-Εγώ θα πάω! Στύλωσε τα πόδια κάτω ο Μύρωνας κι άλλη μιλιά
δεν έβγαλε εκείνο το βράδυ. Αύγουστος του 1952. Θα’ ταν δεν θα ‘ταν 14 χρονών,
μα την απόφαση την είχε πάρει. Χαμένες οι απειλές του πατέρα, χαμένα και τα
παρακάλια της μάνας.
-Πού θα πας παιδάκι μου; Πού θα ξενιτευτείς; Το κύμα κι η
αρμύρα θα σε φάνε… και δώστου κλάμα η κυρά Ευτέρπη και να τα τάματα στην Παναγιά…
Του κάκου. Έτσι ήταν από παιδάκι, επίμονος κι αγύριστο
κεφάλι. Τι κι αν ο πατέρας από αυτόν περίμενε να τον ξεκουράσει, μεγάλωσε πια
πόσο να δουλεύει στα χωράφια, τι κι αν τα καπνά ήταν ανέκαθεν η δουλειά της
οικογένειας, η σίγουρη, αυτή που ανέθρεψε 4 γενιές, αυτή που κι εκείνον τον
είχε αναθρέψει… Αυτουνού η καρδιά χτυπούσε αλλιώτικα, αυτός γεννήθηκε
θαλασσινός, η ανάσα του μύριζε αλάτι, η ψυχή του λαχταρούσε να ταξιδέψει, να
χαθεί μέσα στο απέραντο του ωκεανού.
Το κακό είχε ξεκινήσει όταν ήταν μόλις 7 χρονών, ότι είχε
μάθει να διαβάζει. Ο νονός του, που ήταν ο δάσκαλος του χωριού, του έκανε δώρο
ένα βιβλίο, που είχε και λόγια μα και εικόνες. «Οδύσσεια» έγραφε ο τίτλος και
τα ματάκια του έλαμψαν από χαρά μόλις το κράτησε στα χέρια του. Από τη μέρα εκείνη,
πού τον έχανες πού τον έβρισκες, κάτω από τη συκιά στην αυλή, αυτήν που είχε
φυτέψει ο παππούς του τη μέρα που γεννήθηκε ο Μύρωνας, αγκαλιά με το νέο του
θησαυρό, να διαβάζει και να βλέπει, να βλέπει και να διαβάζει, να ρουφάει
αχόρταγα τις σελίδες. Μια μέρα είπε σοβαρά σοβαρά στον πατέρα του πως όταν
μεγαλώσει θα γίνει ναυτικός. Έξαλλος ο κυρ- Θόδωρος, άρπαξε το βιβλίο από τα
χέρια του κι άρχισε να ουρλιάζει.
-Αυτό δεν θα το ξαναπείς ποτέ! ΠΟΤΕ! Το κατάλαβες; Εμείς
είμαστε αγρότες, καπνά βγάζουμε εμείς όχι ψάρια! Κι αυτό εδώ που σου φουντώνει
τα μυαλά, να το ξεχάσεις!
Και με μια κίνηση έκανε κομμάτια την « Οδύσσεια» μπροστά στα
τρομαγμένα μάτια του Μύρωνα, που ξέσπασε σε κλάματα. Πολύ αργά… Η ζημιά είχε
ήδη γίνει. Το βιβλίο το είχε μάθει απ’ έξω. Δεν χρειαζόταν να το διαβάσει ξανά.
Έκλεινε τα μάτια και στη στιγμή βρισκόταν στο νησί τον Λαιστρυγόνων, άκουγε το
τραγούδι των Σειρήνων ή πάλευε με τον Κύκλωπα Πολύφημο. Τα βράδια στον ύπνο του
μεταμορφωνόταν ο ίδιος σε Οδυσσέα, σε αιώνιο και θαρραλέο περιπλανητή, τράβαγε
με δύναμη το κουπί, σήκωνε τα πανιά κι αρμένιζε. Ούτε την οργή του Ποσειδώνα τη
φοβόταν, ούτε τις Συμπληγάδες Πέτρες. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη και στα πέρατα
του κόσμου θα πήγαινε, αρκεί να ταξιδεύει. Αρκεί να ακούει τη γλυκιά της φωνή,
να την αγγίζει και να νιώθει το σύγκρυο σε όλο του το κορμί. Έρωτας η θάλασσα,
του ‘καψε τα σωθικά και δεν θα ξεριζωνόταν από μέσα του μέχρι να τη δαμάσει και
να δαμαστεί.
