Καινουργια στηλη εγκαινιαζεται εδω, παλια δηλαδη, απλα μεταφερεται.
Η σημερινη ιστορια ειναι ενα παραμυθι, που ειχα γραψει καποτε σαν συμμετοχη σε ενα μπλογκοπαιχνιδο.
Σας καλωσοριζω στο "Ellie's Diary".
Η Ελλη ακουσε το ξυπνητηρι να χτυπαει δυνατα. Ανοιξε τα ματια της και χαμογελασε. Ειχε ακομα την αισθηση απο το ονειρο που ειχε δει. Τι παραξενο ονειρο!
Ταξιδευε λεει μεσα σε ενα συννεφο...περνουσε πανω απο θαλασσες και βουνα, λαγκαδια και χαραδρες, ειχαν γεμισει τα ματια της και η ψυχη της με χρωματα...κι ομως, ενιωθε τοσο λυπημενη!
Ξαφνικα, ενω ειχε σουρουπωσει και ο ουρανος γεμισε με εκεινο το μαβι χρωμα, που προετοιμαζει το εδαφος για να συνηθιζει σιγα σιγα το βλεμμα στο σκοταδι της νυχτας, ενιωσε το συννεφο να διαλυεται και εκεινη να πεφτει...η μαλλον οχι...να πεταει...δεν ενιωσε φοβο ουτε κρυο, απλως αφησε ελευθερο το κορμι της να παρασυρθει απο τον ανεμο. Καποτε προσγειωθηκε τελικα. Βρεθηκε σε ενα κηπο. Εναν πολυχρωμο, πανεμορφο κηπο, γεματο λουλουδια, πουλια, συντριβανια και δεντρα. Αρχισε να περιπλανιεται μεσα στον κηπο. Ειχε χαθει, δεν μπορουσε να προσανατολιστει. Στη σκια ενος απο τα δεντρα, ειδε εναν αντρα καθισμενο καταγης. Τον πλησιασε διστακτικα.
-Συγνωμη, ειπε.
Ο αντρας καθοταν οκλαδον. Φορουσε ενα μακρυ καφε χιτωνα και ειχε στα χερια του μια μαγκουρα. Γυρισε το κεφαλι προς το μερος της και τοτε η Ελλη με εκπληξη διαπιστωσε οτι δεν ειχε ματια, ηταν τυφλος!
-Πως μπορω να σε βοηθησω κοριτσι μου;
-Εχω χαθει. Δεν ξερω πως βρεθηκα εδω...ουτε που ειμαι...ουτε που να παω τωρα.
-Οι ανθρωποι χανονται μονο οταν δεν ακολουθουν το δρομο της ψυχης τους, της ειπε. Πολλες φορες ολοι οι δρομοι ειναι μπροστα μας, αλλα πρεπει να κλεισουμε τα ματια μας για να τους δουμε...
Τοτε, η Ελλη καταλαβε πως ο τυφλος αυτος αντρας πρεπει να ηταν φιλοσοφος.
-Μπορω να σε ρωτησω κατι, γεροντα; του ειπε.
- Αν νομιζεις πως εχω εγω την απαντηση που γυρευεις...
- Η αυτοκτονια ειναι εγκλημα η επιλογη; Ειναι ασεβεια στη ζωη και δειλια η υπερτατη εκφραση ελευθεριας και επιλογη του χρονου και του τοπου που κανεις θα πεθανει;
- Χμμμ...Πιστευεις λοιπον οτι με το θανατο τελειωνει η ζωη;
-Φυσικα, γεροντα. Δεν συμφωνεις;
-Νομιζεις δηλαδη, οτι οταν παψουν να λειτουργουν τα ζωτικα σου οργανα, η καρδια και το μυαλο σου, η ψυχη σου παυει να υπαρχει, να ποναει, να χαιρεται, να αισθανεται γενικα.
-Ναι, κατι τετοιο.
- Κοριτσι μου, η ψυχη σου υπαρχει παντα, αιωνια και ταξιδευει μεσα στο νερο, τον αερα, τον ηλιο, το κορμι. Ολα αυτα ειναι απλως οχηματα που μεταφερουν την ψυχη κατα τη διαρκεια του αιωνιου ταξιδιου της. Εκεινη επειλεγει χωρις να σε ρωτησει με ποιο οχημα θα κινηθει και εκεινη αποφασιζει ποτε το οχημα αυτο δεν της ταιριαζει πια και το εγκαταλειπει. Η ζωη ειναι στην ψυχη και οχι στο σωμα και η ψυχη δεν ξεχναει ποτε...
Ο φιλοσοφος εδωσε στην Ελλη ενα λουλουδι απο τον κηπο. Ενα πανεμορφο πολυχρωμο φυτο, που ομοιο του δεν ειχε δει ποτε. Της ειπε να το φυλαξει και να το χαρισει μονο οταν αισθανθει πως θα κανει με αυτο καποιον ευτυχισμενο. Της εδειξε ενα στενο μονοπατι και της ειπε να το ακολουθησει.
