Για το πρωτο μερος πατηστε εδω: http://butterflysstories.blogspot.gr/2014/06/blog-post.html
-Άκου Νεκταρία. Σε ξέρω από παιδί. Με συγχωρείς λοιπόν για
το θάρρος, μα πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Δεν νομίζεις ότι πρέπει να
συνέλθεις;
Στη αρχή απέμεινε να τον κοιτά παραξενεμένη. Έπειτα τα σμαραγδένια
μάτια της σκούρυναν, πλημμύρισαν με θυμό. Σήκωσε το χέρι της και τον
χαστούκισε.
-Πώς τολμάς; Έχασα μάνα κι αδελφό σε λίγους μήνες! Η ζωή μου
κατέρρευσε! Δεν έχω τίποτα πια! Κι εσύ μου λες να συνέλθω; Ποιος νομίζεις ότι
είσαι; Είπε και σήκωσε ξανά το χέρι της, μα αυτή τη φορά ο Φώτης το άρπαξε και
τη σταμάτησε.
-Εγώ ποιος είμαι; Σε μένα μιλάς έτσι Νεκταρία; Ξεχνάς πως
μεγαλώσαμε μαζί;
Ήταν εκτός εαυτού.
-Με συγχωρείς… είπε μετανιωμένη.
-Εμένα με συγχωρείς… Δεν ήθελα να σε πιέσω. Όμως Νεκταρία…
κοίτα γύρω σου. Ο αδερφός σου έφυγε, η μάνα σου έφυγε, ο πατέρας σου είναι ένα
ράκος, μην περιμένεις να δουλέψει πια, τουλάχιστον για καιρό. Κι εγώ… εγώ δεν
μπορώ μονάχος μου να τα κουμαντάρω όλα αυτά. Πρέπει να με βοηθήσεις. Κρίμα
είναι όλα αυτά που με τόσο κόπο έφτιαξε η οικογένειά σου να χαθούν. Κι έπειτα…
Πώς θα ζήσετε; Έχεις ευθύνες πια Νεκταρία, εσύ απέμεινες μόνο… Εσύ κι εγώ…
Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν. Είχε τόσο απορροφηθεί στον πόνο της
που δεν έβλεπε τίποτα άλλο. Στη μάνα της δεν στάθηκε σαν καλή κόρη όταν έφυγε
το παιδί και τώρα είχε αφήσει και τον πατέρα της μόνο να παλεύει με τις τύψεις
του. Κι οι δυο οι θάνατοι στα χέρια του ήταν έλεγε. Δε θα συγχωρούσε ποτέ τον
εαυτό του, έτσι έλεγε. Κι εκείνη… μια αγκαλιά παρηγοριάς δεν τον είχε πάρει. Το
βιος τους το άφηνε να ρημάξει.
-Έχεις δίκιο Φώτη. Εσύ κι εγώ. Μαζί θα δουλέψουμε.
Το είπε και το έκανε. Σαν σκυλί δούλευε. Δεν λογάριαζε
κούραση, δεν λογάριαζε κρύο μήτε ζέστη. Έγινε εκείνη ο άντρας του σπιτιού και
πάλευε να τα φέρει βόλτα. Αποδοτική η καλλιέργεια καπνού μα ήθελε δουλειά
σκληρή και μπόλικη. Κι είχε και το σπίτι να νοικοκυρεύει. Ο κύρης της κάθε μέρα
χανόταν όλο και πιο πολύ, ήταν αδύναμος να κάνει το παραμικρό. Η Νεκταρία κάθε
βράδυ γύριζε από τα χωράφια κατάκοπη κι αντί να ξεκουραστεί έβαζε το τσουκάλι
στη φωτιά να μαγειρέψει, έπλενε και συγύριζε κι όταν πια είχε αποκάμει γονάτιζε
μπροστά στο τζάκι, στα πόδια του πατέρα της, που εκεί ξημεροβραδιαζόταν σε μια
παλιά κουνιστή πολυθρόνα, κι έπιανε να του ψιθυρίζει ιστορίες και θρύλους.
Βάλσαμο ήταν οι ώρες αυτές και για τους δυο, πατέρα και κόρη. Ο κυρ- Θόδωρος
άφηνε το μυαλό του να χαθεί στα παραμύθια της Νεκταρίας κι ήταν οι μόνες
στιγμές μέσα στη μέρα που δεν έκλαιγε και δεν σιχτίριζε τον εαυτό του και τη
μαύρη του τη μοίρα. Η Νεκταρία από την άλλη ένιωθε λες κι είχε πάλι απέναντί
της το Μύρωνα, όπως όταν ήταν παιδί και τον νανούριζε με τραγούδια και μύθους.