Κουβέντα δεν ξανάνοιξε για το θέμα αυτό με κανέναν. Μόνο η
αδερφή του η Νεκταρία ήξερε για αυτά του τα όνειρα. Όχι δηλαδή πως της τα είχε
πει, αλλά να… τον άκουγε συχνά τα βράδια να παραμιλάει. Όταν τον ρώτησε την
ξόρκισε να μη μιλήσει ποτέ. Τον αγαπούσε πολύ, ποτέ δεν θα τον πρόδιδε. Ήταν
πέντε χρόνια μεγαλύτερή του, μα πιο πολύ σαν μάνα του ήταν παρά σαν αδερφή.
Λείπαν οι γονείς όλη μέρα στα χωράφια, αυτή τον έπλενε, αυτή τον τάιζε, τον
κοίμιζε, όλα αυτή. Πώς θα μπορούσε να του αρνηθεί; Κι ας έτρεμε το φυλλοκάρδι
της πως θα ερχόταν μια μέρα που θα άντρευε το αγοράκι της και τότε κανείς δεν θα
μπορούσε να τον σταματήσει…
Κι ήρθε αυτή η μέρα. Σαν βόμβα έπεσε στο σπίτι η είδηση.
Ζητούσαν λέει νέους για μούτσους σε κάτι μεγάλα καράβια που γυρίζαν όλο τον
κόσμο μεταφέροντας σιτηρά. Λίγα τα λεφτά, πολλοί οι κίνδυνοι, μα σίγουρη και
μόνιμη δουλειά. Ο Μύρωνας είχε δηλώσει το όνομά του στη λίστα για να μπαρκάρει,
αλλά ήταν ανήλικος, έπρεπε να υπογράψει ο κυρ- Θόδωρος , μα ούτε να το ακούσει!
Να αφήσει το μοναχογιό του να θαλασσοδέρνεται; Να υπογράψει με το χέρι του την
καταστροφή του; Δεν υπήρχε περίπτωση! Ανένδοτος! Μα ανένδοτος κι ο Μύρωνας.
Έπαψε να τρώει, έπαψε να μιλάει, κλείστηκε μέρες στο δωμάτιό του, έρεψε, η σκιά
του εαυτού του έγινε. Τα βράδια που πέφταν για ύπνο, η Νεκταρία τον αγκάλιαζε
τρυφερά.
-Εγώ θα πάω Νεκταρία. Άμα δεν πάω θα πεθάνω!
-Και θα μ’ αφήσεις Μύρωνά μου; Εμένα, που είσαι η ζωή μου;
-Θα πεθάνω σου λέω! Να πεθάνω θες;
Αναστέναζε η Νεκταρία από τον καημό, αναστέναζε κι η μάνα
που έβλεπε το παιδί της να λιώνει, αναστεναγμό τον αναστεναγμό, δεν άντεξε κι ο
κυρ- Θόδωρος κι έβαλε τη τζίφρα του.
Φτερά στα πόδια φόρεσε ο Μύρωνας, να τρέξει να προλάβει, να
δώσει το χαρτί της έγκρισης, αυτό που θα άνοιγε την πόρτα στον πόθο του.
Σαν έφτασε η μέρα να φύγει, μάνα και πατέρας τον φίλησαν
σταυρωτά, του έδωσαν την ευχή τους κι ένα μικρό κομπόδεμα, μη και χρειαστεί
κάτι εκεί που θα ‘ναι μακριά τους.
Η Νεκταρία τον κρατούσε σφιχτά στον κόρφο της κι έτρεχε
ποτάμι το δάκρυ. Τον φιλούσε ξανά και ξανά κι όλο τον αγκάλιαζε. Του πέρασε στο
λαιμό ένα μικρό σταυρό, τον βαφτιστικό της για να τον φυλάει.
-Πού πας αγοράκι μου; Που πάς θησαυρέ μου; Πού μ’ αφήνεις;
Του ψιθύριζε όλο παράπονο. Πρόσεχε! Να μου υποσχεθείς πως θα προσέχεις… Αυτές
ήταν οι τελευταίες της κουβέντες. Και δεν ήταν απλά η συμβουλή μιας ανήσυχης
αδερφής. Είχε ένα κόμπο στο στομάχι, μια αίσθηση κακού που την πλησίαζε γοργά
και αναπόφευκτα. Έδιωξε από το μυαλό της τις μαύρες σκέψεις και τον
αποχαιρέτισε με ένα τελευταίο φιλί. Καθώς ξεμάκραινε, ο κόμπος στα σωθικά της
γινόταν πιο έντονος.