Η Ελλη ξεκινησε να περπαταει πανω σε ξεροχορτα και πεσμενα φυλλα. Πρεπει να περπατουσε αρκετη ωρα, οταν βρεθηκε μπροστα σε μια μεγαλη πορτα. Κοιταξε γυρω της και καταλαβε οτι βρισκοταν στο προαυλιο ενος μεγαλου καστρου, σαν αυτα που εβλεπε στις εικονες απο τα παραμυθια που της διαβαζε η μητερα της οταν ηταν παιδι. Χτυπησε τρεις φορες...τοτε ξαφνικα, η πορτα ανοιξε και η Ελλη μπηκε μεσα σε μια στρογγυλη αιθουσα. Δεν υπηρχε κανενας ανθρωπος εκει. Υπηρχε ενα μεγαλο τραπεζι ξυλινο, περιτριγυρισμενο απο 20 ξυλινες καρεκλες. Στο πατωμα υπηρχε ενα ολομεταξο κοκκινο χαλι. Στους τοιχους,υπεροχοι πινακες κρεμονταν απο παντου. Στο μεσαιο τοιχο, ξεχωριζε ενας τεραστιος στρογγυλος καθρεφτης, με χρυσαφι κορνιζα. Η Ελλη ενιωσε να μαγνητιζεται, μια ανεξελεγκτη ελξη την ωθουσε προς τα εκει...περπατησε αργα, ακουμπωντας τις τριανταφυλλενιες καρεκλες, χαϊδευοντας τις βελουδινες ταπετσαριες...Εφτασε μπροστα στον καθρεφτη. Κοιταξε μεσα του. Ειδε μια γυναικεια μορφη, ντυμενη στα λευκα, με ενα μακρυ δαντελενιο φορεμα. Τα μαλλια της, σγουρα και εβενινα, ηταν λυτα στους ωμους της και τα ματια της ηταν καταμαυρα κι ελαμπαν σαν τη φωτια. Ειχε μια μελαγχολια στο βλεμμα της, μια αδιορατη λυπη, εμοιαζε εγκλωβισμενη. Πλησιασε καλυτερα...αυτη η φιγουρα ειχε κατι το τοσο γνωριμο, μα και τοσο ξενο συναμα.
-Γνωριζομαστε απο καπου; ρωτησε.
-Μα στ' αληθεια δεν με αναγνωριζεις;
-Λυπαμαι, οχι, απαντησε η Ελλη.
-Εγω ειμαι εσυ, της ειπε η φιγουρα μεσα απο τον καθρεφτη. Ειμαι λυπημενη, γιατι με κοιτας καθε μερα, αλλα δεν με βλεπεις. Με εχεις εγκλωβισει μεσα σε μια ψευτικη εικονα, ενα ειδωλο που δεν ειναι το δικο σου, αλλα αυτο που οι αλλοι βλεπουν σε σενα. Εσυ φοβασαι να με κοιταξεις καταματα, γιατι θα δεις οτι δεν ειμαι ευτυχισμενη. Θα δεις τα μαλλια μου λυτα και το βλεμμα μου μου να πεταει σπιθες. Θα δεις τη δυναμη που εχεις μεσα σου να αλλαξεις τη ζωη σου, αλλα δεν τολμας να την αντλησεις. Θα δεις ποια εισαι πραγματικα και ισως τοτε τολμησεις να με αγαπησεις, να ΜΑΣ αγαπησεις, θα μαθεις να συγχωρεις...μεχρι να ερθει εκεινη η μερα, εγω θα ειμαι μελαγχολικη κι εσυ φυλακισμενη και μονη...
Η φιγουρα σιγα σιγα ξεθωριασε και η Ελλη απεμεινε μοναχη στο αδειο δωματιο. Απο καπου ψηλα ακουγοταν μουσικη. Βιολι..ναι, καποιος επαιζε βιολι! Η Ελλη αποφασισε να ακολουθησει τη μουσικη. Ενιωθε τοσο μονη! Ισως εβρισκε επιτελους λιγη συντροφια. Οι νοτες την οδηγησαν σε μια στριφογυριστη μαρμαρινη σκαλα κι απο εκει σε ενα μακρυ διαδρομο. Οσο προχωρουσε, ο ηχος γινοταν πιο δυνατος, ωσπου εφτασε στο τελος του διαδρομου, ανοιξε την πορτα και ειδε μεσα σε μια καμαρα μια γυναικα ντυμενη στα μαυρα να παιζει βιολι. Την πλησιασε αργα.
-Καλησπερα, ειπε δειλα.
-Σε περιμενα, Ελλη, της απαντησε η μαυροφορεμενη γυναικα.
Η Ελλη τα 'χασε!
-Πως...πως ξερεις το ονομα μου; ψελλισε
-Ξερω κι αλλα πολλα, της ειπε...βλεπεις, εγω δεν ειμαι απλα μια συνηθισμενη γυναικα...εχω ικανοτητες που ειναι χαρισμα και καταρα μαζι...