Ο Φώτης την καμάρωνε. Ήξερε πως ήταν γερό σκαρί μα τέτοια
δύναμη ψυχής δεν την φανταζόταν. Τη θαύμαζε και την αγαπούσε. Πάντα την
αγαπούσε, μα δεν είχε βρει το θάρρος να της μιλήσει.
Πέρασε ο καιρός, ήρθε ξανά χειμώνας κι έπειτα άνοιξη,
καλοκαίρι, φθινόπωρο και πάλι ο χειμώνας. Ο κυρ- Θόδωρος χειροτέρευε διαρκώς,
έχανε κάθε μέρα τα λογικά του. Ούτε τα παραμύθια της κόρης του τον παρηγορούσαν
πια κι είχαν τα μάτια του μια λάμψη παράξενη, τρομακτική. Δεν ήταν λίγες οι φορές
που η Νεκταρία είχε εκμυστηρευτεί στο Φώτη πως φοβόταν μήπως κάνει καμιά τρέλα.
Εκείνος την καθησύχαζε μα μέσα του ένιωθε τον ίδιο φόβο. Το κακό δεν άργησε να
γίνει.
Ήταν απόγευμα, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του Φλεβάρη. Ο Φώτης
κι η Νεκταρία μιλούσαν με τους εργάτες καθώς ήταν η εποχή της σποράς κι όλα
ήταν έτοιμα για μια νέα σοδιά. Ξαφνικά, είδαν καπνό να ανεβαίνει στον ουρανό,
μαύρο πυκνό καπνό. Κοίταξαν παραξενεμένοι να δουν από πού ερχόταν.
-Νεκταρία! Γρήγορα! Νομίζω έρχεται από το σπίτι σου!
Τρέξαν όλοι μαζί, η Νεκταρία, ο Φώτης κι οι εργάτες. Το
σπίτι ήταν τυλιγμένο στις φλόγες, η φωτιά είχε απλωθεί και τριγύρω στην αυλή,
στον κήπο, οι πύρινες γλώσσες έγλυφαν τα πάντα… ακόμα κι εκείνη τη συκιά, τη
συκιά του Μύρωνα. Σε μια γωνιά πήρε το μάτι της τον πατέρα της, πεσμένο στα
γόνατα.
-Φώτη! Ο πατέρας!
Όρμησε μέσα από την αυλόπορτα ο Φώτης και μόλις που πρόλαβε
να τον τραβήξει έξω σέρνοντας, πριν η τεράστια συκιά σωριαστεί και πλακώσει τη
στέγη του σπιτιού. Λαχανιασμένη η Νεκταρία έτρεξε να τον αγκαλιάσει, δυο
εργάτες έβρεξαν τα χείλη του με λίγο νερό.
-Τι έκανες πατέρα; Τι έκανες;
Η φωνή της δεν είχε θυμό, μόνο απόγνωση, τίποτα άλλο.
-Γιατί με τραβήξατε; Γιατί δεν με αφήσατε να καώ; Όλα να
καούν! Δεν αξίζει να ζω πια, δεν μου αξίζει ζωή μετά από αυτά που έκανα. Αφήστε
με… αφήστε με…
Αυτά είπε με πόνο ψυχής ο κυρ- Θόδωρος και σφάλισε τα χείλη
του. Η Νεκταρία έμεινε στο πλευρό του και χάιδευε τα κάτασπρα πλέον μαλλιά του. Στο
μεταξύ είχαν μαζευτεί κι άλλοι από το χωριό και προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά.
Άλλος με το λάστιχο, άλλος με κουρελούδες, ο καθένας έδινε τη μάχη του με το
πύρινο τέρας, μπας και καταφέρουν να σώσουν κάτι. Δυο ώρες αργότερα όλα είχαν
τελειώσει. Τίποτα δεν έμενε όρθιο. Μόνο μαυρίλα, μαυρίλα παντού.
