Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 2ο




Όταν έφτασα στο προκαθορισμένο σημείο, την είδα να στέκει εκεί, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Ήταν κατάχλωμη, άυπνη, φοβισμένη, τα μάτια της πρησμένα από το κλάμα, μα ακόμα τόσο, τόσο όμορφη! Της είπα τη μισή αλήθεια. Ότι οι γονείς της είχαν πεθάνει δεν μπορούσα και δεν ήθελα να της το κρύψω. Όταν όμως με ρώτησε για τον αδερφό της, της είπα ότι δεν πρόλαβα, ότι οι αντάρτες είχαν ήδη φύγει και τον είχαν πάρει μαζί τους. Την καθησύχασα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να του κάνουν κακό, ότι τα παιδιά δεν τα πείραζαν, αντίθετα τα κρατούσαν κοντά τους και τα γαλουχούσαν ώστε να γίνουν το νέο αίμα του κινήματος. Φυσικά η ιδέα και μόνο αυτή της έφερε αηδία, αλλά τουλάχιστον παρηγορήθηκε με τη σκέψη ότι ο αδερφός της ζούσε και δεν διέτρεχε άμεσο κίνδυνο. «Κατίνα μου, δεν πρέπει να καθυστερήσουμε άλλο, ήρθε η ώρα να φύγουμε». «Στέλλιο, το ξέρω, αλλά κατάλαβέ με. Έχασα τα πάντα… Θέλω να μου ορκιστείς κάτι. Δεν με νοιάζει πού θα πάμε, πόσο καιρό θα μας πάρει, αλλά θέλω να μου ορκιστείς ότι μια μέρα θα ψάξουμε και θα βρούμε τον αδερφό μου. Ορκίσου το!» «Εντάξει, κορίτσι μου. Στο ορκίζομαι», της είπα. Έναν όρκο που άργησα πολύ να εκπληρώσω…»

Στο σημείο αυτό, η ανάσα του βάρυνε, τα μάτια του στένεψαν κι η αφήγηση σταμάτησε.
-Ε, κυρ Στέλλιο, είσαι καλά; Λίγο νερό, πιες λίγο νερό.
-Εντάξει είμαι αγόρι μου, είπε αφού ήπιε μερικές γουλιές.
-Καλύτερα να σταματήσουμε. Σε κούρασαν τόσα λόγια και φορτίστηκες, φοβάμαι μην πάθεις κάτι.
-Όχι! Σε παρακαλώ, έχω ανάγκη να τα βγάλω από μέσα μου. Δεν ξέρω πόσο χρόνο έχω, μην ξεχνάς έχω πατήσει τα 82! Πρέπει να τα πω όλα, να εξιλεωθώ. Σε ικετεύω μη με σταματάς!
Δεν μπόρεσα να αρνηθώ. Έγειρα πίσω στην καρέκλα μου και τον άφησα να μου ανοίξει την καρδιά του. Η ιστορία του ήταν ό, τι πιο απίστευτο είχα ακούσει ποτέ.

-Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα ήμασταν φυγάδες, κυνηγημένοι. Στην Ελλάδα δεν μπορούσαμε να μείνουμε. Εγώ ήμουν γνωστός αριστερός και το πιθανότερο ήταν να κατέληγα στη φυλακή καταδικασμένος σε εκτέλεση. Από την άλλη, οι δικλείδες ασφαλείας του κινήματος ήταν βέβαιο πως θα είχαν λειτουργήσει άψογα και σχεδόν όλοι θα γνώριζαν πλέον την αποστασία μου. Κινδυνεύαμε τόσο εκεί όσο και σε οποιαδήποτε χώρα με κομουνιστικό καθεστώς. Η μόνη λύση που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να κρυβόμαστε τη μέρα και να ταξιδεύουμε τη νύχτα. Χρήματα δεν είχαμε, ευτυχώς ήταν άνοιξη και η ευλογημένη ελληνική φύση μας παρείχε τα βασικά ώστε να μην πεθάνουμε από την πείνα, τη δίψα και το κρύο. 