-Εισαι...μεντιουμ;
-Μπορεις να το πεις κι ετσι. Οι ανθρωποι ερχονται σε μενα για να μαθουν το μελλον τους.
- Μα γιατι να θελει καποιος να μαθει το μελλον; Τι ειναι αυτο που κανει εμας τους ανθρωπους τοσο περιεργους;
-Δεν ειναι περιεργεια. Ειναι ανασφαλεια. Οι ανθρωποι νομιζουν οτι αν ξερουν τα μελλουμενα, ειτε μπορουν να τα αλλαξουν, ειτε μπορουν να προετοιμαστουν ψυχολογικα για αυτα που θα αντιμετωπισουν. Δεν καταλαβαινουν οτι ο επομενος προορισμος του ταξιδιου τους, εξαρταται απο ολους τους προηγουμενους και οτι αν δεν κατανοησουν, αγκαλιασουν και αφησουν πισω το παρελθον τους, αν δεν εκτιμησουν σωστα τις εμπειριες και τα λαθη τους, θα επηρεασουν αρνητικα και το παρον και το μελλον. Τιποτα δεν ειναι χαμενος χρονος, ολα εχουν κατι να μας πουν. Εσυ, εχεις ξεκινησει το δικο σου ταξιδι...προσεχε μονο να μην χασεις στιγμη...μονο αυτο θα σου πω...τα υπολοιπα θα σε αφησω να τα ανακαλυψεις μονη σου...αυτη ειναι η γοητεια της ζωης και το νοημα...
-Κι αν κανω κι εγω λαθη;
-Μα θα κανεις...κι απο αυτα θα βγεις πιο δυνατη και πιο σοφη...αν το θελησεις φυσικα.
-Σε ευχαριστω πολυ, μου εδωσες κουραγιο...θελω να κανω κι εγω κατι για σενα. Οριστε, δεξου αυτο το δωρο, ειπε η Ελλη και προσφερε στο μεντιουμ το λουλουδι που της εδωσε ο φιλοσοφος.
-Οχι, Ελλη, ειπε το μεντιουμ. Αυτο το λουλουδι θα το χαρισεις σε καποιον και θα τον κανεις πολυ ευτυχισμενο. Δεν ειναι για μενα. Φυγε, τωρα, εχεις πολλα να κανεις ακομα...
Η Ελλη εφυγε απο την καμαρα κα βγηκε ξανα στον κηπο. Σταθηκε μπροστα απο ενα συντριβανι και εκλεισε τα ματια της. Ακουγε το κελαρυσμα του νερου, μυριζε την υγρασια στο γκαζον. Τοτε, ακουσε πισω της μια φωνη.
-Ελλη; Τι κανεις εσυ εδω;
Γυρισε και αντικρυσε τον μονο ανθρωπο που δεν περιμενε ποτε να ξαναδει. Τον Ορεστη, τον πρωτο της ερωτα! Με τον Ορεστη χρονια ειχαν χωρισει. Γνωριστηκαν παιδια, ερωτευτηκαν εφηβοι και μεγαλωσαν σχεδον μαζι. Καποτε, η Ελλη ενιωσε να πνιγεται και ο Ορεστης βρηκε παρηγορια στην αγκαλια μιας κοινης τους φιλης. Οταν το εμαθε η Ελλη, αρχικα πικραθηκε πολυ, αγανακτισε, θυμωσε, πεταξε τον Ορεστη εξω απο τη ζωη της και για τη φιλη της ουτε λογος! Ουτε να τους φτυσει και τους δυο! Τετοια προδοσια! Περασαν τα χρονια και η καρδια της Ελλης μαλακωσε. Καταλαβε οτι οι ανθρωποι ειναι συχνα δεσμιοι των παθων και των συναισθηματων τους, οτι δεν ηθελαν να την πληγωσουν, οτι καπου ειχε και εκεινη ευθυνη για οσα εγιναν...και τους συγχωρησε. Ομως, ο εγωισμος της, δεν την αφηνε να κανει το πρωτο βημα, να επικοινωνησει μαζι τους, να φιλιωσουν...κι αυτο τη βαραινε.
Και να τωρα που, απο το πουθενα, μεσα σε αυτο το τρελλο ονειρο, εβρισκε την παλια της αγαπη εκει, μπορουσε να πει οσα δεν ελεγε τοσο καιρο!
- Ενα πραγμα θελω να σε ρωτησω, Ορεστη. Εισαι επιτελους ευτυχισμενος;
Ο Ορεστης, χαμηλωσε τα ματια και της απαντησε:
- Ναι, Ελλη, ειμαι πολυ ευτυχισμενος...συγνωμη...
- Οχι, Ορεστη μη ζητας συγνωμη. Εγω ζηταω συγνωμη που εβαλα τον εγωισμο μου πανω απο την αγαπη μου για σενα. Το μονο που ηθελα παντα ηταν να εισαι ευτυχισμενος! Με συγχωρεις που εγω δεν μπορεσα...χαιρομαι που βρηκες την ευτυχια, εστω κι αλλου.
