1. Σημα κινδυνου
Ξανθη, Σεπτεμβριος 2012
Ξυπνησε καθιδρος, λαχανιασμενος. Ακομα μια φορα το ιδιο ονειρο, μα τοσο ζωντανο, καθε φορα ηταν σιγουρος πως δεν ονειρευοταν, ομως η πραγματικοτητα τον διεψευδε.
Ηχος απο κλειδια στην πορτα, καποιος προσπαθει να ξεκλειδωσει, εχει απο πισω τα δικα του κλειδια, ομως επιμενει, προσπαθει να ανοιξει τα ματια του, να σηκωθει, μοιαζει να μην μπορει να κουνηθει, γυρναει στο κρεβατι αργα αργα, τα καταφερνει σηκωνεται, στο παιδι, να παει στο παιδι, πριν προλαβουν να μπουν και να τον παρουν, βγαινει απο το δωματιο, μια σκια τον πλησιαζει και μετα σκοταδι, προσπαθει να φωναξει αλλα ματαια, τον τυλιγει το σκοταδι, το παιδι, Θεε μου το παιδι!...
Και μετα ξυπναει, συνειδητοποιει σιγα σιγα πως βρισκεται στο κρεβατι του, ξαφνικα πεταγεται, τρεχει στο διπλανο δωματιο, το παιδι κοιμαται, σαν αγγελος, κοιμαται...
Μια απο τα ιδια και αποψε. Αναψε ενα τσιγαρο και προσπαθησε για αλλη μια φορα να καταλαβει αυτον τον παραξενο εφιαλτη που εδω και μηνες τον στοιχειωνε. Τι θα μπορουσε να σημαινει αραγε; Παλιοτερα ουτε καν θα του εδινε σημασια, ομως τελευταια ειχε αρχισει να λαμβανει σοβαρα το ενστικτο του και τους τροπους που διαλεγε να τον προειδοποιησει. Συναγερμος, αυτο ηταν, συναγερμος χτυπουσε μεσα του καθε φορα που το σκεφτοταν, καποιος προσπαθουσε να του στειλει ενα μηνυμα, αραγε κινδυνευαν εκεινος και το παιδι; Την ενιωθε την απειλη να αιωρειται κι ομως ηταν θολη κι απροσδιοριστη, μα απολυτως υπαρκτη. Κι αυτο το ξανθο αγορι, αλλο ενα μυστηριο που επρεπε να λυσει. Δεν επαιζε, δεν μιλουσε, δεν επικοινωνουσε με κανεναν αλλο, μονο εκεινον ηθελε. Τον αγκαλιαζε, του χαμογελουσε, αλλα δεν μιλαγε ποτε, μονο τον κοιταζε με αγαπη, λατρεια. Μα καθε φορα που εφευγε για τη δουλεια του τον κοιταζε αλλιωτικα, ικετευτικα, με απογοητευση, σχεδον με τρομο...
Ο Χρηστος το ειχε αγαπησει αυτο το παραξενο πλασμα που ειχε εισβαλει στη ζωη του. Θα εδινε τα παντα για να τον προστατευσει. Κοντευαν 3 χρονια ηδη απο τοτε που ειχε βρει τη μητερα του στο γκαραζ του σπιτιου του, πληγωμενη και ετοιμογενη.
"Τι παραξενο βογκητο..." σκεφτοταν καθως ανοιγε την πορτα για το γκαραζ με ενα φτυαρι στο χερι.
-Ποιος ειναι εκει;
Καμια απαντηση, μονο ενα υποκωφο μουγκρητο...
-Ποιος ειναι ειπα; Φανερωσου αλλιως θα...
Η φραση του εμεινε στη μεση, το θεαμα που αντικρυσε τον ξεπερνουσε. Μια νεα γυναικα, με μακρια πυροξανθα μαλλια, πρασινα ματια κι ολολευκο δερμα, μια εικονα αποκοσμη, σχεδον διαφανης, πεσμενη στο εδαφος, αιμα ετρεχε απο μια πληγη στην κορυφη του κρανιου της, ανασαινε με δυσκολια, ειχε τα ποδια της ανοιχτα και βογκουσε, μουγριζε, ψιθυριζε κατι ακαταληπτες λεξεις. Ο Χρηστος πηγε να την πλησιασει, ομως εκεινη τσιριξε κι ενστικτωδως εμεινε μακρυα. Οι τσιριδες σιγα σιγα εγιναν ενα αργοσυρτο παραπονιαρικο κλαμα.