Η Νεκταρία έστεκε ακίνητη, ανίκανη να αντιδράσει στην
τελευταία αυτή συμφορά. Ένα αεράκι φύσηξε κι η στάχτη σηκώθηκε, στροβιλίστηκε
κι ήρθε κι έκατσε πάνω στα μακριά της μαλλιά. Κοίταξε ένα γύρο κι άφησε έναν
αναστεναγμό. Αυτό λοιπόν είχε μείνει απ’ τη ζωή της. Από την οικογένεια της, τους
ανθρώπους της, το σπίτι που μεγάλωσε αυτό μονάχα πια της έμεινε… στάχτη, τίποτα
άλλο… λίγη στάχτη στα μαλλιά της…
Ένιωσε το ζεστό άγγιγμα του Φώτη στον ώμο της. Σαν να είχε
διαβάσει τις σκέψεις της, έπιασε το πρόσωπό της κι έστρεψε το βλέμμα της λίγα
μέτρα πιο κει, στα δεξιά τους.
-Κοίτα. Είναι ζωντανό.
Ένα μικρό κόκκινο τριαντάφυλλο. Ένας μικρός κόκκινος ήρωας,
ολάνθιστος, σαν μια σταγόνα αίμα πάνω σε ολόμαυρο καμβά.
-Αφού τα κατάφερε αυτό να επιβιώσει, θα τα καταφέρουμε κι
εμείς. ..της ψιθύρισε γλυκά.
-Πώς Φώτη; Πώς; Δεν έχω άλλη αντοχή. Ο Μύρωνας, η μάνα, ο
πατέρας, το σπίτι… όλα χάθηκαν…
-Σςςς. Μαζί θα τα ξαναχτίσουμε. Μαζί θα φροντίσουμε τον
πατέρα σου. Μαζί θα τα κάνουμε όλα, εγώ κι εσύ. Σήκωσε το πηγούνι της κι έφερε
τα μάτια της ίσια μπροστά στα δικά του.
-Φώτη… εγώ… σταμάτησε. Θυμήθηκε τα λόγια του, εκείνο το ίδιο
πρωινό. «Σ’ αγαπώ Νεκταρία. Πάντα σ’ αγαπούσα. Αν το θέλεις κι εσύ, απόψε
κιόλας θα μιλήσω στον πατέρα σου. Κι άμα πει το ναι, παντρευόμαστε αμέσως».
Αυτά της είχε πει κι ήταν στ’ αλήθεια τόσο ξαφνικό, δεν του είχε απαντήσει, δεν ήξερε τι να πει.
Ο Φώτης το σεβάστηκε και της έδωσε χρόνο να σκεφτεί και να αποφασίσει. Δεν
μπορούσε, δεν άντεχε να κρύβει άλλο τα αισθήματά του.
Στάθηκε σιωπηλή και κοίταξε το νεαρό αυτό άντρα που άπλωνε
στα πόδια της την αγάπη του. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, ήταν πάντα
εκεί, κοντά της, ο δικός της φύλακας άγγελος. Κι έμοιαζε αλήθεια με άγγελο,
έτσι όπως πέφταν οι ξανθές του μπούκλες γύρω από το πρόσωπό του. Ναι, την
αγαπούσε, αυτό ήταν σίγουρο. Κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε
πραγματικά. Η πρώτη φορά που κατάλαβε.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της κι άφησε ένα απαλό,
ανεπαίσθητο φιλί στα χείλη του. Την ίδια στιγμή τα μάγουλά της βάφτηκαν
κόκκινα.
-Ναι! Μαζί. Πάντα μαζί από εδώ και πέρα. Μαζί μπορούμε να
κάνουμε τα πάντα. Το είπε και το πίστευε.
Πλησίασαν τον κυρ- Θόδωρο που είχε απομείνει σιωπηλός να
κοιτάζει το κενό.
-Πάμε πατέρα. Τον σήκωσε με τη βοήθεια του Φώτη. Πάμε να
ξεκουραστούμε. Έχουμε μια ζωή να ξαναχτίσουμε. Από αύριο…
Άφησαν πίσω τους το καμένο σπίτι, τη συκιά, τις κακές
αναμνήσεις κι έφυγαν αγκαλιασμένοι οι τρεις τους, μια καινούργια οικογένεια. Ο
ήλιος μόλις είχε αρχίσει να δύει πάνω από τα χωράφια με το φρεσκοσπαρμένο
καπνό.
Μπράβο Πεταλούδα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό και το δεύτερο μέρος! Υπέροχη η γραφή σου!
