο Χρήστος πήδηξε μέσα στο τζάκι τη στιγμή ακριβώς που η Πύλη έκλεινε, αφήνοντας τη Μαίρη μόνη, αντιμέτωπη με το χειρότερο εφιάλτη της..."

ΕΝΝΑΛΑΚΤΙΚΗ 2

"Μόλις είχε τελειώσει την εξιστόρηση στο Χρήστο της τρελής αυτής ιστορίας, από τη στιγμή που λιποθύμισε στο εστιατόριο, τα βασανιστήρια, την αποκάλυψη της αληθινής ταυτότητας του Γιώργου, της γέννας, μέχρι και τη στιγμή που την είχε βρει αναίσθητη δίπλα από τη σκάλα. Ο Χρήστος την κοιτούσε άφωνος. Πόσο πιο απίστευτη μπορεί να γινόταν πια αυτή η περιπέτειά τους! Κι άθελά του είχε σύρει και τη Μαίρη σε όλο αυτό. Εκείνος εντάξει, είχε κάνει μια επιλογή, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες δεν είχε σημασία, ήταν η δική του επιλογή! Η Μαίρη όμως τι έφταιγε; Γιατί να τα περάσει όλα αυτά; Έσκυψε, την αγκάλιασε κι άφησε ένα φιλί στα μαλλιά της.
-Δεν με μισείς μετά από όσα έμαθες;
-Να σε μισήσω; Αν είναι δυνατόν εγώ να μισήσω εσένα! Καταλαβαίνω... δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς, δεν είχες επιλογή...
Η Μαίρη αναστέναξε. Με το δεξί της χέρι κάτι ψαχούλεψε στην τσέπη του παλτό της.
-Τώρα όμως, σίγουρα θα με μισήσεις, είπε και κάρφωσε στο λαιμό του Χρήστου ένα μαχαίρι.
Το τελευταίο που είδε ήταν τα γουρλωμένα μάτια του να την κοιτάζουν με απορία, καθώς το αίμα ανάβλυζε σαν νερό από συντριβάνι.
-Λυπάμαι, ψιθύρισε με δάκρυα στα μάτια και βγήκε από το αυτοκίνητο."

Αυτό ήταν λοιπόν. Τώρα η τύχη των ηρώων είναι στα χέρια σας. Εσείς αποφασίζετε.
Πεταλουδίσια φιλιά!

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ



(Σημείωση: Ειπα να κανω ενα διαλλειμα απο την ιστορια "ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ" και να ανεβασω κατι εντελως διαφορετικο σε υφος και θεματολογια. Θα επιστρεψω με τη συνεχεια, εννοειται...
Ελπιζω να το απολαυσετε!)



ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ

Ένα τηλεφώνημα μέσα στη νύχτα σχεδόν ποτέ δεν είναι για καλό. Ήταν κι αυτό το αναθεματισμένο όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ… χυμένο γάλα. Από παιδί ακόμα για εκείνη σήμαινε αρρώστια. Ή ακόμα χειρότερα θανατικό. Όλη μέρα κυκλοφορούσε σαν το φάντασμα, ελάχιστα κατάφερε να δουλέψει, για φαγητό ούτε λόγος, ένας κόμπος είχε σφηνωθεί στο στομάχι της και την έπνιγε, σίγουρα κάτι άσχημο την πλησίαζε. Μια κοιτούσε το ρολόι και μια το κινητό. Η Μαρία, η πιο κοντινή και έμπιστη φίλη της, ποτέ δεν θα ενοχλούσε στις 3 τα ξημερώματα χωρίς σοβαρό λόγο κι έτρεμε το τι θα άκουγε. Ανέπνευσε βαθιά για να πάρει θάρρος και απάντησε.
-Μαρία τι συμβαίνει;
-Μιράντα… δεν ξέρω πώς να στο πω… ο Μάρκος… πέθανε… ανακοπή..
Ένα αφόρητο βουητό απλώθηκε στα αυτιά της, ζαλίστηκε, αδύνατον να αρθρώσει λέξη.
-Μιράντα μου, η κηδεία είναι το πρωί στις 11. Σε πήρα γιατί σκέφτηκα πως θα θέλεις να πας.
-Όχι, απάντησε ξερά.