Τοτε ακουσε απο το βαθος του οριζοντα μια δυνατη χαρουμενη μουσικη και ειδε σιγα σιγα το συννεφο της να πλησιαζει.
-Πρεπει να φυγω τωρα, του ειπε...Αντιο, Ορεστη.
Τυλιχτηκε στο συννεφο και αρχισε να πεταει και να απομακρυνεται απο το καστρο, τον κηπο και τον Ορεστη. Οσο ανεβαινε, το τραγουδι γινοταν πιο δυνατο.
Ανοιξε τα ματια της κι εκλεισε το ξυπνητηρι. Γυρισε στο πλαϊ και τεντωθηκε. Τι περιεργο ονειρο! Κατι προεξειχε απο το παπλωμα στο διπλανο μαξιλαρι. Απλωσε το χερι της και το τραβηξε. Μα...τι στο καλο! Κρατουσε στα χερια της ενα πανεμορφο πολυχρωμο λουλουδι, που ομοιο του δεν ειχε ξαναδει. Και τοτε θυμηθηκε τα λογια του φιλοσοφου και του μεντιουμ. "Θα το δωσεις σε καποιον και θα τον κανεις πολυ ευτυχισμενο". Ισως τελικα δεν ηταν μονο ενα ονειρο...
Χωρις δευτερη σκεψη, ανοιξε τον τηλεφωνικο καταλογο και σχηματισε στο τηλεφωνο της τον αριθμο. Μια αγουροξυπνημενη αντρικη φωνη ακουστηκε απο την αλλη πλευρα της γραμμης.
-Παρακαλω;
-Ορεστη;
-Ναι;
-Η Ελλη ειμαι. Μπορεις σε παρακαλω να παρεις τη Μαριαννα και να ερθετε στο παρκακι στην παλια μας γειτονια σε μια ωριτσα;
-Εγινε κατι;
-Ναι, αλλα μην ανησυχεις, θα σας πω απο κοντα.
-Ενταξει λοιπον, θα ειμαστε εκει.
Σηκωθηκε βιαστικα, εκανε μπανιο, ντυθηκε και εφτιαξε καφε. Αφησε τα μαλλια της λυτα να πεφτουν στους ωμους αναλαφρα. Ποτε αλλοτε δεν ειχε νιωσει τοση αγωνια, τοση ανυπομονησια, ουτε καν σε πρωτο ραντεβου. Την ωρα που εκλεινε την πορτα πισω της εριξε μια τελευταια κλεφτη ματια στον καθρεφτη...σαν να της φανηκε οτι το ειδωλο της της εκλεισε το ματι. Χαμογελασε.
Λιγη ωρα αργοτερα, εφτασε στο παρκακι. Ο Ορεστης και η Μαριαννα ηταν ηδη εκει, καθισμενοι σε ενα παγκακι, φανερα ανησυχοι. Η Ελλη τους πλησιασε χαμογελωντας. Τους κοιταξε και τους δυο στα ματια. Εβγαλε απο το παλτο της το λουλουδι και το ετεινε προς το μερος τους. Δεν χρειαστηκε να πει τιποτα, κανενας δεν χρειαστηκε να βγαλει λεξη. Οταν συναντιουνται ξανα ανθρωποι που αγαπιουνται, οταν η αγαπη και η συγχωρεση περπατουν χερι χερι, τα λογια ειναι περιττα...μιλανε μονο τα βλεμματα και η μαγεια των συναισθηματων. Σταθηκαν ετσι αρκετα λεπτα, αμιλητοι και χαμογελαστοι και οι τρεις. Τη σιωπη διεκοψε η φωνη ενος παιδιου.
-Μαμα, μπαμπα!
Ενα τριχρονο κοριτσακι με εβενινα μαλλια και μαυρα ματια που εβγαζαν σπιθες, ηρθε τρεχοντας και επεσε στην αγκαλια της Μαριαννας.
-Ελλη, ειπε η Μαριαννα, απο εδω η κορη μας...η Ελλη!
Το βλεμμα της μικρης Ελλης διασταυρωθηκε με τα ματια της μεγαλης Ελλης και τοτε η τελευταια δακρυσε, μετα χαμογελασε και τη ρωτησε:
- Μπορεις να μου δανεισεις λιγη απο την αθωοτητα σου και απο τη λαμψη των παιδικων σου ματιων;
Η σημερινη ιστορια ειναι ενα παραμυθι, που ειχα γραψει καποτε σαν συμμετοχη σε ενα μπλογκοπαιχνιδο.
Σας καλωσοριζω στο "Ellie's Diary".
Η Ελλη ακουσε το ξυπνητηρι να χτυπαει δυνατα. Ανοιξε τα ματια της και χαμογελασε. Ειχε ακομα την αισθηση απο το ονειρο που ειχε δει. Τι παραξενο ονειρο!
Ταξιδευε λεει μεσα σε ενα συννεφο...περνουσε πανω απο θαλασσες και βουνα, λαγκαδια και χαραδρες, ειχαν γεμισει τα ματια της και η ψυχη της με χρωματα...κι ομως, ενιωθε τοσο λυπημενη!