Ήταν η τελευταία φορά
που τον είδε. Μια βδομάδα μετά που έφυγε ο Μύρωνας, ήρθε και φώλιασε στην
κουζίνα του σπιτιού ένα περιστέρι λευκό. Στεκόταν στο δοκάρι πάνω από την πόρτα
και δεν κουνιόταν. Τρεις μέρες έμεινε εκεί, ώσπου ένα πρωί άνοιξε τα φτερά του
και πέταξε μακριά. Η Νεκταρία το κοιτούσε έντρομη. «Θανατικό! Παναγιά μου,
θανατικό μας πλησιάζει» σκεφτόταν κι έφτυνε τον κόρφο της, μα δεν τολμούσε να
το ξεστομίσει. «Αν δεν το πω μπορεί να το ξορκίσω». Το ίδιο βράδυ είδε το πιο
παράξενο όνειρο. Ήταν λέει καταμεσής των χωραφιών τους, μα ήταν στέρφα. Φορούσε
ένα φουστάνι λευκό κι είχε λυτά τα καστανά μαλλιά της. Τα πράσινα μάτια της
ήταν κλειστά κι αυτή στριφογυρνούσε, στροβιλιζόταν σε μια άγνωστη μελωδία που
ακουγόταν μακρινή. Ξάφνου, τα χωράφια άρχισαν να γεμίζουν με νερό, ορμητικό
νερό που γέμιζε τα πάντα γύρω της, την πλησίαζε σαν χείμαρρος, απειλώντας να
την πνίξει. Και τότε το φόρεμα της έγινε μαύρο και τα χέρια της γέμισαν αίμα.
Ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα κι άρχισε να ουρλιάζει το όνομα του αδερφού της. Την
άλλη μέρα τους φέραν τα μαντάτα. Το καράβι είχε πέσει σε μεγάλη τρικυμία στα
ανοιχτά, στο δρόμο προς την Ιταλία. Στην προσπάθειά του να κλείσει ένα από τα
πανιά, τον χτύπησε το κατάρτι κι ο Μύρωνας βρέθηκε στη θάλασσα. Τα κύματα ήταν
τεράστια, κανείς δεν πρόλαβε να τον βοηθήσει, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου
είχε χαθεί από τα μάτια τους, τον κατάπιε η θάλασσα.
-Παιδί μουυυυυ!!!!! Όοοχιιιι! Ούρλιαξε η μάνα μόλις το άκουσε, έχασε τον
κόσμο κάτω από τα πόδια της, κατέρρευσε σε μια πολυθρόνα κι άρχισε να χτυπάει
το κεφάλι της με τα χέρια της και να κλαίει γοερά. Ο πατέρας έπιασε να
βλαστημάει και να κατηγορεί τον εαυτό του που έβαλε την αναθεματισμένη υπογραφή
και τώρα πάει το αγοράκι του, το μονάκριβό του.
Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Ποια κηδεία δηλαδή, ένα άδειο
κουστούμι βάλανε στο φέρετρο, ούτε το κορμάκι του δεν είχανε να το θάψουν όπως
του έπρεπε.
Η Νεκταρία δεν μίλησε ούτε έκλαψε. Ανέκφραστα κοιτούσε το
κενό και μόνο πού και πού μουρμούραγε μέσα από τα δόντια της, σχεδόν ψιθυριστά.
-Φόνισσα. Μου τον πήρες φόνισσα. Πανάθεμά σε…
Αργότερα θυμόταν πως σκεφτόταν πόσο άδικο ήταν, πόσο σκληρή
ήταν μαζί της η ζωή. Αλοίμονο, δεν φανταζόταν πόσο σκληρή ακόμα μπορούσε να
γίνει…
Δεκαεννιά χρονών στα είκοσι, ένα δροσερό λουλούδι, έτοιμο να
ανοίξει τα πέταλά του για να το μυρίσει ο έρωτας κι όμως αυτή μαράζωνε,
μαραινόταν κάθε μέρα πιο πολύ. Η μάνα και ο πατέρας κάθε πρωί φεύγαν αχάραγα
για τα χωράφια και γύριζαν το δείλι. Αυτή απέμενε μονάχη της στο άδειο σπίτι,
ξάπλωνε στο κρεβάτι του Μύρωνα, αγκάλιαζε τα ρούχα του, λίγο να νιώσει τη
μυρωδιά του. Ούτε ξεμύτιζε πια, ούτε στην πλατεία του χωριού δεν πήγαινε τις
Κυριακές, έμοιαζε λες κι ο χρόνος να σταμάτησε σε κείνη την καταραμένη μέρα. Μα
οι συμφορές της δεν είχαν τελειώσει…
Μεσημέρι ήταν κι είχε αποκοιμηθεί στο μαξιλάρι του αδερφού
της που είχε μουσκέψει με τα δάκρυά της. Τον ύπνο της έκοψαν οι φωνές, δυνατές
φωνές και χτυπήματα στην πόρτα. Άνοιξε ξαφνιασμένη κι είδε την κυρά Μαρία του
φούρναρη αλαφιασμένη και κάτωχρη.