-Δεν θέλεις να τον αποχαιρετίσεις;
-Όχι έτσι… Μαρία θα σε κλείσω τώρα εντάξει;
-Καταλαβαίνω…
Κάρφωσε το βλέμμα της στο κενό. Αυτό ήταν λοιπόν. Η καρδιά του αποφάσισε να μην ξαναχτυπήσει και τέρμα. Ναι, θα τον αποχαιρετούσε… αλλά με το δικό της τρόπο. Άνοιξε την ντουλάπα της κι έβγαλε από το βάθος, κρυμμένο πίσω από πολλά μικρά και μεγάλα κουτιά, ένα ξύλινο σεντούκι. Έσυρε τα βήματά της στο σαλόνι, μηχανικά σχεδόν έβαλε ένα ποτό κι άναψε τσιγάρο. Το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα ένα μάτσο σκισμένες σελίδες, χαρτάκια μικρά με μια μόνο φράση επάνω: «ποτέ ξανά». Χάθηκε ξαφνικά μέσα στο χρόνο. Δεκαεφτά χρόνια πίσω, είδε τον εαυτό της πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο, είδε κι εκείνον, να μπαίνει στο αμφιθέατρο και να φωτίζει ο κόσμος της. Είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της, κρεμόταν από τα χείλη του, η καρδιά της έχανε ένα χτύπο κάθε φορά που την κοιτούσε και τα μάγουλά της βάφονταν κόκκινα. Όποτε του παρέδιδε μια εργασία φρόντιζε να αγγίξει με τα ακροδάχτυλα της τα δικά του κι η ανατριχίλα την έκανε να νιώθει πως βάδιζε σε κινούμενη άμμο. Εκείνο το πρωί τα μάτια του ταξίδευαν πάνω της σε όλο το μάθημα. Όταν ανακάλυψε το σημείωμά του μέσα στη διορθωμένη εργασία που της επέστρεψε, η αναπνοή της σταμάτησε. «Σε περιμένω απόψε, στις 9, στην παραλία. Μάρκος». Η ψυχή της πέταξε μακριά, οι ώρες έμοιαζαν ατέλειωτες, ήταν ήδη εκεί.
Τον είδε να την περιμένει μέσα στο αυτοκίνητο, ο αέρας ανακάτευε τα μαύρα του μαλλιά, γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της κι ήταν ο ίδιος ο Έρωτας που την κοιτούσε με μάτια που γυάλιζαν. Τα δάχτυλά του άγγιξαν το πρόσωπό της, το γκρίζο βλέμμα του χάθηκε στο δικό της γαλάζιο κι όταν τα χείλη τους ενώθηκαν μια θάλασσα συναισθημάτων την τύλιξε, ήταν αργά, πολύ αργά να κάνει πίσω, ήταν δική του… ολότελα. Κάθε της κύτταρο το φώναζε, καθώς τα χέρια του κατακτούσαν κάθε γωνιά του κορμιού της, ανάμεσα σε λόγια ερωτικά και ψίθυρους, αγγίγματα και φιλιά στα πιο απόκρυφα κέντρα του πόθου της, όλο της το είναι του παραδόθηκε, ώσπου ξέσπασε μέσα της και μια απαλή ζεστασιά τη γέμισε. Οι αναπνοές τους συντονίστηκαν κι έμειναν εκεί αγκαλιασμένοι, άφωνοι, άπνοοι σχεδόν. Σκόρπιζε φιλιά στα μαλλιά της, ώσπου το είδε… μια μικρή τόση δα κηλίδα αίμα πάνω στην κοιλιά του.
Τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Πέρασε νευρικά τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του. Την κοιτούσε έκπληκτος.
-Ήσουν… θέλω να πω… ήμουν ο πρώτος που…
-Ναι. Ο πρώτος, του χαμογέλασε.
Έκρυψε το πρόσωπό του στα γόνατά του.
-Γαμώτο! Αυτό δεν το είχα φανταστεί, δεν έπρεπε να συμβεί! Θεέ μου, τι έκανα!!
-Γιατί κάνεις έτσι; Νομίζεις πως δεν το ήθελα; Έλα εδώ χαζέ, έκανε να τον αγκαλιάσει.
-Δεν καταλαβαίνεις, της είπε με το κεφάλι πάντα σκυμμένο. Είμαι παντρεμένος.
Το σοκ τη χτύπησε σαν δυνατό χαστούκι.
-Μιράντα, μίλησέ μου, σε παρακαλώ, πες κάτι, βρίσε με…
-Δεν υπάρχει λόγος. Δεν μου χρωστάς εξηγήσεις, το θέλαμε κι οι δυο και έγινε, δεν το μετανιώνω.