Ξαφνικα, ενω ειχε σουρουπωσει και ο ουρανος γεμισε με εκεινο το μαβι χρωμα, που προετοιμαζει το εδαφος για να συνηθιζει σιγα σιγα το βλεμμα στο σκοταδι της νυχτας, ενιωσε το συννεφο να διαλυεται και εκεινη να πεφτει...η μαλλον οχι...να πεταει...δεν ενιωσε φοβο ουτε κρυο, απλως αφησε ελευθερο το κορμι της να παρασυρθει απο τον ανεμο. Καποτε προσγειωθηκε τελικα. Βρεθηκε σε ενα κηπο. Εναν πολυχρωμο, πανεμορφο κηπο, γεματο λουλουδια, πουλια, συντριβανια και δεντρα. Αρχισε να περιπλανιεται μεσα στον κηπο. Ειχε χαθει, δεν μπορουσε να προσανατολιστει. Στη σκια ενος απο τα δεντρα, ειδε εναν αντρα καθισμενο καταγης. Τον πλησιασε διστακτικα.
-Συγνωμη, ειπε.
Ο αντρας καθοταν οκλαδον. Φορουσε ενα μακρυ καφε χιτωνα και ειχε στα χερια του μια μαγκουρα. Γυρισε το κεφαλι προς το μερος της και τοτε η Ελλη με εκπληξη διαπιστωσε οτι δεν ειχε ματια, ηταν τυφλος!
-Πως μπορω να σε βοηθησω κοριτσι μου;
-Εχω χαθει. Δεν ξερω πως βρεθηκα εδω...ουτε που ειμαι...ουτε που να παω τωρα.
-Οι ανθρωποι χανονται μονο οταν δεν ακολουθουν το δρομο της ψυχης τους, της ειπε. Πολλες φορες ολοι οι δρομοι ειναι μπροστα μας, αλλα πρεπει να κλεισουμε τα ματια μας για να τους δουμε...
Τοτε, η Ελλη καταλαβε πως ο τυφλος αυτος αντρας πρεπει να ηταν φιλοσοφος.
-Μπορω να σε ρωτησω κατι, γεροντα; του ειπε.
- Αν νομιζεις πως εχω εγω την απαντηση που γυρευεις...
- Η αυτοκτονια ειναι εγκλημα η επιλογη; Ειναι ασεβεια στη ζωη και δειλια η υπερτατη εκφραση ελευθεριας και επιλογη του χρονου και του τοπου που κανεις θα πεθανει;
- Χμμμ...Πιστευεις λοιπον οτι με το θανατο τελειωνει η ζωη;
-Φυσικα, γεροντα. Δεν συμφωνεις;
-Νομιζεις δηλαδη, οτι οταν παψουν να λειτουργουν τα ζωτικα σου οργανα, η καρδια και το μυαλο σου, η ψυχη σου παυει να υπαρχει, να ποναει, να χαιρεται, να αισθανεται γενικα.
-Ναι, κατι τετοιο.
- Κοριτσι μου, η ψυχη σου υπαρχει παντα, αιωνια και ταξιδευει μεσα στο νερο, τον αερα, τον ηλιο, το κορμι. Ολα αυτα ειναι απλως οχηματα που μεταφερουν την ψυχη κατα τη διαρκεια του αιωνιου ταξιδιου της. Εκεινη επειλεγει χωρις να σε ρωτησει με ποιο οχημα θα κινηθει και εκεινη αποφασιζει ποτε το οχημα αυτο δεν της ταιριαζει πια και το εγκαταλειπει. Η ζωη ειναι στην ψυχη και οχι στο σωμα και η ψυχη δεν ξεχναει ποτε...
Ο φιλοσοφος εδωσε στην Ελλη ενα λουλουδι απο τον κηπο. Ενα πανεμορφο πολυχρωμο φυτο, που ομοιο του δεν ειχε δει ποτε. Της ειπε να το φυλαξει και να το χαρισει μονο οταν αισθανθει πως θα κανει με αυτο καποιον ευτυχισμενο. Της εδειξε ενα στενο μονοπατι και της ειπε να το ακολουθησει.