Προορισμός μας αρχικά η Κωνσταντινούπολη. Φτάσαμε με τα πόδια ως το Κιλκίς. Εκεί, είχα έναν παλιό γνώριμο που μου χρωστούσε χάρη. Περάσαμε ένα βράδυ στο σπίτι του, όπου για πρώτη φορά εδώ και μέρες μπορέσαμε να πλυθούμε, να φάμε και να κοιμηθούμε σαν άνθρωποι. Εκείνος φρόντισε να μας βάλει σε ένα φορτηγό, που μετέφερε πολιτικούς φυγάδες στην Τουρκία, με τη συμφωνία μόλις περάσουμε τα σύνορα να βρούμε μια ευκαιρία να κατέβουμε κρυφά, γιατί αν μας έβρισκαν μέσα οι υπεύθυνοι για την παραλαβή των προσφύγων, θα έβρισκε μεγάλο μπελά. Με την ψυχή στο στόμα, μην τυχόν και μας καταλάβουν ότι δεν είμαστε δικοί τους, ταξιδέψαμε. Ευτυχώς, ήταν ο καθένας τους χαμένος στη δική του απόγνωση και δεν ανταλλάξαμε σχεδόν καμία κουβέντα. Όλοι αντιμετωπίζαμε το ίδιο αβέβαιο μέλλον, τον ίδιο φόβο για το πού θα μας έβρισκε η μέρα που θα ξημέρωνε και οι επόμενες. Αμέσως μετά τα σύνορα, ο οδηγός που ήταν μιλημένος έκανε μια στάση για να ξεμουδιάσει και να κάνει την ανάγκη του. Βρήκαμε την κατάλληλη στιγμή και πηδήξαμε έξω. Ένας δυο από τους συνταξιδιώτες πετάχτηκαν όρθιοι παραξενεμένοι, αλλά τελικά δεν έκαναν καμιά κίνηση, είχαν τα δικά τους προβλήματα να σκεφτούν, δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με ένα ζευγάρι τρελών που αποφάσισαν να ρισκάρουν τη ζωή τους. Οι υπόλοιποι ευτυχώς ούτε που ασχολήθηκαν. Βρεθήκαμε για άλλη μια φορά στο πουθενά και τώρα ήταν όλα άγνωστα, δεν είχαμε ιδέα πού έπρεπε να πάμε. Ευτυχώς, ο γνωστός μου είχε φτιάξει έναν αυτοσχέδιο χάρτη της περιοχής, ώστε να μπορέσουμε κάπως να προσανατολιστούμε και να φτάσουμε στο Βόσπορο. Από εκεί θα έπρεπε να βρούμε τρόπο να περάσουμε απέναντι στην Πόλη, όπου έμενε η αδερφή της μάνας μου.

 Η μάνα μου ήταν από τη Σμύρνη, κατέφθασε στη Χίο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Η αδερφή της είχε φύγει 2 χρόνια νωρίτερα, είχε παντρευτεί έναν Έλληνα υφασματέμπορα στην Κωνσταντινούπολη. Είχαν όλα τα χρόνια επαφή μέσω γραμμάτων κι έλπιζα να δεχτεί να βοηθήσει το μονάκριβο ανιψιό της στην τόσο δύσκολη στιγμή. Εξάλλου, η Τουρκία ήταν η πιο ασφαλής επιλογή, καθώς δεν είχε πληγεί ιδιαίτερα από τον πόλεμο, η παρουσία των Ελλήνων ήταν κάτι το συνηθισμένο και σε αντίθεση με όλες τις Βαλκανικές χώρες που συνόρευαν με την Ελλάδα, δεν υπήρχε κομουνισμός ούτε αντικομουνισμός. Ήταν η μόνη μας ευκαιρία να φτιάξουμε ένα μέλλον, ένα σπιτικό. 