-Αλήθεια λες; Η καρδιά του φτερούγισε σαν χελιδόνι. Της χαμογέλασε ζεστά, μ’ εκείνο το υπέροχο χαμόγελο που τη μαγνήτιζε… Εγώ… είμαι ερωτευμένος μαζί σου, αν ήθελες, θα μπορούσαμε…
-Ποτέ ξανά! του φώναξε. Συμμαζεύτηκε κάπως, άγγιξε με τα δάχτυλα της τα χείλη της και τα ακούμπησε μετά στα δικά του. Ποτέ ξανά, επανέλαβε σιγά, σχεδόν ψιθυριστά και βγήκε από το αυτοκίνητο. Τον ένιωσε να την κοιτάζει καθώς ξεμάκραινε μα δε γύρισε ούτε μια φορά το κεφάλι της.
Άπειρες φορές από τότε προσπάθησε να την πλησιάσει, να της εξηγήσει, άπειρα μικρά ραβασάκια έφταναν στα χέρια της, πάντα τα ίδια λόγια «θέλω να σε δω, σε παρακαλώ, για λίγο μόνο», πάντα η ίδια απάντηση «ποτέ ξανά».
Το εξάμηνο τέλειωσε, πέρασαν τα χρόνια, η ζωή κύλησε, ώσπου λίγο αργότερα, η μοίρα τους έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα κι έφερε το Μάρκο στην ίδια γειτονιά, μερικά μόλις σπίτια μακριά από εκείνη. Κάθε φορά που τη συναντούσε έψαχνε μια χαραμάδα ανοικτή, μια ευκαιρία να της πει όσα δεν τόλμησε τότε. Μια μέρα βρήκε το κουράγιο, την πλησίασε. Στα 47 του ήταν ακόμα πολύ γοητευτικός, στα 27 της εκθαμβωτική, σταμάτησε μπροστά της, χαμογέλασε κι άφησε τα μάτια του να της τα πουν όλα, για τον έρωτά του, τις ενοχές, την απόγνωση, τη ζωή που πέρασε με τη σκέψη της. Ο έρωτας της ζωής της ήταν εκεί μπροστά της, άπλωσε τα χέρια της, τον άγγιξε απαλά…
-Ξέρω, του είπε…
-Μιράντα, αγάπη μου…
-Ποτέ ξανά.
Χάθηκε από τα μάτια της και δεν την ενόχλησε ποτέ ξανά. Την επόμενη μέρα βρήκε στην πόρτα της όλα τα «ποτέ ξανά» που του είχε γράψει. Τα έβαλε μέσα στο σεντούκι που φύλαγε τα ραβασάκια του. Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα με το ραντεβού στην παραλία, κάποιος άφηνε ένα λευκό τριαντάφυλλο στο χώμα της αυλής της, χωρίς σημείωμα, χωρίς όνομα, όμως ήξερε πως ήταν εκείνος.
Ο ήχος από το ξυπνητήρι έσπασε την ησυχία βγάζοντας την από τις αναμνήσεις. Έβαλε τα χαρτιά και τα τριαντάφυλλα πίσω στο κουτί και το έκρυψε. Σκούπισε το μοναδικό δάκρυ που έχυσε ποτέ για το Μάρκο. Ήταν πια ελεύθερη.
Μπήκε στο δωμάτιο των παιδιών της, τα φίλησε τρυφερά στα μαλλιά.
-Ξυπνήστε. Μια καινούργια μέρα ξεκινάει.
 



Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ - 12





12. Αποφάσεις Που Πονάνε

Λίγες στιγμές αργότερα η Μαίρη βρισκόταν ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού και ο Χρήστος προσπαθούσε να τη συνεφέρει τρίβοντας με οινόπνευμα τα χέρια της και το λαιμό της. Καθώς ξεκούμπωσε τη νυχτικιά της για να τρίψει λίγο το στέρνο της, παρατήρησε πολλές μικροσκοπικές γρατζουνιές, σαν νυχιές, που ξεκινούσαν περίπου από το ύψος της μασχάλης της και συνεχίζονταν σε όλο το δέρμα ώσπου χάνονταν μέσα από το σουτιέν θηλασμού που φορούσε. Παραξενεύτηκε και τρόμαξε αρκετά, αλλά φυσικά δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Πλησίασε το μπουκάλι με το οινόπνευμα στη μύτη της και η έντονη μυρωδιά την επανέφερε στην πραγματικότητα. Άνοιξε τρομαγμένη τα μάτια της και κοίταξε ένα γύρο. Μέσα σε δευτερόλεπτα κατάλαβε τι είχε συμβεί και έψαξε να βρει μια καλή δικαιολογία.