Η Ελλη ξεκινησε να περπαταει πανω σε ξεροχορτα και πεσμενα φυλλα. Πρεπει να περπατουσε αρκετη ωρα, οταν βρεθηκε μπροστα σε μια μεγαλη πορτα. Κοιταξε γυρω της και καταλαβε οτι βρισκοταν στο προαυλιο ενος μεγαλου καστρου, σαν αυτα που εβλεπε στις εικονες απο τα παραμυθια που της διαβαζε η μητερα της οταν ηταν παιδι. Χτυπησε τρεις φορες...τοτε ξαφνικα, η πορτα ανοιξε και η Ελλη μπηκε μεσα σε μια στρογγυλη αιθουσα. Δεν υπηρχε κανενας ανθρωπος εκει. Υπηρχε ενα μεγαλο τραπεζι ξυλινο, περιτριγυρισμενο απο 20 ξυλινες καρεκλες. Στο πατωμα υπηρχε ενα ολομεταξο κοκκινο χαλι. Στους τοιχους,υπεροχοι πινακες κρεμονταν απο παντου. Στο μεσαιο τοιχο, ξεχωριζε ενας τεραστιος στρογγυλος καθρεφτης, με χρυσαφι κορνιζα. Η Ελλη ενιωσε να μαγνητιζεται, μια ανεξελεγκτη ελξη την ωθουσε προς τα εκει...περπατησε αργα, ακουμπωντας τις τριανταφυλλενιες καρεκλες, χαϊδευοντας τις βελουδινες ταπετσαριες...Εφτασε μπροστα στον καθρεφτη. Κοιταξε μεσα του. Ειδε μια γυναικεια μορφη, ντυμενη στα λευκα, με ενα μακρυ δαντελενιο φορεμα. Τα μαλλια της, σγουρα και εβενινα, ηταν λυτα στους ωμους της και τα ματια της ηταν καταμαυρα κι ελαμπαν σαν τη φωτια. Ειχε μια μελαγχολια στο βλεμμα της, μια αδιορατη λυπη, εμοιαζε εγκλωβισμενη. Πλησιασε καλυτερα...αυτη η φιγουρα ειχε κατι το τοσο γνωριμο, μα και τοσο ξενο συναμα.
-Γνωριζομαστε απο καπου; ρωτησε.
-Μα στ' αληθεια δεν με αναγνωριζεις;
-Λυπαμαι, οχι, απαντησε η Ελλη.
-Εγω ειμαι εσυ, της ειπε η φιγουρα μεσα απο τον καθρεφτη. Ειμαι λυπημενη, γιατι με κοιτας καθε μερα, αλλα δεν με βλεπεις. Με εχεις εγκλωβισει μεσα σε μια ψευτικη εικονα, ενα ειδωλο που δεν ειναι το δικο σου, αλλα αυτο που οι αλλοι βλεπουν σε σενα. Εσυ φοβασαι να με κοιταξεις καταματα, γιατι θα δεις οτι δεν ειμαι ευτυχισμενη. Θα δεις τα μαλλια μου λυτα και το βλεμμα μου μου να πεταει σπιθες. Θα δεις τη δυναμη που εχεις μεσα σου να αλλαξεις τη ζωη σου, αλλα δεν τολμας να την αντλησεις. Θα δεις ποια εισαι πραγματικα και ισως τοτε τολμησεις να με αγαπησεις, να ΜΑΣ αγαπησεις, θα μαθεις να συγχωρεις...μεχρι να ερθει εκεινη η μερα, εγω θα ειμαι μελαγχολικη κι εσυ φυλακισμενη και μονη...
Η φιγουρα σιγα σιγα ξεθωριασε και η Ελλη απεμεινε μοναχη στο αδειο δωματιο. Απο καπου ψηλα ακουγοταν μουσικη. Βιολι..ναι, καποιος επαιζε βιολι! Η Ελλη αποφασισε να ακολουθησει τη μουσικη. Ενιωθε τοσο μονη! Ισως εβρισκε επιτελους λιγη συντροφια. Οι νοτες την οδηγησαν σε μια στριφογυριστη μαρμαρινη σκαλα κι απο εκει σε ενα μακρυ διαδρομο. Οσο προχωρουσε, ο ηχος γινοταν πιο δυνατος, ωσπου εφτασε στο τελος του διαδρομου, ανοιξε την πορτα και ειδε μεσα σε μια καμαρα μια γυναικα ντυμενη στα μαυρα να παιζει βιολι. Την πλησιασε αργα.
-Καλησπερα, ειπε δειλα.
-Σε περιμενα, Ελλη, της απαντησε η μαυροφορεμενη γυναικα.
Η Ελλη τα 'χασε!
-Πως...πως ξερεις το ονομα μου; ψελλισε
-Ξερω κι αλλα πολλα, της ειπε...βλεπεις, εγω δεν ειμαι απλα μια συνηθισμενη γυναικα...εχω ικανοτητες που ειναι χαρισμα και καταρα μαζι...
-Εισαι...μεντιουμ;
-Μπορεις να το πεις κι ετσι. Οι ανθρωποι ερχονται σε μενα για να μαθουν το μελλον τους.