Οι επόμενες μέρες και νύχτες ήταν πολύ δύσκολες, τυλιγμένες με το πέπλο της αβεβαιότητας, του φόβου και γεμάτες κούραση. Μα είχα την Κατίνα μου κι αυτό μου έδινε όλη τη δύναμη που χρειαζόμουν. Εκείνη, είχε αδυνατίσει πολύ, είχε ρέψει, τόσο από την κακουχία όσο και από τον καημό της, αλλά έδειχνε τέτοια αντοχή και ανοχή που πραγματικά τη θαύμασα! Δεν παραπονέθηκε στιγμή, δεν βαρυγκώμησε, μόνο η μελαγχολία στο βλέμμα της μαρτυρούσε τον πόνο της ψυχής της, μα εμένα απλά μου χαμογελούσε, μου κρατούσε το χέρι και μου χαμογελούσε. Είχαμε έρθει πολύ κοντά αυτό το διάστημα. Τα βράδια προχωρούσαμε και τις μέρες βρίσκαμε ένα ασφαλές μέρος να κρυφτούμε. Εκείνες οι ώρες ήταν μαγικές. Καθόμασταν αγκαλιά και μιλούσαμε ασταμάτητα. Για τις ζωές μας πριν συναντηθούμε, για τα όνειρά μας, για αυτά που θέλαμε να κάνουμε μαζί. Ονειρευόμασταν μια μέρα να ταξιδέψουμε στον κόσμο. Να φτάσουμε πολύ μακριά, μέχρι την Κίνα και την Ιαπωνία, την Αίγυπτο και την Αφρική. Η Κατίνα είχε ένα θείο ναυτικό και μεγάλωσε με τις ιστορίες του από τα θαλασσινά του ταξίδια, ιστορίες μαγικές που μου τις διηγιόταν κι εμένα και έκανε μεγαλύτερη τη δίψα μου για το ταξίδι μας. Όταν ήμασταν σίγουροι πως δεν κινδυνεύουμε, η Κατίνα έπιανε το τραγούδι. Σαν άγγελος τραγουδούσε. Ένας άγγελος ήταν. Χανόμουν κάθε φορά που τα χείλη της άγγιζαν τα δικά μου, κάθε φορά που κούρνιαζε στο στέρνο μου σαν σπουργιτάκι. 

Θυμάμαι μια φορά, είχαμε βρει ένα πλάτωμα δίπλα σε ένα ποτάμι, που τα πλατάνια το προστάτευαν από τα αδιάκριτα βλέμματα. Εγώ απομακρύνθηκα να βρω κάτι φαγώσιμο και η Κατίνα βρήκε την ευκαιρία να απολαύσει ένα μπάνιο στα δροσερά νερά. Όταν γύρισα βρέθηκα μπροστά σε ένα θέαμα που μου έκοψε την ανάσα. Εκείνη, ολόγυμνη, μέσα στα διάφανα νερά, τα μαύρα της μαλλιά ριγμένα πίσω, μια οπτασία ζωντανή. Δεν πρόλαβα καν να το σκεφτώ κι είχα ήδη βρεθεί γυμνός στο πλάι της. Πιο πολύ με εξέπληξε η αντίδρασή της. Δεν φάνηκε να παραξενεύεται ή να ντρέπεται, αντίθετα ήταν σαν να με περίμενε, με πλησίασε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου χαμογελώντας. Θεέ μου πόσο την ήθελα εκείνη τη στιγμή! Παραδοθήκαμε κι οι δυο σε ένα βαθύ φιλί, οι αναπνοές μας επιταχύνθηκαν και τα χέρια μου, σαν να είχαν αυτονομηθεί από το υπόλοιπο σώμα μου, τη γέμιζαν με χάδια. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο εύκολο θα ήταν να παρασυρθούμε εκείνη την ώρα. Όμως, με όση αυτοσυγκράτηση μπόρεσα να συγκεντρώσω, απομακρύνθηκα από κοντά της. Η Κατίνα ήταν για μένα κάτι το ιερό, δεν θα της φερόμουν σαν μια κοινή, μια οποιαδήποτε γυναίκα. Θα την έκανα δική μου μόνο το πρώτο βράδυ του γάμου μας, ούτε λεπτό νωρίτερα. 