-Μαίρη, είσαι καλά;
-Ναι, έτσι νομίζω…
-Μα τι σου συνέβη; Σε βρήκαμε αναίσθητη δίπλα στη σκάλα.
-Δεν ξέρω ακριβώς… Κατέβηκα να πιω λίγο νερό. Στο τελευταίο σκαλοπάτι παραπάτησα και έπεσα. Νομίζω πως ζαλίστηκα και για αυτό λιποθύμησα.
Ο Χρήστος την κοίταξε παραξενεμένος. Την παρατήρησε για μερικά δευτερόλεπτα και για πρώτη φορά από την ώρα που την είχε αντικρίσει στο κατώφλι του σπιτιού του ένιωσε περίεργα, σαν κάτι μεταξύ τους να είχε αλλάξει, σαν κάτι στη Μαίρη να είχε αλλάξει. Και τώρα, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, είχε την αίσθηση ότι προσπαθούσε να του κρυφτεί.
-Μαίρη… Μήπως θες να μου πεις κάτι; Μήπως μου κρύβεις κάτι;
-Σαν τι να σου κρύβω; Απάντησε με φανερή αμηχανία.
-Δεν ξέρω… Εσύ θα μου πεις… Το ξέρεις ότι μπορείς να μου πεις τα πάντα, έτσι;
-Ναι, φυσικά. Μα τι σε έχει πιάσει από χτες με τις ερωτήσεις; Άσε με στην ησυχία μου, δεν αισθάνομαι πολύ καλά!
-Ξέρεις κάτι; Δε σ’ αφήνω, όχι. Θέλω να μου πεις ακριβώς τι σου συμβαίνει, γιατί δεν φέρεσαι σαν την Μαίρη που ξέρω. Κάτι περίεργο υπάρχει εδώ και θέλω να το μάθω τώρα.
-Τίποτα περίεργο δεν συμβαίνει σου λέω!
-Α ναι; Κι αυτά τι είναι; Της είπε και με μια απότομη κίνηση άνοιξε τη νυχτικιά της κι αποκάλυψε τα σημάδια. Ποιος στα έκανε αυτά;
Η Μαίρη σάστισε στην αρχή. Τραβήχτηκε απότομα και κουμπώθηκε βιαστικά. Δεν είχε νόημα να πει ψέματα, αλλά θα έλεγε μόνο τη μισή αλήθεια.
-Η μικρή μου τα κάνει με τα νύχια της την ώρα που θηλάζει, είπε με χαμηλωμένο βλέμμα. Βλέπεις, δεν έχω εμπειρία και φοβάμαι να τις κόψω τα νύχια, μήπως κουνηθεί απότομα και της κόψω το δέρμα. Τα νυχάκια της είναι μυτερά σαν μαχαίρια, έτσι δεν ήταν και του Στέφανου;
-Ναι, Μαίρη έτσι ήταν, αλλά αν θυμάσαι εσύ μου έμαθες να του τα κόβω.
Ωχ! Είχε κάνει βλακεία. Πώς το μπαλώνουν τώρα αυτό;
-Αυτό ήταν πριν 3 χρόνια! Από τότε δεν έχω καμιά επαφή με μωρά. Εξάλλου ο Στέφανος ήταν ήσυχος σαν αγγελούδι, η Ρεγγίνα είναι πολύ νευρική και κάνει απότομες κινήσεις.
Ο Χρήστος δυσκολευόταν να την πιστέψει, ήταν πια σίγουρος ότι του έκρυβε κάτι και μάλιστα κάτι πολύ σοβαρό. Η στάση του σώματός της, το βλέμμα της, τα πάντα πάνω της μαρτυρούσαν πως έλεγε ψέματα. Όμως, αποφάσισε να παίξει κι αυτός το παιχνίδι της και να δει πού το πήγαινε.
-Πολύ καλά, σε πιστεύω. Θα το λύσουμε αμέσως αυτό το πρόβλημα. Κυρία Κατερίνα! Κυρία Κατερίνα! Φώναξε δυνατά. Σχεδόν αμέσως η πόρτα άνοιξε κι η γνώριμη φιγούρα φάνηκε στο σαλόνι.
-Τι πας να κάνεις; Ρώτησε σχεδόν έντρομη η Μαίρη.