- Μα γιατι να θελει καποιος να μαθει το μελλον; Τι ειναι αυτο που κανει εμας τους ανθρωπους τοσο περιεργους;
-Δεν ειναι περιεργεια. Ειναι ανασφαλεια. Οι ανθρωποι νομιζουν οτι αν ξερουν τα μελλουμενα, ειτε μπορουν να τα αλλαξουν, ειτε μπορουν να προετοιμαστουν ψυχολογικα για αυτα που θα αντιμετωπισουν. Δεν καταλαβαινουν οτι ο επομενος προορισμος του ταξιδιου τους, εξαρταται απο ολους τους προηγουμενους και οτι αν δεν κατανοησουν, αγκαλιασουν και αφησουν πισω το παρελθον τους, αν δεν εκτιμησουν σωστα τις εμπειριες και τα λαθη τους, θα επηρεασουν αρνητικα και το παρον και το μελλον. Τιποτα δεν ειναι χαμενος χρονος, ολα εχουν κατι να μας πουν. Εσυ, εχεις ξεκινησει το δικο σου ταξιδι...προσεχε μονο να μην χασεις στιγμη...μονο αυτο θα σου πω...τα υπολοιπα θα σε αφησω να τα ανακαλυψεις μονη σου...αυτη ειναι η γοητεια της ζωης και το νοημα...
-Κι αν κανω κι εγω λαθη;
-Μα θα κανεις...κι απο αυτα θα βγεις πιο δυνατη και πιο σοφη...αν το θελησεις φυσικα.
-Σε ευχαριστω πολυ, μου εδωσες κουραγιο...θελω να κανω κι εγω κατι για σενα. Οριστε, δεξου αυτο το δωρο, ειπε η Ελλη και προσφερε στο μεντιουμ το λουλουδι που της εδωσε ο φιλοσοφος.
-Οχι, Ελλη, ειπε το μεντιουμ. Αυτο το λουλουδι θα το χαρισεις σε καποιον και θα τον κανεις πολυ ευτυχισμενο. Δεν ειναι για μενα. Φυγε, τωρα, εχεις πολλα να κανεις ακομα...
Η Ελλη εφυγε απο την καμαρα κα βγηκε ξανα στον κηπο. Σταθηκε μπροστα απο ενα συντριβανι και εκλεισε τα ματια της. Ακουγε το κελαρυσμα του νερου, μυριζε την υγρασια στο γκαζον. Τοτε, ακουσε πισω της μια φωνη.
-Ελλη; Τι κανεις εσυ εδω;
Γυρισε και αντικρυσε τον μονο ανθρωπο που δεν περιμενε ποτε να ξαναδει. Τον Ορεστη, τον πρωτο της ερωτα! Με τον Ορεστη χρονια ειχαν χωρισει. Γνωριστηκαν παιδια, ερωτευτηκαν εφηβοι και μεγαλωσαν σχεδον μαζι. Καποτε, η Ελλη ενιωσε να πνιγεται και ο Ορεστης βρηκε παρηγορια στην αγκαλια μιας κοινης τους φιλης. Οταν το εμαθε η Ελλη, αρχικα πικραθηκε πολυ, αγανακτισε, θυμωσε, πεταξε τον Ορεστη εξω απο τη ζωη της και για τη φιλη της ουτε λογος! Ουτε να τους φτυσει και τους δυο! Τετοια προδοσια! Περασαν τα χρονια και η καρδια της Ελλης μαλακωσε. Καταλαβε οτι οι ανθρωποι ειναι συχνα δεσμιοι των παθων και των συναισθηματων τους, οτι δεν ηθελαν να την πληγωσουν, οτι καπου ειχε και εκεινη ευθυνη για οσα εγιναν...και τους συγχωρησε. Ομως, ο εγωισμος της, δεν την αφηνε να κανει το πρωτο βημα, να επικοινωνησει μαζι τους, να φιλιωσουν...κι αυτο τη βαραινε.
Και να τωρα που, απο το πουθενα, μεσα σε αυτο το τρελλο ονειρο, εβρισκε την παλια της αγαπη εκει, μπορουσε να πει οσα δεν ελεγε τοσο καιρο!
- Ενα πραγμα θελω να σε ρωτησω, Ορεστη. Εισαι επιτελους ευτυχισμενος;
Ο Ορεστης, χαμηλωσε τα ματια και της απαντησε:
- Ναι, Ελλη, ειμαι πολυ ευτυχισμενος...συγνωμη...
- Οχι, Ορεστη μη ζητας συγνωμη. Εγω ζηταω συγνωμη που εβαλα τον εγωισμο μου πανω απο την αγαπη μου για σενα. Το μονο που ηθελα παντα ηταν να εισαι ευτυχισμενος! Με συγχωρεις που εγω δεν μπορεσα...χαιρομαι που βρηκες την ευτυχια, εστω κι αλλου.
Τοτε ακουσε απο το βαθος του οριζοντα μια δυνατη χαρουμενη μουσικη και ειδε σιγα σιγα το συννεφο της να πλησιαζει.
-Πρεπει να φυγω τωρα, του ειπε...Αντιο, Ορεστη.
Τυλιχτηκε στο συννεφο και αρχισε να πεταει και να απομακρυνεται απο το καστρο, τον κηπο και τον Ορεστη. Οσο ανεβαινε, το τραγουδι γινοταν πιο δυνατο.