-Τρέχα Νεκταρία! Τρέχα στα χωράφια! Η μάνα σου!
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα της κι είχε ήδη φύγει.
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά ήταν ήδη εκεί. Δεν άντεξε αυτό που αντίκρισε. Η μάνα
της πεσμένη χάμω, από πάνω ο πατέρας να την κρατάει στα χέρια του, να υψώνει τα
μάτια στο Θεό, να φωνάζει «Γιατί;;;;
Γιατί Θεέ μου; Γιατί δεν πήρες εμένα; Γιατί μου στέλνεις τόσο πόνο;
Γιατίιιιι;;;», γύρω συγχωριανοί και… αίμα, αίμα παντού. Έκανε να τρέξει κοντά
τους, μα ο Φώτης, ένας από τους εργάτες του κυρ- Θόδωρου μπήκε μπροστά και την
εμπόδισε.
-Μην πάς Νεκταρία. Δεν θέλεις να το δεις αυτό.
-Άσε με! Ούρλιαζε και χτυπούσε χέρια και πόδια στον αέρα,
καθώς ο Φώτης τη σήκωσε να την απομακρύνει.
-Δε σ’ αφήνω! Δεν θα πας!
Την αγκάλιασε σφιχτά και την άφησε να κλάψει, να ξεσπάσει…
Την κυρά Ευτέρπη την είχε βρει ο θάνατος εντελώς απρόσμενα
και τόσο μα τόσο τραγικά! Χωμένη και σκυμμένη ήταν μέσα στα καπνά, ούτε
κατάλαβε πώς βρέθηκε κάτω από τις ρόδες του τρακτέρ. Το τρακτέρ το οδηγούσε ο
κυρ- Θόδωρος. Ένιωσε το τράνταγμα και σταμάτησε, έκανε πίσω… μα ήταν πια αργά…
Οι επόμενες μέρες κύλησαν χωρίς καλά καλά να το καταλάβει.
Τα της κηδείας τα ανέλαβε όλα ο Φώτης. Ήταν ο επιστάτης στα χωράφια μα ακόμα
παραπάνω ήταν ο πιο δικός τους άνθρωπος, σαν παιδί του τον είχε ο κυρ- Θόδωρος.
Σαν φάντασμα του εαυτού της, σαν να παρακολουθούσε τη ζωή της από απόσταση,
κινιόταν μηχανικά. Ο Φώτης της έδωσε λίγο χρόνο κι έπειτα πήγε ένα πρωί να τη
βρει.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Γράφεις πολύ όμορφα Χριστίνα μου και βέβαια θα περιμένω τη συνέχεια !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό σου βράδυ
Πάρα πάρα πολύ όμορφο ήταν σαν να έβλεπα ταινία περιμένω την συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλά φιλιά καλημέρα!
@nikol
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημερα Νικολ! Ευχαριστω! Σε 2-3 μερες θα ανεβει και το δευτερο και τελευταιο μερος!
Φιλια!
@ελενα λ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαπως ετσι γραφω κι εγω, σαν να το βλεπω μπροστα μου. Σε ευχαριστω πολυ! Φιλια!
υπεροχο πεταλουδα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήαναμενω τη συνεχεια!
πανέμορφο, περιμένω εναγωνίως τη συνέχεια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπειδή είμαι από την Καβάλα(πόλη παραθαλάσσια με παλιά καπνομάγαζα) το ένιωσα τόσο κοντά μου, σαν να διάβαζα μια ιστορία από κάποιο χωριό του νομού μου...απλά υπέροχο!
Σφίχτηκε η καρδιά μου ρε Χριστίνα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚρατώ αυτό το "Συνεχίζεται" και αναμένω τη λύτρωση.
Καλό Σ/Κ να έχεις.
Φανταστικη ιστορια Πεταλουδιτσα, ανυπομονώ να διαβασω την συνεχεια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλως σε βρηκα λοιπόν !!!! Φιλιά !!!
Φωτεινη
@εκφρασου
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαιρομαι που σου αρεσε Κικη μου!
@λιζα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλπιζω να σου αρεσει και το δευτερο μερος! Φιλια!
@πετρος
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρολο που γενικα στη ζωη μου ειμαι πολυ αισιοδοξη, η γραφη μου ειναι παντα σχεδον μελαγχολικη... Μαλλον ειναι οι δυο Διδυμοι που με ταλανιζουν!
Καλησπερα!
@φωτεινη κ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλωσορισες Φωτεινη! Σε ευχαριστω!
Χριστινάκι μου, δεν έχω λόγια!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάω για τη συνέχεια! ♥
@αριστεα
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλακια!
Αναίσθητο το τραγούδι της μοίρας... πολύ συγκινητική ιστορία.
ΑπάντησηΔιαγραφή