-Σςςς, ξέρω τι κάνω. Εδώ έχουμε την εμπειρία προσωποποιημένη, τόσα παιδιά έχουν περάσει από τα χέρια της. Θα σε βοηθήσει στα πάντα. Κυρία Κατερίνα, είπε γυρνώντας προς το μέρος της, σε παρακαλώ μόλις ξυπνήσει η Ρεγγίνα να δείξεις στη Μαίρη πώς να της κόψει τα νυχάκια. Και γενικά, επειδή η μικρομανούλα από εδώ έχει μάλλον πελαγώσει, βοήθησέ την σε ό,τι μα ό,τι χρειαστεί με τη μικρή. Θέλω να είσαι συνεχώς στο πλευρό της, σαν μια έμπιστη φιλενάδα, εντάξει; Τις δυο τελευταίες φράσεις τις τόνισε με νόημα, κάτι που φυσικά αμέσως έπιασε η κυρία Κατερίνα.
-Φυσικά! Έλα κορίτσι μου, εγώ είμαι εδώ για όλα, είπε με απόλυτη φυσικότητα, τόση που η Μαίρη πίστεψε πως της έδιναν μεγάλη χαρά που της ζήτησαν να φροντίσει μαζί της το μωρό. Πράγματι, η κυρία Κατερίνα λάτρευε να περιποιείται μωρά, αλλά στην προκειμένη περίπτωση είχε διαισθανθεί από την αρχή πως κάτι δεν πήγαινε καλά και δεν θα έχανε με τίποτα την ευκαιρία να έχει από κοντά τη Μαίρη μέχρι να το ανακαλύψει.
Η Μαίρη αποσύρθηκε στο δωμάτιό της. Ήταν μόλις 7 το πρωί, η Ρεγγίνα δεν θα ξυπνούσε για περίπου δύο ώρες ακόμα κι έτσι θα είχε την ευκαιρία να σκεφτεί και να επεξεργαστεί μέσα της όλα όσα είχε ακούσει. Οι πληροφορίες ήταν καταιγιστικές. Ήξερε ότι όλη αυτή η ιστορία ξεπερνούσε κάθε έννοια του φυσιολογικού, αλλά ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι πρόκειται για το Θεό και το Διάολο, για την τελική μάχη του Καλού και του Κακού. Πώς βρέθηκε μπλεγμένη αυτή σε κάτι τέτοιο; Το μόνο που ήθελε πάντα ήταν μια ήσυχη ζωή… Κι αυτό που άκουσε για το Στέφανο και τη Ρεγγίνα, ήταν δυνατόν; Ήταν αδέρφια; Κι αν είχε καταλάβει καλά, η Φωτεινή μίλησε για… αδερφοκτονία; Δηλαδή… η Ρεγγίνα… επρόκειτο να σκοτώσει το Στέφανο; Όχι όχι, δεν.. δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, αυτά ήταν μωρά! Δεν το χωρούσε το μυαλό της. Ήξερε ότι το κοριτσάκι της δεν ήταν όπως τα υπόλοιπα παιδάκια, έβλεπε την κακία στα μάτια της ακόμα, αλλά… ήταν το κοριτσάκι της, δεν μπορεί να μην είχε ίχνος καλοσύνης μέσα της, άλλωστε πώς, πώς ένα τόσο δα πλασματάκι θα έκανε φόνο; Ώρες τα σκεφτόταν και δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να συμπεριφερθεί. Να προστατεύσει τον εαυτό της και το παιδί της. Αλλά πώς; Ο Ντέημον ή Γιώργος ή όπως στο διάολο τον έλεγαν δεν ήταν άξιος καμιάς εμπιστοσύνης! Για φαντάσου… Έκανε παιδί με τη Φωτεινή μόνο και μόνο για να το σκοτώσει! Το κάθαρμα! Κι εκείνης πόσα ψέματα της είχε πει! Να προστατεύσει το Στέφανο και το Χρήστο. Μα με ποιο τίμημα; Η δική της ζωή δεν είχε αξία, ήταν ούτως ή άλλως τελειωμένη, μα της είχαν ξεκαθαρίσει πως θα σκοτώσουν το παιδί. Και μετά από όσα άκουσε, ήταν σίγουροι πως θα πραγματοποιούσαν τις απειλές τους. Η απελπισία της μεγάλωνε κάθε δευτερόλεπτο. Έσκυψε πάνω από την κούνια και κοίταξε τη Ρεγγίνα που κοιμόταν. Έδειχνε τόσο ήσυχη, τόσο γαλήνια, τόσο γλυκιά. Άπλωσε τα χέρια της και την πήρε απαλά στην αγκαλιά της, προσέχοντας μην την ξυπνήσει. Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της και άρχισε να τραγουδάει ένα απαλό τραγουδάκι που έλεγε και στο Στέφανο όταν ήταν μωρό. Πώς θα μπορούσε ποτέ να διαλέξει; Δεν γινόταν να σώσει και τους δυο, αλλά να στείλει το Στέφανο στο θάνατό του της ήταν αδύνατο. Ένα κλάμα την έβγαλε από τις σκέψεις της. Η Ρεγγίνα άνοιξε τα μάτια της, αυτά τα κίτρινα σχεδόν διάφανα μάτια και την κοίταξε. Η Μαίρη έσκυψε να τη φιλήσει απαλά στο μάγουλο. Καθώς πλησίαζε το πρόσωπό της στης Ρεγγίνας, εκείνη γούρλωσε τα μάτια της, άπλωσε το χέρι της και με τα νύχια της χάραξε το μάγουλο της Μαίρης. Στα μικροσκοπικά της νύχια έμεινε λίγο δέρμα και μερικές σταγόνες αίμα. Το έφερε στο στόμα και το πιπίλισε ευχαριστημένη. Η εικόνα προκάλεσε στη Μαίρη αηδία και τρόμο. Εκείνη τη στιγμή πήρε την απόφασή της. Έβαλε τη μικρή στο στήθος να θηλάσει, μια εμπειρία ιδιαίτερα επώδυνη κάθε φορά. Καθώς θήλαζε, άρχισε να ξανασκέφτεται όσα ήθελε να κάνει, ένιωσε να πισωγυρίζει. Χάιδεψε με το χέρι της το κεφάλι του μωρού και μετά άγγιξε με τα δάχτυλά της τις γρατζουνιές στο πρόσωπό της. Όχι, έτσι έπρεπε να γίνει, δεν υπήρχε άλλη λύση. Μόλις τελείωσε με τη φροντίδα και το τάισμα της μικρής, την έβαλε στο κρεβατάκι της και κατέβηκε πατώντας στις μύτες στο σαλόνι. Πλησίασε στο μέρος που είχε κρύψει αυτό που είχε φέρει μαζί της και πάτησε ένα κουμπί. Το αντικείμενο αυτό ήταν κάτι σαν πομπός. Ο Γιώργος της είχε δώσει σαφείς οδηγίες. Αυτό θα γέμιζε σιγά σιγά το χώρο με αρνητική ενέργεια, θα δημιουργούσε εκνευρισμό και τσακωμούς αρχικά και αργότερα θα έκανε τους ανθρώπους τους σπιτιού να αρρωστήσουν, δηλαδή όλους εκτός από το Στέφανο. Αν όμως η Μαίρη πατούσε το κουμπί, τότε ο Γιώργος θα ξεκινούσε να πάει να τη βρει μαζί με μερικούς ακόμα από την Κάτω Χώρα, είτε γιατί θα χρειαζόταν βοήθεια, είτε γιατί το σχέδιο θα είχε ολοκληρωθεί και θα μπορούσαν ανενόχλητοι να πάρουν το παιδί.
«Ωραία λοιπόν… Το πάτησα και τώρα δεν έχει πισωγύρισμα… Αύριο το πολύ θα είναι εδώ… Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει…» σκέφτηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Ανέβηκε ξανά τις σκάλες, αλλά αντί να μπει στο δικό της δωμάτιο, μπήκε στο δωμάτιο το Χρήστου. Τον βρήκε να κοιμάται εξαντλημένος και χάιδεψε απαλά το πρόσωπό του. Τον σκούντηξε μερικές φορές μέχρι που ξύπνησε και του έκανε νόημα να μη μιλήσει, αλλά να την ακολουθήσει. Το έδωσε το παλτό του, φόρεσε κι εκείνη το δικό της και τον οδήγησε από το χέρι έξω από το σπίτι, στο αυτοκίνητό του. Μόλις κάθισαν χώθηκε στην αγκαλιά του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
-Χρήστο, πρέπει να σου μιλήσω κι όσα έχω να σου πω δεν θα τα πιστέψεις. Ελπίζω να μη με μισήσεις!
-Τι… να σε μισήσω εγω;… Τι είναι αυτά.. τι… πες μου…
-Μη μιλάς, δεν έχουμε πολύ χρόνο, ήδη θα είναι στο δρόμο.
-Ποιοι κορίτσι μου; Τι λες;;;
-Θα σου τα πω όλα. Μα πρώτα… σε παρακαλώ… κάνε μου έρωτα! Τώρα!