Ανοιξε τα ματια της κι εκλεισε το ξυπνητηρι. Γυρισε στο πλαϊ και τεντωθηκε. Τι περιεργο ονειρο! Κατι προεξειχε απο το παπλωμα στο διπλανο μαξιλαρι. Απλωσε το χερι της και το τραβηξε. Μα...τι στο καλο! Κρατουσε στα χερια της ενα πανεμορφο πολυχρωμο λουλουδι, που ομοιο του δεν ειχε ξαναδει. Και τοτε θυμηθηκε τα λογια του φιλοσοφου και του μεντιουμ. "Θα το δωσεις σε καποιον και θα τον κανεις πολυ ευτυχισμενο". Ισως τελικα δεν ηταν μονο ενα ονειρο...
Χωρις δευτερη σκεψη, ανοιξε τον τηλεφωνικο καταλογο και σχηματισε στο τηλεφωνο της τον αριθμο. Μια αγουροξυπνημενη αντρικη φωνη ακουστηκε απο την αλλη πλευρα της γραμμης.
-Παρακαλω;
-Ορεστη;
-Ναι;
-Η Ελλη ειμαι. Μπορεις σε παρακαλω να παρεις τη Μαριαννα και να ερθετε στο παρκακι στην παλια μας γειτονια σε μια ωριτσα;
-Εγινε κατι;
-Ναι, αλλα μην ανησυχεις, θα σας πω απο κοντα.
-Ενταξει λοιπον, θα ειμαστε εκει.
Σηκωθηκε βιαστικα, εκανε μπανιο, ντυθηκε και εφτιαξε καφε. Αφησε τα μαλλια της λυτα να πεφτουν στους ωμους αναλαφρα. Ποτε αλλοτε δεν ειχε νιωσει τοση αγωνια, τοση ανυπομονησια, ουτε καν σε πρωτο ραντεβου. Την ωρα που εκλεινε την πορτα πισω της εριξε μια τελευταια κλεφτη ματια στον καθρεφτη...σαν να της φανηκε οτι το ειδωλο της της εκλεισε το ματι. Χαμογελασε.
Λιγη ωρα αργοτερα, εφτασε στο παρκακι. Ο Ορεστης και η Μαριαννα ηταν ηδη εκει, καθισμενοι σε ενα παγκακι, φανερα ανησυχοι. Η Ελλη τους πλησιασε χαμογελωντας. Τους κοιταξε και τους δυο στα ματια. Εβγαλε απο το παλτο της το λουλουδι και το ετεινε προς το μερος τους. Δεν χρειαστηκε να πει τιποτα, κανενας δεν χρειαστηκε να βγαλει λεξη. Οταν συναντιουνται ξανα ανθρωποι που αγαπιουνται, οταν η αγαπη και η συγχωρεση περπατουν χερι χερι, τα λογια ειναι περιττα...μιλανε μονο τα βλεμματα και η μαγεια των συναισθηματων. Σταθηκαν ετσι αρκετα λεπτα, αμιλητοι και χαμογελαστοι και οι τρεις. Τη σιωπη διεκοψε η φωνη ενος παιδιου.
-Μαμα, μπαμπα!
Ενα τριχρονο κοριτσακι με εβενινα μαλλια και μαυρα ματια που εβγαζαν σπιθες, ηρθε τρεχοντας και επεσε στην αγκαλια της Μαριαννας.
-Ελλη, ειπε η Μαριαννα, απο εδω η κορη μας...η Ελλη!
Το βλεμμα της μικρης Ελλης διασταυρωθηκε με τα ματια της μεγαλης Ελλης και τοτε η τελευταια δακρυσε, μετα χαμογελασε και τη ρωτησε:
- Μπορεις να μου δανεισεις λιγη απο την αθωοτητα σου και απο τη λαμψη των παιδικων σου ματιων;
Κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα γιατί μου φαίνεται δύσκολο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣαν παραμύθι όμως..
πολύ όμορφη και διδακτική ιστορία..
ΑπάντησηΔιαγραφήπάντως δύσκολο ρε γμτ να παραμερίσεις το εγωισμό σου και να φερθείς τόσο ανώτερα.
ξεπερνά τα ανθρώπινα στάνταρ
ps. βγάλε τη σπαστική λεκτική επαλήθευση!!! χαχα
@ηφαιστιωνας
ΑπάντησηΔιαγραφήΜονο δυσκολο;;; Πολυ πολυ ανωτερο θα ελεγα, οχι ομως αδυνατο ε;
@τοβενιτο
ΑπάντησηΔιαγραφήΕννοειται!!!
Αλλα πως την βγαζουν;;;;;
καλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλορίζικο!
φιλια
@γιαννης
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλως τον Τζωννυ!Ευχαριστ!
Γιατι δεν μπορω να αφησω σχολιο στο μπλογκ σου?
Όμορφη, παραμυθένια καλημέρα κούκλα μου... :)
ΑπάντησηΔιαγραφή@γιωτα
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημερα και καλο μηνα!
Τοτε εγραφα ρομαντικα, τωρα λιγο πιο σκληρα...
Ακόμα και στα όνειρα... Η αγάπη είναι η απάντηση. (Όπως λέει και μία καλή μου φίλη)
ΑπάντησηΔιαγραφή