Η ζωή δεν έχει μόνο δυσκολίες. Έχει πάντοτε και χαρές, αρκεί βέβαια να μπορούμε να τις διακρίνουμε μέσα από τις πολλές συμφορές!
Καλό βραδάκι! Φιλιά!
Σε ευχαριστω Παλομιτα μου! Ετσι ειναι! Η ζωη εχει απο ολα και θελει μεγαλο ψυχικο σθενος να ξεκινησεις απο την αρχη...Φιλια!
ΔιαγραφήΕξαιρετικό! Συγχαρητήρια! Και μέσα από τις στάχτες μπορεί να αναδυθεί ζωή...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου άρεσε το αισιόδοξο τέλος.
Να εισαι καλα Ελενη μου! Ευχαριστω!
ΔιαγραφήΈλενά μου πάντα πιστεύω ότι και μέσα από το μαύρο θάνατο υπάρχει η ζωή που σου κλείνει το μάτι με χαμόγελο !!!Γι ΄αυτό μου αρέσει γιατί αφήνει τη χαραμάδα για λίγη χαρά και ελπίδα !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια πολλά
Χωρις τη δυναμη της ελπιδας ο κοσμος θα ειχει καταστραφει προ πολλου, ετσι πιστευω! Φιλακια!
ΔιαγραφήΚαλημέρα πεταλουδιτσα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβασα την ιστορια σου και τα σχολια των ανω φιλων και ομολογω πως συμφωνω με ολους!
Συγχαρητηρια!
Και ωραιο τιτλο ειχες! Μου αρεσε πολυ!
Καλημερα γλυκια μου!
Κικιτσα μου γλυκεια! Σε ευχαριστω πολυ, χαιρομαι που σου αρεσε!
ΔιαγραφήΜου άρεσε η γραφή σου, σίγουρα το έχεις. Μπράβο και για το αισιόδοξο τέλος, όπως είπαν και οι άλλοι φίλοι, πάντα υπάρχει κάπου η ελπίδα, ακόμα και μέσα στη στάχτη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά να περνάς!
Σε ευχαριστω Γιωργο για τα καλα σου λογια! Κι εσυ καλα να περνας!
ΔιαγραφήΕπιτέλους, ήρθε η λύτρωση!
ΑπάντησηΔιαγραφή:))) Όσο κι αν ήταν πονεμένο έδωσες χαρά στο τέλος Χριστινάκι μου!
Φιλιά!
Ε ναι! Να μην παθουμε και καταθλιψη! Φιλακια! Ευχαριστω!
ΔιαγραφήΠεταλούδα, ως σεναριογράφος έχεις σκεφτεί να δουλέψεις; Διότι το κατέχεις το άθλημα και δημιουργείς κι ολόκληρο σκηνικό! Και καλά έκανες και πρόβαλλες και το καημένο ετούτο μπλογκ σου, είναι κρίμα να μένει στην αφάνεια. Γλυκό φιλάκι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΛες; Ποιος ξερει;
ΔιαγραφήΚαλα πολυ γελασα με το "το καημενο ετουτο μπλογκ σου"!! Χαχαχαχα!
Ευχαριστω βρε Πετρα μου! Φιλακια!
Πανέμορφο και το δεύτερο μέρος γλυκιά μου πεταλούδα! Ένιωσα ξανά -όπως και στο πρώτο μέρος- σαν να διαβάζω μια παλιά ιστορία από τα μέρη μου! Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια πολλά
Λιζακι μου χαιρομαι πολυ που σε αγγιξε καπως ιδιαιτερα!Φιλια!
ΔιαγραφήΠολύ καλή γραφή Χριστίνα και πολύ συγκινητικό το κείμενο, μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠηνελόπη μου σε ευχαριστω πολυ πολυ!
ΔιαγραφήΗ συνέχεια;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλωσορισες Λευκη μου!
ΔιαγραφήΣυνεχεια δεν εχει.... Η ιστορια τελειωνει και ξεκινανε μια νεα ζωη μαζι, μια ζωη γεματη αλλες ιστοριες...
Σε ευχαριστω!
Πολύ καλό! Όμως η Νεκταρία,συνειδητοποίησε και αποδέχθηκε αυτό που πάντα ήξερε, ή μήπως έκανε έναν θλιβερό συμβιβασμό;
ΑπάντησηΔιαγραφή