Το ταξίδι μας συνεχίστηκε αρκετές μέρες ακόμα. Συνολικά, περίπου ένα μήνα περιπλανιόμασταν στα βουνά, από τη μέρα που αφήσαμε πίσω μας το χωριό της. Όταν ένα ευλογημένο πρωινό πατήσαμε το πόδι μας στην Κωνσταντινούπολη, από τη χαρά μου που τελείωναν επιτέλους τα βάσανά μας, έσκυψα και φίλησα το χώμα κι έπειτα έκλαψα σαν μωρό παιδί. Από τα γράμματα της μάνας μου θυμόμουν περίπου τη διεύθυνση της θείας μου. Ρωτήσαμε εδώ και εκεί και επιτέλους το βρήκαμε. Μια νέα αγωνία με πλημμύρισε. Είχα τρία χρόνια που είχα φύγει από τη Χίο, δεν ήξερα αν έχει αλλάξει κάτι, αν η θεία μου ζούσε ακόμα, αν έμενε εκεί. Με τρεμάμενα χέρια χτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε μια γυναίκα μεσόκοπη, λίγο κάτω από τα 50. Μόλις την είδα κατάλαβα ότι ήταν η θεία μου. Είχε ακριβώς τα ίδια μάτια με τη μάνα μου, τα ίδια γαλάζια μάτια που κληρονόμησα κι εγώ. «Παρακαλώ;» με ρώτησε. Μας κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω, έτσι λεροί και ταλαιπωρημένοι που ήμασταν. «Είστε η κα Αργυρώ;» «Ναι, εγώ είμαι. Τι θα θέλατε;» απόρησε. Το χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου μάλλον θα είχε κάνει εντονότερη την απορία της, αν δεν έμοιαζα τόσο πολύ στη μάνα μου. «Μη μου πεις!...» ψέλλισε. «Σου λέω! Θεία, εγώ είμαι, ο Στέλιος, ο γιος της Μαριγώς». Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα, κάτι πήγε να πει, αλλά τελικά δεν μίλησε, μόνο με τράβηξε και με έχωσε στην αγκαλιά της. Ένα μείγμα από γέλια, δάκρυα, νουθεσίες και μαλώματα γέμισε τη γειτονιά. «Παλικάρι μου! Αγόρι μου πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Άτιμο πλάσμα, θα την πεθάνεις βρε αθεόφοβε τη μάνα σου! Όλο για σένα μου γράφει πως τα βρόντηξες και την ξέχασες κι ούτε αν ζεις ή αν πέθανες δεν ξέρει! Με τον καημό σου θα πάει βρε, έτσι κάνουν οι καλοί γιοι; Αχ, τζιέρι μου! Αχ παιδάκι μου!» Ντράπηκα για τα λόγια της. Ντράπηκα τον εαυτό μου, μα πιο πολύ την Κατίνα μου, τι θα σκεφτόταν τώρα για μένα... Εκείνη σαν να διάβασε τη σκέψη μου, με καθησύχασε με ένα από τα υπέροχα χαμόγελά της, που μου είχαν γίνει απαραίτητα σαν τον αέρα που ανέπνεα. 