-Μη σε παρακαλω, μη μας πειραξεις...Μην πειραξεις το παιδι μου...
Τι πραγμα;;; Ποιον, ποιο παιδι...μα φυσικα! Η σκεψη τον χτυπησε σαν αστραπη, τα βογκητα, τα ανοιχτα ποδια, γεννουσε! Μια αγνωστη πληγωμενη γυναικα γεννουσε! Στο γκαραζ του! Επρεπε αμεσως να παρει την αστυνομια, η το ΕΚΑΒ η κατι τελος παντων!
Σαν να διαβασε τη σκεψη του, η αγνωστη μιλησε και παλι. Η φωνη της ηταν σκληρη κι αποτομη.
-Οχι! Οχι! Ουτε γιατρο ουτε αστυνομια! Κανεναν δεν θα φερεις ακους; Κανεναν!
Θα μας κανουν κακο. Η φωνη της μαλακωσε.
Σε παρακαλω. Τον κοιταξε στα ματια και το βλεμμα της τον υπνωτισε, ασυναισθητα εσκυψε πλαι της κι εφερε το χερι της στα χειλη του. Του χαμογελασε αχνα κι επειτα αλλος ενας δυνατος πονος την συνταραξε. Αυτο συνεβη ξανα και ξανα για μερικα λεπτα, ωσπου την ακουσε να λεει ξεψυχισμενα:
-Ερχεται...τωρα...
Λιγες στιγμες αργοτερα ακουστηκε ενα δυνατο κλαμα, ενα απροσδιοριστο ματωμενο πλασμα βρεθηκε τυλιγμενο στο σακακι του Χρηστου. Το ακουμπησε πανω στο στηθος της μανας του, εκεινη το κοιταξε και χαμογελασε. Επειτα, ξαφνικα τα ματια της γουρλωσαν και τιναχτηκε ολοκληρη.
-Μην τους αφησεις να τον παρουν, ειπε ψυθιριστα.
Ο Χρηστος ακομα δεν ειχε ξεπερασει το πρωτο σοκ, στο κατω κατω δεν ξεγεννουσε και καθε μερα μια γυναικα, ηταν αδυνατον να καταλαβει τι του ζητουσε.
-Θα ερθουν συντομα. Φυλαξε τον με τη ζωη σου.
-Ξερεις, εγω...
-Υποσχεσου μου! Υποσχεσου σε παρακαλω!
Τα ματια της και παλι τον μαγνητισαν, ηταν αδυνατον να αρνηθει, η απελπισια στη φωνη της τον εκανε να λυγισει.
-Στο υποσχομαι.
-Ευχαριστω...ευχαριστω...
Η αναπνοη της εβγαινε πια με δυσκολια.
-Πως σε λενε;
-Ανατολη.
-Ειμαι ο Χρηστος. Να πω οτι χαρηκα;
Του γελασε με κοπο. Για τελευταια φορα το σωμα της τεντωθηκε σαν τοξο, αφησε εναν αναστεναγμο κι επεσε παλι στο πατωμα. Εμεινε ακινητη με το βλεμμα στο κενο. Ειχε φυγει.
Τον επιασε τρομος! Ενα παιδι, ενα μωρο, ενα πτωμα στο γκαραζ του! Θεε μου, πως ειχε μπλεξει ετσι;
Τις σκεψεις του διεκοψε το κλαμα του μικρου νεογεννητου αγοριου. Τον κρατησε στην αγκαλια του και τον κοιταξε μεσα στα ματια. Σαν να του φανηκε πως το ατιμο του χαμογελασε. Τα μισανοιχτα ματακια του ηταν καταπρασινα σαν της μητερας του και το κεφαλακι του στεφανωναν υπεροχες ξανθες μπουκλιτσες.
-Στεφανο. Ετσι θα σε λεω, του ειπε γλυκα. Ελα να δουμε τωρα τι θα κανουμε με σενα...
"και πως θα ξεφορτωθουμε το πτωμα της μητερας σου" σκεφτηκε επισης, αλλα δεν τολμησε να το ξεστομισει. Εκανε να γυρισει πισω να την κοιταξει κι εμεινε στηλη αλατος. Το αψυχο σωμα δεν ηταν πια εκει. Στη θεση του, σαν ενα μακαβριο περιγραμμα, υπηρχε ασημοσκονη.
Μια ανατριχιλα διαπερασε το κορμι του κι αναρρωτηθηκε για αλλη μια φορα που ειχε μπλεξει. Ομως δεν ηταν ωρα για σκεψεις, ειχε δωσει μια υποσχεση και θα την τηρουσε. Αυτο το πλασμα στην αγκαλια του χρειαζοταν επειγοντως φροντιδα. Αμεσως ενα προσωπο του ηρθε στο μυαλο. Η Μαιρη!
Ηρθε αμεσως μολις την πηρε τηλεφωνο, της εξιστορησε τα παντα. Φυσικα, στην αρχη τον περασε για τρελλο, ομως δεχτηκε ετσι κι αλλιως να τον βοηθησει. Τον εστειλε να αγορασει τα απαραιτητα κι ανελαβε αμεσως το ρολο της νταντας. Αργοτερα εμενε να βρουν πως θα δικαιολογησουν την υπαρξη του παιδιου...
Τρια ολοκληρα χρονια μετα. Ουτε που φανταζοταν οταν εδινε εκεινη την υποσχεση ποσο θα αλλαζε η ζωη του. Ειχε αναγκαστει να μετακομισει, να κανει μια νεα αρχη σε μερος αγνωστο που δεν τους ηξερε κανεις, ειχε χρησιμοποιησει ολες του τις γνωριμιες, ειχε αφησει τα παντα πισω του, ομως πλεον αγαπουσε το Στεφανο τοσο πολυ που δεν θα αλλαζε τιποτα απο οσα εκανε. Ο μοναδικος ανθρωπος που ηξερε την αληθεια ηταν η Μαιρη. Ποσο του ειχε σταθει! Ηταν η νονα του Στεφανου κι η καλυτερη του φιλη, ποτε δεν θα ξεχνουσε οσα ειχε κανει για αυτους.
Τις σκεψεις του διεκοψε το κουδουνι. Ηταν η κυρια Κατερινα, που φυλαγε τον Στεφανο οσο εκεινος ελειπε στη δουλεια. Στ' αληθεια πολυ γλυκεια και περιποιητικη και αψογη μαγειρισα. Ο Στεφανος ομως δεν εδειχνε να τη συμπαθει. Κατι που ο Χρηστος το ειχε συνηθισει, μονο μαζι του ενιωθε ασφαλεια και χαλαρωση. Αντε και με τη Μαιρη.
-Καλημερα, ειπε χαμογελωντας η κυρια Κατερινα.
-Καλημερα, απαντησε ανορεχτα.
-Μα τι εχεις εσυ; Μοιαζεις σαν να μην εχεις κοιμηθει καθολου.
-Κατι τετοιο...Περαστε...
Η κυρια Κατερινα μπηκε στο σπιτι γελαστη. Ο Χρηστος δεν προσεξε τη σκια που μπηκε στο σαλονι, ακριβως απο πισω της...
Την ιδια στιγμη, σε μια γειτονια της Αθηνας.
-Λεγε που ειναι!!
-Δεν προκειται να σας πω τιποτα! Τιποτα!
Ενα χερι τραβηξε δυνατα τα μαλλια της Μαιρης. Ενα ζευγαρι κιτρινα ματια καρφωθηκε στα δικα της, καθως η λεπιδα αγγιζε την φουσκωμενη κοιλια της.
-Θα μιλησεις....θα μιλησεις...