Μετά το πρώτο σοκ, η θεία Αργυρώ μας έμπασε στο σπίτι. Εκεί μας έδωσε να φάμε και να πιούμε, καθαρά ρούχα να αλλάξουμε και μας άφησε να ξαποστάσουμε. Έπειτα, ήρθε η ώρα της αλήθειας. Οι ερωτήσεις ήταν πολλές κι απανωτές και δεν υπήρχε περίπτωση να της ξεφύγουμε. Σιγά σιγά, της τα είπαμε όλα. Έμεινε για λίγο σκεφτική. Ύστερα, σηκώθηκε, με πλησίασε και με πήρε στην αγκαλιά της. «Το παιδί της αδερφής μου είναι παιδί μου» είπε απλά. Μετά, προχώρησε προς την Κατίνα. «Δεν ξέρω κορίτσι μου ποια τρέλα σε έσπρωξε να τον ακολουθήσεις, αλλά πρέπει να τον αγαπάς πολύ.» Η Κατίνα κοκκίνισε και κατέβασε το βλέμμα κι η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο. Ποτέ δεν είχε πει πως μ’ αγαπούσε. Το έδειχνε βέβαια, με τα χάδια και τη φροντίδα της, αλλά δεν το είχε παραδεχτεί ποτέ ανοιχτά. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και κοίταξε τη θεία μου στα μάτια. Οι γυναίκες έχουν πάντα έναν τρόπο να συνεννοούνται χωρίς λόγια. Έτσι κι η θεία μου της είπε «Το φαντάστηκα. Ωραία λοιπόν, από σήμερα εδώ είναι το σπίτι σου. Αλλά…» γύρισε σε μένα «…δεν ξέρω τι κάνατε τόσο καιρό στα βουνά και δε με ενδιαφέρει. Εδώ όμως θα ζήσετε σαν νόμιμο ζευγάρι, δεν θα δεχτώ τίποτα άλλο. Θα ορίσουμε το γάμο όσο πιο σύντομα γίνεται, θα καλέσουμε και την έρμη τη μάνα σου που έχει τρελαθεί από την αγωνία της. Κι ως τότε, θα κοιμάστε χώρια. Κατανοητό;» «Φυσικά», έγνεψα καταφατικά. Αν και μου κακοφαινόταν μετά από τόσο καιρό που ήμασταν αχώριστοι να πρέπει να μένουμε σε διαφορετικά δωμάτια, ήξερα πως η θεία Αργυρώ είχε δίκιο, έτσι ήταν το σωστό. Τώρα που ήξερα πως μ’ αγαπούσε, μπορούσα να περιμένω για πάντα! Ο γάμος ορίστηκε σε τρεις εβδομάδες.

11 σχόλια:

  1. Περίμενα πως και πως τη συνέχεια, όχι μόνο επειδή είναι ενα συγκλονιστικό κείμενο, αλλά επειδή είναι η δεύτερή μου επίσκεψη!
    Να είσαι καλά και να γράφεις!
    φιλιάαααααα butterflysstories!
    Xαίρομαι που σε γνωρίζω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. @κερινα ποιηματα
      Συγκλονιστικο;;; Ω ευχαριστω πολυ πολυ! Επισης, χαιρομαι που σε γνωριζω!

      Διαγραφή
  2. Το μυαλό μου κόλλησε στο πιτσιρίκι.
    Έζησε; Τον έψαξαν; Έσμιξαν πάλι;
    Αφήνω τη φαντασία μου να κάνει τα δικά της και σου στέλνω το χαιρετισμό και το θαυμασμό μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αφού σου πω και πάλι ένα μπράβο για το κείμενο, πάω κι εγώ στο τρίτο μέρος.. Μου αρέσει που διαβάζω κάτι σε συνέχειες, έχει σασπένς, ειδικότερα επειδή αξίζει τον κόπο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πόσο όμορφα ξετυλίγεις την ιστορία σου.....

    Χριστίνα... Χριστίνα πρέπει να γράψεις βιβλίο, όχι βιβλία! ☺

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Βαλσαμο τα λογια σου, ειδικα αφου ξερεις ποσο το θελω! Φιλιααααααα!

      Διαγραφή
  5. Δεν έχω λόγια... Τρέχω στο επόμενο μέρος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή